t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Ο Παναγιώτης Κονδύλης σε μετάφραση Ρεϋμόνδου Πετρίδη στο σημαντικό περιοδικό των ΗΠΑ Telos




Ο Παναγιώτης Κονδύλης, σε μετάφραση Ρεϋμόνδου Πετρίδη, ουσιαστικά για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα, στο έγκυρο σημαντικό περιοδικό φιλοσοφίας των ΗΠΑ Telos. Πρόκειται για μετάφραση του σημαντικού δοκιμίου "Οικουμενισμός, Σχετικισμός και Ανοχή" που ευρίσκεται στο βιβλίο Από τον 20ο στον 21ο Αιώνα (εκδ. Θεμέλιο 1998 σελ. 45-60).  Έχουν προηγηθεί  βέβαια τα μικρότερης έκτασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το αντίστοιχο για τον Heidegger, αλλά είναι το πρώτο πιο εκτενές άρθρο.Είναι βέβαιο ότι σύντομα ότι ο αγγλοσαξωνικός κόσμος και οι ΗΠΑ θα ανακαλύψουν την σημασία του Παναγιώτη Κονδύλη. Η αρχή έγινε.

λίγοι αυτοί που παντιστάθηκαν στο πλήθος...

.. Men have been found to resist the most powerful monarchs and to refuse to bow down before them, but few indeed have been found to resist the crowd, to stand up alone before misguided masses, to face their implacable frenzy without weapons and with folded arms to dare a no when a yes is demanded...
Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism
*
.. Έχουν υπάρξει άνθρωποι που αντιστάθηκαν στους πιο δυνατούς μονάρχες και αρνήθηκαν να υποκύψουν μπροστά τους, όμως λίγοι είναι αυτοί που πράγματι αντιστάθηκαν στο πλήθος, που όρθωσαν το ανάστημα τους μπροστά στις παραπλανημένες μάζες, που αντιμετώπισαν την αμείλικτη φρενίτιδά τους, χωρίς όπλα και με διπλωμένα τα χέρια, που τολμούν ένα όχι, όταν απαιτείται  ένα ναι...

(η πρόχειρη μετάφραση στα ελληνικά δική μου)

https://yannisstavrou.blogspot.com 

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

αν στην εποχή μας ωφελεί η ποίηση...

.. Ένα αγωνιώδες ερώτημα, που συχνά τίθεται, είναι αν στην εποχή μας ωφελεί η ποίηση. Πιστεύω ότι βοηθάει, όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σ' ένα έρημο καταργημένο ξωκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους. Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον της κατανόησής της...
Κική Δημουλά

https://yannisstavrou.blogspot.com 
Γιάννης Σταύρου, Καρδερίνες στην αμυγδαλιά (λεπτομέρεια) 

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Χριστούγεννα ποὺ ἔμελλαν νὰ κάμουν τὴν χρονιὰν ἐκείνην οἱ χριστιανοί...


Στο ελληνικό πνεύμα των Χριστουγέννων, συντροφιά με τον μέγιστο των γραμμάτων μας! 
 
https://yannisstavrou.blogspot.com 
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Το Κρυφό Μανδράκι
 
Χριστούγεννα ποὺ ἔμελλαν νὰ κάμουν τὴν χρονιὰν ἐκείνην οἱ χριστιανοί, οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ! Ἂν ἐπερίμεναν ἀπὸ τὸν μπαρμπα-Στάθην τὸν Γροῦτσον μὲ τὴν βάρκαν του, τὴν πολλάκις καλαφατισμένην καὶ πισσωμένην, νὰ τοὺς φέρῃ ἀρνιὰ νὰ φᾶνε! Οἱ καιροὶ ἦσαν τόσον ἀκατάστατοι, μὲ ὅλα τὰ χιόνια ποὺ εἶχε ρίξει γύρω στὰ βουνὰ ― ἕως τὴν παραθαλασσίαν, στὴν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ εἶχαν καταβῆ τὰ χιόνια. Καὶ μέσα στὸ χωρίον εἶχε πιάσει τὸ χιόνι. Καὶ ὅλαι αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν, ἀπὸ πλάκες ἢ ἀπὸ κεραμίδια, εἶχον καλυφθῆ ἀπὸ παχὺ λευκὸν στρῶμα. Καὶ εἰς ὅλους τοὺς δρόμους καὶ τὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ εἶχε σωρευθῆ γόνα τὸ χιόνι πρὸς μεγάλην χαρὰν τοῦ Μιχαλιοῦ τῆς Μερεγκλίνας καὶ ὅλων τῶν ξυπολύτων παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς, ὁποὺ δὲν ἄφησαν γριὰν ἢ νέαν, ἢ κορίτσι ἢ παιδὶ ποὺ νὰ φορῇ παπούτσια νὰ περάσῃ, χωρὶς νὰ τῆς σπάσουν τὴν στάμναν, ἢ νὰ τὴν στραβώσουν στὸ ἕνα μάτι, ἢ τὴν κουφάνουν ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὶ μὲ τοὺς τεραστίους καὶ πολὺ σφιχτοὺς βώλους χιόνος, ὁποὺ ἐξεσφενδόνιζον ἐναντίον των. Ἐκολλοῦσαν μεγάλες μπάλες ἀπὸ χιόνι, τὰς ἐξώγκωναν ἐπ᾿ ἄπειρον, καὶ τὰς ἐσώρευον μπροστὰ στὴν αὐλὴν τῆς Μερεγκλίνας· ὁ Μιχαλιός, ὅστις εἶχε παιδιόθεν μέγα δαιμόνιον πλαστικῆς, ἐσχεδίαζεν ἕνα πελώριον κολοσσὸν εἰς σχῆμα ἀνθρώπου ― Τούρκου ἢ λευκοῦ Ἀράπη, μὲ τὸ σαρίκι καὶ μὲ τὴν τσιμπούκα του. Ἀκολούθως ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ κατώγι τὴν «στάφνη», ναυπηγικὴν μπογιὰν ἀπὸ κοκκινόχωμα τοῦ πατρός του τοῦ μαστρο-Γιώργου τοῦ Μερεγκλῆ, κ᾿ ἐζωγράφιζε κόκκινον τὸν λευκὸν Ἀράπην ― κόκκινα μάτια, κόκκινα φρύδια, κόκκινα γένεια καὶ μαλλιά, κόκκινην καπόταν καὶ βράκαν, ὅλα κατακόκκινα. Ἦτο φοβερὸν τὴν θέαν τὸ τέρας ἐκεῖνο τῆς ἐκ χιόνος ἀνδριαντοποιΐας.
Μὲ αὐτὸν τὸν καιρὸν ἐβγῆκε τὴν νύκτα, βαθιὰ πρὸ τῆς χαραυγῆς, ἀπὸ τὸ σπιτάκι του, σιμὰ στὸν αἰγιαλόν, ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος, φορῶν τοὺς ναυτικοὺς μαμτζάδες*, ἤτοι τὰ ὑψηλὰ ἄνω τοῦ γόνατος ὑποδήματά του, κατέβη μὲ βαρὺ βῆμα, τρῖζον ἐπὶ τῆς χιόνος εἰς τὴν ἀποβάθραν, ἔσυρε τὴν μπαρούμα τῆς βάρκας του, ἐπήδησε μέσα, κ᾿ ἐξύπνησε τὸν δεκαπεντούτην υἱόν του, τὸν Στεφανήν, ὅστις ἐκοιμᾶτο πολὺ ζεστὰ ὑποκάτω στὴν πλώρην τῆς βάρκας.
― Σήκω, παιδί μ᾿, παιδί μ᾿! Στεφανή, σήκω, Στεφανή!
Τὸν ἔσεισε βιαίως, κ᾿ ἐτράβηξε τὴν τσέργα νὰ τὸν ξεσκεπάσῃ.
― Σῦκο! εἶπε μέσα στὸν ὕπνον του ὁ Στεφανής. Καὶ ποῦ βρέθηκε τὸ σῦκο;
―Ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε, Στεφανή, εἶπεν ὁ γερο-Γροῦτσος, θὰ βρῇς πολλὰ σῦκα νὰ φᾷς, Στεφανή! Ἀκόμα καὶ κοκκόσες* θὰ βρῇς, γιὰ νὰ κάμῃς σουτζούκια.

Ὁ γερο-Γροῦτσος ἐμιμεῖτο ἐδῶ τὴν διάλεκτον τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου τοῦ Πηλίου, πρὸς τὴν ἀκτὴν τοῦ ὁποίου ἐσκόπευε νὰ ταξιδεύσῃ· κοκκόσες ὠνόμαζαν ἐκεῖ τὰ καρύδια.

*
Ὁ Στεφανὴς ἐσηκώθη, ἐκρύωσεν, ἐζεστάθη. Ἔπιασε τὸ κουπί. Ὁ γέρων εἶχε σηκώσει ἤδη τὸ σίδερο, τὴν ἄγκυραν τῆς βάρκας, κ᾿ ἔκαμε τὸ πανί, ἔπιασε τὴν σκόταν κ᾿ ἐκάθισεν εἰς τὴν πρύμνην νὰ κυβερνήσῃ. Ὁ ἄνεμος, ἄστατος, ἐφαίνετο νὰ εἶναι μᾶλλον γραῖος, ἢ νὰ κλίνῃ πρὸς τὸν λεβάντην, αὐτὸ τὸ πρωί. Ἄμποτε νὰ τὸν ἐπήγαινε σορόκον. Τὸν γερο-Γροῦτσον δὲν τὸν ἔμελεν ἂν θὰ ἔρριχνε βροχὴν ἢ νερόχιονον ― διὰ νὰ ψηλώσῃ πάλιν τραμουντάνα, νὰ πέσῃ ἄλλο χιόνι αὔριον τὸ πρωί. Ἤρκει νὰ μποροῦσε ν᾿ ἀρμενίσῃ πρύμα.
Ἔκαμψαν τὸ Καλαμάκι, παρέπλευσαν τὶς Κουκουναριές, ἔφθασαν εἰς τὴν Ἁγίαν Ἑλένην, τὴν δυτικωτέραν ἀκτήν. Ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ μιλίων διάστημα. Εἶχαν νὰ πλεύσουν ἀκόμη ἄλλο τόσον, διὰ νὰ φθάσουν εἰς τὸν ἀντικρινὸν μικρὸν ὅρμον, τὸν Πλατανιᾶν, παρὰ τὴν ἄκραν τῆς Σηπιάδος. Ἀλλ᾿ ἐκεῖ τὸν ηὗραν μαΐστρον κατάμπροστα.
Ὁ γερο-Στάθης, εἶχε περιπλεύσει μὲ αὐτὴν τὴν βάρκαν, τὴν πολλάκις καλαφατισμένην καὶ πισσωμένην, καὶ μὲ ἄλλας πρὸ αὐτῆς, ἑκατοντάκις αὐτὴν τὴν νῆσόν του, εἶχεν ἐπισκεφθῆ τρισεκατοντάκις ὅλας τὰς γειτονικὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς ὅρμους. Καὶ δὲν ἵδρωνεν εὔκολα τὸ μάτι του. Ἐμαϊνάρισε τὸ πανί, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ πλεύσῃ μὲ τέσσαρα κουπιά, δύο χειριζόμενος αὐτός, καὶ δύο ὁ υἱός του, ἐναντίον τοῦ ἀνέμου. Ἀλλ᾿ ὁ μαΐστρος ἐφαίνετο ὅτι τὸν ἐσυνερίζετο κ᾿ ἐθύμωνε περισσότερον. Ὅσον ἐδοκίμαζε νὰ προχωρήσῃ αὐτός, τόσον τὸν ἐξέπεφτεν ὁ ἄνεμος, φουρτούνα, κιαμέτ.
Ἐδοκίμασε νὰ λοξοδρομήσῃ ὀλίγον πρὸς λίβα, διὰ νὰ προσπαθήσῃ νὰ ὑπερφαλαγγίσῃ τὸν ἄνεμον, μὲ ἡμιαναπεπταμένον τὸ πανί. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος τώρα ἐγίνετο σχεδὸν πονέντης, ἐτρέπετο πρὸς δυσμάς, κ᾿ ἐτίναζε τὰ κύματα εἰς τὴν πλώρην καὶ εἰς τὴν πλευρὰν τῆς βάρκας, κ᾿ ἐμαγκάνιζεν* ὅλην τὴν σκάφην, κ᾿ ἔπνιγε τὸν μπαρμπα-Στάθην καὶ τὸν υἱόν του, φουρτούνα, ξίδι!
Ἐμαϊνάρισε πάλιν, κ᾿ ἐδοκίμασε μὲ τὰ κουπιά, νὰ «τοῦ πάρῃ τὸ χνῶτο» τοῦ ἀνέμου, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου μέρους, πρὸς ἀνατολάς. Ἀλλ᾿ ἡ σκάφη ἐκλυδωνίζετο μέχρις ἀγωνίας κ᾿ ἐκινδύνευε νὰ συντριβῇ καθ᾿ ἑαυτὴν πρὶν προφθάσῃ νὰ βουλιάξῃ. Θάλασσα, κιαμέτ!

*
Ὁ γερο-Γροῦτσος ἀνέκρουσε πρύμνην. Ἦτο παραμονὴ Χριστουγέννων, καὶ εἶχε λογαριάσει νὰ ἐπιστρέψῃ, πρὶν ξημερώσῃ ἡ ἑορτή, εἰς τὴν νῆσόν του, διὰ νὰ φέρῃ εἰς τὸν Γιάννην τὸν Μπόζαν, τὸν χασάπην, τὰ ὀλίγα ἀρνιά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐκεῖνος εἰς ἕνα κολλήγαν του, εἰς τὰ πέρα χωρία, ὅπως χρησιμεύσουν διὰ τὴν ἑορτήν. Καὶ τώρα ἐβασίλευεν ὁ ἥλιος τῆς παραμονῆς, ἥλιος λοξὰ βαδίζων βραχὺν δρόμον εἰς μίαν ἄκρην τ᾿ οὐρανοῦ, καὶ αὐτὸς ἄπρακτος καὶ ντροπαλὸς ἐπόδιζεν εἰς μίαν ἔρημον ἀκτὴν τῆς νήσου του. Ὤ, ἐκεῖ ἦτο πεπρωμένον νὰ κάμῃ Χριστούγεννα, τὴν χρονιὰν ἐκείνην!

*
Ἐνύχτωσε, κι ὁ γερο-Ντανάκιας μαζὶ μὲ τὴν κόρην του τὴν Βασώ, κορασίδα ἕνδεκα χρόνων, εἶχε κλεισθῆ εἰς τὴν καλύβην του πλησίον εἰς τὴν ἔρημον ἀκτὴν τῆς Τουρκόβιγλας, βορειότερον ὀλίγον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην. Ἡ κόρη εἶχεν ἀνάψει τὸν λύχνον, κ᾿ ἐπῆρε νὰ πλέξῃ τὴν κάλτσα της. Ὁ πατήρ της τῆς εἶπε:
― Δὲ δουλεύουν ἀπόψε· ξημερώνει Χριστούγεννα.

Ἡ μικρὴ ἀφῆκε τὴν κάλτσα της καὶ εἶπε:
― Κ᾿ εἶν᾿ ἀλήθεια, πατέρα, πὼς ἔρχονται τώρα οἱ καλλικαντζάροι;
― Ἀκοῦς ἐκεῖ! ὄρεξη νά ᾽χῃς· μιλιούνια.
― Εἶναι τόσοι πολλοί; εἶπε μὲ φρίκην ἡ κόρη. Καὶ τί κάνουν;
― Φωλιάζουν στὶς καπνοδόχους… φτύνουν ἀπάνω στὶς σοῦβλες μὲ τὸ γουρουνίσιο κρέας… Δέρνουν τὰ μικρὰ κορίτσια, ὅσα δὲν κάνουν φρόνιμα.
―Ἀλήθεια;
―Ἔρχονται καὶ χτυποῦν τὶς πόρτες, τὴν νύχτα…

Μόλις εἶπε τὴν λέξιν αὐτὴν ὁ Ντανάκιας, κ᾿ ἡ πόρτα τῆς καλύβης ἐκρούσθη βιαίως· ντούκ! ντούκ!
Τῆς μικρῆς Βασῶς τὸ αἷμα ἐπάγωσεν. Ὁ πατήρ της ὁ ἴδιος τὰ ἐχρειάσθη.

―Ἀνοῖξτε! εἶπεν ἀνδρικὴ χονδρὴ φωνή. Εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι.

Ὁ Ντανάκιας ἐδίστασεν. Εἶτα ἔλαβε θάρρος, ἀφοῦ ἐπίστευεν ὅτι δὲν ἦσαν καλλικάντζαροι.

― Ποιοὶ εἶστε;
― Εἶμ᾿ ἐγώ, ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος, ὁ καϊκτσής, κι ὁ Στεφανὴς ὁ γυιός μου.

Ὁ Ντανάκιας ἤνοιξε τὴν θύραν, εἰσῆλθεν ὁ γερο-Γροῦτσος καὶ ὁ υἱός του.

― Καλῶς σᾶς ηὕραμε!
― Καὶ ποῦ βρεθήκατε δῶ, στὸ Μανδράκι; ἠρώτησεν ὁ χωρικός.

Μανδράκι ἐκαλεῖτο γραφικῶς ὁ μικρὸς θαλάσσιος ὁρμίσκος, μία ἀγκάλη ὡραία τῆς ἀκτῆς, μὲ χαμηλὴν ὄχθην γύρω-γύρω, ὁμοιάζουσα πράγματι μὲ μάνδραν αἰγοβοσκοῦ μὲ τὸν γυρτὸν φράκτην της. Ἡ καλύβα τοῦ Ντανάκια ἀπεῖχε δέκα βήματα ἀπὸ τὸ Μανδράκι.

― Ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο; ἐπανέλαβεν ὁ ἐρημίτης.

Ὁ Ντανάκιας ἐκατοίκει ἐκεῖ ἐντὸς μεγάλου κτήματος τὸ ὁποῖον ἐξάνοιγε κ᾿ ἐκαλλιέργει ὁ ἴδιος, ὡς κολλήγας καὶ συνιδιοκτήτης μὲ ἕνα ἄνθρωπον τῆς πόλεως. Σπανίως ἔβλεπεν ἐκεῖ ἐπισκέπτας, καὶ μάλιστα τὴν νύκτα.
Ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος διηγήθη τὴν μικρὰν Ὀδύσσειάν του.

― Καὶ τώρα θὰ κάμουμε μαζὶ Χριστούγεννα ἐδῶ στὴν ἐρημιά;
― Κατὰ πῶς φαίνεται, ἐστέναξεν ὁ γερο-Ντανάκιας! Κ᾿ ἔτσι δὲν ἔχετε ἀρνιὰ κάτω στὸ χωριό;
― Ποῦ νὰ τὰ βροῦμε;
― Καὶ γιατί δὲ σφάζουν φραγκόκοττες, πατέρα; ἠρώτησεν ἡ μικρὴ Βασώ.

Ὅλοι ἐγέλασαν.
Στεφανής, πρὶν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν καλύβην, εἶχεν ἀκούσει γρυλλισμὸν ἐκεῖ πλησίον, καὶ εἶχε διακρίνει ἀμυδρῶς εἰς τὸ σκότος μίαν γουρούναν δεμένην εἰς ἕνα παλούκι, μὲ τὰ χοιρίδιά της.
― Πατέρα, εἶπεν ἀνήσυχος, κρυφὰ εἰς τὸ οὖς τοῦ μπαρμπα-Στάθη, ἔρχεσαι νὰ κλέψουμε τὴ γουρούνα μὲ τὰ γουρουνόπουλα, νὰ τὴν πᾶμε στὸ χωριό;… καὶ νὰ ποῦμε τοῦ Μπόζα, νά, αὐτὰ ηὕραμε, αὐτὰ σοῦ φέρνουμε!
― Σιώπα!

Ὣς τόσον, κατὰ τὸ «δίδου σοφῷ ἀφορμήν», ὁ μπαρμπα-Στάθης ἐσοφίσθη, καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ντανάκιαν:

― Νὰ μὴ σοῦ βρίσκονται τίποτε ἀρνάκια, Γιάννη;
― Εἶχα δυὸ-τρία.
― Μοῦ τὰ δίνεις;… νὰ πάω ἀσπροπρόσωπος στὸ χωριό;… γιὰ νὰ σοῦ σηκώσω καὶ σένα τὸ βάρος, γλήγορα.
― Θὰ φύγουμε ἀπ᾿ τὴ ζεστασιά, πατέρα;… Φουρτούνα, κιαμέτ!
―Ὅπου εἶναι τώρα, θὰ μπονατσάρῃ.
― Καὶ θὰ τὰ πληρώσῃς, καπετὰν Στάθη; Ἔχεις λεπτά;

Ὁ Στάθης ἐξεκομβώθη, κ᾿ ἐξήγαγε μίαν σακκούλαν ἀπὸ τὸν κόλπον του, κρεμαμένην ἀπὸ τὸν τράχηλον. Ἔβγαλε πέντε ἢ ἓξ ἀργυρᾶ τάλληρα.

― Νά, πάρε, Γιάννη.

Ὁ Ντανάκιας ἔτρεξε, κ᾿ ἔφερε τ᾿ ἀρνιά, ὅσα εἶχε.

Ὁ Στάθης ὁ Γροῦτσος τὰ ἐμβαρκάρισε, καὶ ἀπέπλευσε μὲ τὸν υἱόν του. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει. Ἔβαλαν πλώρην διὰ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ὅπου ἔφθασαν εἰς τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα ― τὴν ὥραν ὅπου ἡ χαρμόσυνος κλαγγὴ τῶν κωδώνων ἐκάλει τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν νυκτερινὴν Ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει...

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Υστεροφημία

Είπες κάποτε αυτά τα ποιήματα θʼ αγαπηθούν πολύ
θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι.
Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη
θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις.
Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν
ή θα ταφούν σε ανήλια σπουδαστήρια – κι είπες πάλι
ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει

https://yannisstavrou.blogspot.com 

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

να σταλάζουνε σαν δάκρυα της μέρας...

αλλά εκείνα που στον αέρα σταματούσαν
την ευτυχία μου και την ομορφιά σου για να δουν,
εκείνα που είχαν μάθει τ’όνομά μας,
εκείνα… δε θα ‘ρθουν!


https://yannisstavrou.blogspot.com 

Γκουστάβο Αντόλφο Μπέκερ
Θα ξαναρθούν τα μαύρα χελιδόνια

Θα ξαναρθούν τα μαύρα χελιδόνια
στο μπαλκόνι σου να χτίσουν τη φωλιά,
και παίζοντας στο τζάμι θα χτυπήσουν
με το φτερό ξανά,
αλλά εκείνα που στον αέρα σταματούσαν
την ευτυχία μου και την ομορφιά σου για να δουν,
εκείνα που είχαν μάθει τ’όνομά μας,
εκείνα… δε θα ‘ρθουν!

Θα ξαναρθούν τα πυκνά τα αγιοκλήματα
του κήπου σου τους φράχτες ν’ανεβούν,
και ξανά το απόγευμα, ακόμα πιο ωραία,
τ’άνθη τους θα ανοιχτούν,
αλλά εκείνα που βαριά από το δροσόπαγο
βλέπαμε τις σταγόνες τους να τρέμουν
και να σταλάζουνε σαν δάκρυα της μέρας,
εκείνα… δε θα ‘ρθουν!

Θα ξαναρθούν τα λόγια της αγάπης
στην ακοή σου ν’αντηχήσουν φλογερά,
μπορεί η καρδιά σου απ’το βαθύ της ύπνο
ν’αφυπνισθεί ξανά,
αλλά βουβός, γονατιστός, περίσκεπτος,
καθώς λατρεύουν το Θεό μπροστά στο Άγιο Βήμα,
μην πλανεύεσαι… όπως εγώ σ’αγάπησα
ποτέ από άλλον δεν θ’αγαπηθείς!

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Αντρέι Βάιντα: Ο Ιππότης του αντισοβιετισμού και της ελευθερίας!

Μέγιστος σκηνοθέτης, μέγιστος δημιουργός!
 

Λίγους μήνες πριν από το θάνατό του θα εκτελέσει το κύκνειο άσμα του, στην ηλικία των 90. AFTERIMAGE, 2016: σπαρακτική ελεγεία για τον ζωγράφο και γλύπτη Βλαντισλάβ Στρεμίνσκι που κατακρεουργήθηκε με τον πιο βάρβαρο και ανηλεή τρόπο από τον κόκκινο φασισμό και πέθανε στην κυριολεξία από την πείνα! 

"Το Afterimage είναι το πορτρέτο ενός αδιάσπαστου ανθρώπου– ενός ανθρώπου βέβαιου για τις αποφάσεις που έχει πάρει."(Αντρέι Βάιντα).

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

κρύβει τα άστρα του ο Θεός...

θα δούνε πένθιμες σημαίες στις κολώνες
και τα παράθυρα στα σπίτια τους κλειστά


https://yannisstavrou.blogspot.com 

Νίκος Γκάτσος
Ένα τραγούδι τώρα θα σας τραγουδήσω

Ένα τραγούδι τώρα θα σας τραγουδήσω
γι’ αυτούς που φύγανε και πήγανε μακριά
ήταν παιδιά σας και μια μέρα θα `ρθουν πίσω
μα η καρδιά τους δε θα βρει ποτέ γιατρειά

γι’ αυτούς απόψε βγαίνει μαύρο το φεγγάρι
για αυτούς απόψε κρύβει τα άστρα του ο Θεός

Συντρίμμια μέσα τους τα χρόνια κι οι αιώνες
κι όταν γυρίσουν σαν φαντάσματα πιστά,
θα δούνε πένθιμες σημαίες στις κολώνες
και τα παράθυρα στα σπίτια τους κλειστά

γι’ αυτούς απόψε βγαίνει μαύρο το φεγγάρι
για αυτούς απόψε κρύβει τα άστρα του ο Θεός

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Από επιστολή απλού φαντάρου στη μάνα του: "Βρε τι κανόνια, τι ντουφέκια, τι κακό/στους Ιταλούς σκορπίσαμε παντού τον πανικό/Βόηθα Χριστέ και Παναγιά και στου άγιου Ανδρέα/στη χάρη σου να φθάσωμε όλος ο στρατός παρέα".
Αλέκος Λιδωρίκης, άρθρο στην εφημ. ΝΙΚΗ, Ιανουάριος 1941
(απόσπασμα)
https://yannisstavrou.blogspot.com

«Αυτό που μου 'κανε κατάπληξη, που μου 'δωσε συγκίνηση, που έκθαμβο με κράτησε για αρκετά λεπτά, ήταν το θέαμα ενός φαντάρου, που κουρασμένος, τσακισμένος, με γένια ατίθασα και άτακτα, αιματωμένος, λασπωμένος, είχε τραβήξει μοναχός κάτω από ένα δέντρο και κάτι χάραζε σ' ένα χαρτί. Πλησίασα για να τον δω, βέβαιος πως γράφει στην μάνα, στη γυναίκα του, στο σπίτι... Μα τί μεγάλο λάθος! Με τη ορθογραφία που κρατώ, διάβασα αυτούς τους στίχους:
"Βρε τη κανόνια, τη ντουφέκια, τη κακό/στους Ιταλούς σκορπίσαμαι παντού τον πανικό/Βόηθα Χριστέ και Παναγιά και στου άγιου Ανδρέα/στη χάρη σου να φθάσωμε όλος ο στρατός παρέα".
Τον κοίταξα, με κοίταξε... Αυθόρμητα με πήρε το γέλιο, που ίσως να έμοιαζε με κλάμα...
-Βρε συ, τι κάνεις; τον ρώτησα χτυπώντας τον στον ώμο...
Σήκωσε το κεφάλι του, έξυσε τ' αγριωπά του γένια, με την παλάμη ολόκληρη. Κι απάντησε:
-Γλεντάω!
Μία λέξη... Μέσα σ' αυτήν ας διακρίνει ο αναγνώστης κάτι από το μυστήριο, το ανεξάντλητο γοητευτικό μυστήριο που κρύβει στην ψυχή του ο αγαπημένος στρατιώτης μας»

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Η γλώσσα, αυτό το ελιξίριο της νεότητας...

.. η γλώσσα: αυτή η Σταχτοπούτα της έκφρασης. Τι ωραίο παραμύθι. Αλλά όχι και τόσο παραμύθι. Η κακιά μητριά της, η σιωπή, αληθεύει.
Η γλώσσα, με το εξαίσιο χάρισμα να συλλαμβάνει τι εννοεί η άφωνη αγωνία, απλώς και μόνο διαβάζοντας το ανεπαίσθητο σάλεμα των χειλιών της.
Η γλώσσα, αυτό το ελιξίριο της νεότητας για τους γερασμένους τρόπους των αναστεναγμών.
Οι συναρπαστικοί μονόλογοι της γλώσσας. Θα διασωθεί άραγε κάτι απ’ αυτούς; Λίγα πράγματα. Όσα προφταίνει να κρυφακούσει η μνήμη του χαρτιού. Εξυπακούεται ότι το χαρτί είναι ο μονόλογος της μνήμης μας...


http://yannisstavrou.blogspot.com 

Kική Δημουλά
Περί γλώσσας

.. Πιστεύω ευλαβικά και στη σκοτεινή αδυναμία μας. Κάτι μου λέει ότι η πίσω πλευρά της είναι μια απρόοπτη σελήνη που φωτίζει αστραπιαία το άλλο περιοδικό ημισφαίριο, εκείνο της δημιουργικής απόγνωσής μας. Τώρα που το σκέπτομαι, περίεργο, δεν έχω καταλήξει τι είναι πιο χρονοβόρο, να μιλώ σε άνθρωπο ή να αγκαλιάζω τον Θεό με την ανημπόρια μιας προσευχής;

Όπως και να ναι εμμένω στην προσευχή κι ας θεωρείται πως είναι ένα αναχρονιστικό κουτί παραπόνων ξέχειλο, ξεχασμένο, μια εικόνα παραμελημένης, προαποφασισμένα αταχυδρόμητης ανάγκης. Γι’ αυτό και εμμένω. Επειδή η εμμονή είναι ένα χρέος απέναντι στον όρκο που δώσαμε στην ελπίδα, ότι δεν θα την εγκαταλείψουμε ποτέ, ούτε κι όταν εκείνη μας εγκαταλείψει.
Εντούτοις, ολωσδιόλου απελπισμένη, μπαλώνοντας και τσοντάροντας διάφορες πολυφορεμένες επινοήσεις, έδωσα σ’ αυτή την ομιλία έναν τίτλο εν γνώσει μου ότι δεν παραπέμπει σε πνευματικό άνθρωπο, όπως τουλάχιστον τον θέλει η συνταγή, να είναι ηγέτης της απήχησής του στα προβλήματα της ανθρωπότητας.

Εγώ απλώς διασωληνώνω. Γιατί όσο εντατική κι αν είναι η ματαιοπονία, μόνη της δεν τα βγάζει πέρα, χρειάζεται και επιβλέποντες.

Αν ο επίμαχος τίτλος μιμείται κάπως το χρησμό: ήξεις αφήξεις ουκ… είναι γιατί όταν μου ζητήθηκε για διαδικαστικούς λόγους το θέμα της ομιλίας ήταν ακόμα στο στάδιο του πανικού.

Κι αλήθεια, πανικό μου προκαλούσε η σκέψη ότι θα είχα, με μόνο εφόδιο τη δυστοκία μου, να εκστρατεύσω εναντίον είκοσι τουλάχιστον σελίδων που τα εδάφη τους ήταν ήδη κατεχόμενα από το πολεμοχαρές λευκό κενό. Ότι θα έπρεπε να στρατολογήσω κάπου πέντε χιλιάδες λέξεις. Οι άξιες εθελόντριες λέξεις, λιγοστές πάντα προσέρχονται. Αντίθετα, αφθονούν οι κακοποιημένες από το βιοπορισμό και την τυποποίηση, όπως κι εκείνες που λιποτακτούν στα δύσκολα, και που είναι συνήθως τα κακομαθημένα, απόλεμα, νόθα παιδιά της φαντασίας. Ανάμεσα, οι απρόβλεπτες λέξεις, οι φανατισμένες, καμικάζι που ανατινάζουν κάθε τόσο αθώους, άμαχους, χειρισμούς του λόγου.

Ποτέ, σε ποίημα ή προσευχή – το ίδιο κάνει – ούτε σε επιστολή ή σε απώλεια – το ίδιο κάνει – δε βάζω τίτλο.

Ο τίτλος μου είναι αλυσίδες. Δε με αφήνει να απελευθερωθώ από κει που ξεκίνησα και που όσο συνεχίζω, το βλέπω, άγονη γη που κατακτώ. Ενώ χωρίς τίτλο, λοξοδρομώ, και χαράζοντας επιτόπου ψευδοπεράσματα δοκιμάζω να κατευθύνομαι προς όπου μισοακούγεται θολός ήχος τρεχούμενων νερών. Φτάνοντας, και λάθος να δω ότι έκανα και νερά να μην τρέχουν, ούτε σταγόνα, δεν έχει σημασία. Εγώ πάντως το μικρό σταμνάκι μου πρόφτασα καθ’ οδόν να το γεμίσω με τον ήχο της αναβλύζουσας νοερότητας.

Ίσως πολλοί να εξέλαβαν αυτόν τον βεβιασμένο τίτλο ενός τυχοδιώκτη και άλλοι ως επαίτη. Το δεύτερο δεν προσβάλλει.

Καθετί σχεδόν που επιχειρούμε την επιτυχία επαιτεί από τη διερχόμενη τύχη. Και η προσευχή αυτό κάνει. Τείνει την άδεια παλάμη της, περιμένοντας να την ελεήσει η πίστη με Θεό.

Η πιο αλήθεια είναι ότι αυτός ο τίτλος επικράτησε ως ένας έντιμος βιογράφος της απόλυτης αδυναμίας μου να επικεντρωθώ σε ένα μόνο θέμα με στόχο του την εξαντλητική ευθεία, χωρίς πλαγιοδρομήσεις, ανάπτυξή του. Δεν ξέρω πώς να το ανεφοδιάζω κάθε τόσο με την κινητήρια εξέλιξη, πώς να ιεραρχήσω τις σημασίες, τι κενό πρέπει να αφήνω μεταξύ της σημασίας και της επιρροής που ασκεί πάνω μας, ώστε να μπορούμε να ανατρέπουμε την ιεράρχηση ανάλογα με τα συμφέροντα των συγκυριών. Ευκολότερα θα κατάφερνα να υφάνω μεταξωτούς ρόλους με νήμα αγκαθιών παρά μια λεία πλοκή με ατσάλινο νήμα συνέπειας, ορθολογισμού.

… μόνο αν μου δάνειζε ο Ηρακλής κάποιους από τους χειροδύναμους άθλους του, θα μπορούσα να κόβω τα αναφυόμενα συνεχώς κεφάλια της Λερναίας κοινοτοπίας, της υποτονικότητας, των χασμωδιών, να μπορώ να εξοντώνω τις στυμφαλίδες όρνιθες του πλατειασμού, που με τα χάλκινα ράμφη τους κατασπαράζουν την ακριβολογία, και ποιος τάχα άθλος θα με βοηθούσε να κρατώ τα χαλινάρια του ειρμού, που τόσο εύκολα αφηνιάζει γκρεμίζοντάς σε στο παραλήρημα.

Πιστεύω ακράδαντα πως όταν ο λόγος οδοιπορεί, ανάλαφρα σοφό είναι, το χιούμορ, κατά διαστήματα, να πηγαίνει καβάλα στην πλάτη της σοβαρότητας. Για να ξεκουράζεται η ίδια από το δικό της βάρος. Θα την πείσω να το δεχτεί; Κι αν ακόμα την πείσω, θα καταφέρω να προκύψει πράγματα ξεκούραστος ο λόγος;

Επιπλέον θα πρέπει να συγκρατώ τη φανατική κριτική που ανεπιφύλακτα σπεύδει να τσαλαπατάει τις φωλιές των καρπερών επαναλήψεων που συναντά στο διάβα της. Πράγματι αφθονούν σε κάποια κείμενα οι επαναλήψεις. Συνήθως, κλωτσάνε τα ίδια σχεδόν μπαγιάτικα αυγά τους. Αλλά αν το καλοσκεφτούμε, κι εμείς για να σώσουμε αυτό το ίδιο μπαγιάτικο αγωνιζόμαστε να ζήσουμε τόσο διαφορετικά.

Τι αξιολάτρευτο που είναι εντούτοις αυτό το οξύμωρο σχήμα του αγώνα μας.

Ο λόγος που θέλω να προστατεύω αυτές τις φωλιές των επαναλήψεων από την απόρριψη δεν είναι γιατί είμαι κι εγώ μια αναπόφευκτη επανάληψή μου, αλλά επειδή τίποτα δεν αποκλείει, μέσα σε κάποια απ΄ αυτές τις φωλιές, και μέσα στην κεκτημένη θερμοκρασία των επαναλήψεων, να επωάζει το νωθρό χρόνο της κάποια Σάρα ανανέωση.

… η γλώσσα: αυτή η Σταχτοπούτα της έκφρασης. Τι ωραίο παραμύθι. Αλλά όχι και τόσο παραμύθι. Η κακιά μητριά της, η σιωπή, αληθεύει.

Η γλώσσα, με το εξαίσιο χάρισμα να συλλαμβάνει τι εννοεί η άφωνη αγωνία, απλώς και μόνο διαβάζοντας το ανεπαίσθητο σάλεμα των χειλιών της.

Η γλώσσα, αυτό το ελιξίριο της νεότητας για τους γερασμένους τρόπους των αναστεναγμών.

Οι συναρπαστικοί μονόλογοι της γλώσσας. Θα διασωθεί άραγε κάτι απ’ αυτούς; Λίγα πράγματα. Όσα προφταίνει να κρυφακούσει η μνήμη του χαρτιού. Εξυπακούεται ότι το χαρτί είναι ο μονόλογος της μνήμης μας.

(Απόσπασμα από ομιλία της στην αρχαιολογική εταιρεία)

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον...

"Οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον, ὡς καὶ ὀπίσσω ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι ἐσσομένοισι" ΙΛΙΑΔΑ, Ζ 357-358
(Άχαρη μοίρα ο Δίας μας έγραψε, πολυτραγουδημένο μες στους ανθρώπους τους μελλούμενους να μείνει τ᾿ όνομά μας)
Και ποιός θεός τούς όρισε ν’ αγαπηθούν πολύ 
κι απ’ την αγάπη τους να γίνουν ποίημα του Θανάτου;...

https://yannisstavrou.blogspot.com 

Γιώργης Παυλόπουλος
Ελένη

"Οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον, 
ὡς καὶ ὀπίσσω ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι ἐσσομένοισι" 
ΙΛΙΑΔΑ, Ζ 357-358 

Πάλι γυμνή στην αγκαλιά του απόψε
όμως ο νους της γύριζε στο άλλο της κρεβάτι.

Πρώτη φορά που ένιωσε τον πόθο του αλλιώτικο
πρώτη φορά την τρόμαζαν ο έρωτας κι η νύχτα.

Χάμω στο πάτωμα τα ξεσκισμένα πέπλα της
κι η τρυπημένη ασπίδα του, παντοτινή ντροπή.

Μα ποιός αποφασίζει για το σώμα της, ποιός φταίει
που η ομορφιά της θ’ αφανίσει αύριο την Τροία;

Και ποιός θεός τούς όρισε ν’ αγαπηθούν πολύ
κι απ’ την αγάπη τους να γίνουν ποίημα του Θανάτου;

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

12 Οκτωβρίου 1944

Η απελευθέρωση της Αθήνας από την γερμανική κατοχή
Σαν σήμερα!

https://yannisstavrou.blogspot.com

μια γουλιά νερό, ένας ψίθυρος...

Αλλά στάχτες, μια γουλιά νερό,
ένας ψίθυρος, ένα σημείωμα 

Το μικρό, το λιγότερο, το μη αρκετό...

https://yannisstavrou.blogspot.com 


Stefano Benni
Μην περιφρονείτε το μικρό, το λιγότερο, το μη αρκετό

Μην περιφρονείτε το μικρό, το λιγότερο, το μη αρκετό 
Το ταπεινό, το αόρατο, το αδύναμο, το σιωπηλό
Γιατί όταν οι αγάπες και οι μάχες περνούν
Στην τελευταία βόλτα, στο γυμνό δωμάτιο
Δεν θα υπάρχει η φωτιά και το μεγαλείο,
του θριάμβου και της φανφάρας
Αλλά στάχτες, μια γουλιά νερό,
ένας ψίθυρος, ένα σημείωμα
Το μικρό, το λιγότερο, το μη αρκετό.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

τρικυμία...

Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε,
κι αφήστε το πηδάλιο στις τρικυμίας τα χέρια!
Το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!


                                                   Κώστας Ουράνης

https://yannisstavrou.blogspot.com 

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

το εντονότατο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα...

Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό...

https://yannisstavrou.blogspot.com 

Γιώργος Σεφέρης

''Μένει νὰ ξαναβροῦμε τὴ ζωή μας, τώρα ποὺ δὲν ἔχουμε πιὰ τίποτα. Φαντάζομαι, ἐκεῖνος ποὺ θὰ ξαναβρεῖ τὴ ζωή, ἔξω ἀπὸ τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες καὶ τόσες πολλὲς διδασκαλίες θὰ εἶναι κάποιος σὰν ἐμᾶς, μόνο λιγάκι πιὸ σκληρὸς στὴ μνήμη...''

(Ἀπόσπασμα, «Τετράδιο γυμνασμάτων», ἐκδ. Ἴκαρος, 1993)
*
"Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότατο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι — αδιάφορο, χαραχτηρίζει όσους από τους ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την άλλη Ελλάδα."

(Ἀπόσπασμα, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984)

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

στο φως του φεγγαριού...

Yes: I am a dreamer. 
For a dreamer is one who can only find his way by moonlight, and his punishment is that he sees the dawn before the rest of the world.
Oscar Wilde
*
Ναι: Είμαι ένας ονειροπόλος. 
Γιατί ένας ονειροπόλος είναι αυτός βρίσκει το δρόμο του μόνο στο φως του φεγγαριού, και η τιμωρία του είναι ότι βλέπει την αυγή πριν από τον υπόλοιπο κόσμο. 
Όσκαρ Ουάιλντ

https://yannisstavrou.blogspot.com 
Γιάννης Σταύρου, Το φεγγάρι μάγεψε τις αμυγδαλιές (λεπτομέρεια)

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

για μια στιγμή θνητή...

Ton seul visage d’un seul instant mortel 
Je te parlerai hors du temps j’écarterai la nuit...
*
Μόνο το πρόσωπο σου μόνο για μια στιγμή θνητή 
Θα σου μιλήσω έξω από τον χρόνο θ' απορρίψω τη νύχτα...

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Νέα γυναίκα με τσιγάρο, λάδι σε καμβά

Ζακ Μαρί Πρεβέλ
Θα σβήσω τα πικρά ίχνη της αναμονής

Θα σβήσω τα πικρά ίχνη της αναμονής
Θα σβήσω τα πικρά ίχνη της λήθης
Στα δύο ανοιχτά χέρια μου θα πάρω το πρόσωπο σου
Μόνο το πρόσωπο σου μόνο για μια στιγμή θνητή
Θα σου μιλήσω έξω από τον χρόνο θ' απορρίψω τη νύχτα
Θα επαναλάβω τις απόλυτες λέξεις
Να σου τις πω επιτέλους με τη φωνή
Του φωτός

Jacques Marie Prevel
J’effacerai les traces amères de l’attente

J’effacerai les traces amères de l’attente
J’effacerai les traces amères de l’oubli
Dans mes deux mains ouvertes je prendrai ton visage
Ton seul visage d’un seul instant mortel
Je te parlerai hors du temps j’écarterai la nuit
Je reprendrai les mots absolus
Pour te les dires enfin avec ma voix pareille
A la lumière

(Jacques PREVEL - Dans le temps dans la nuit -
Recueil : Pour toute memoire )


(*) η πρόχειρη μετάφραση δική μου

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

γι’ αυτούς απόψε βγαίνει μαύρο το φεγγάρι...

Συντρίμμια μέσα τους τα χρόνια κι οι αιώνες
κι όταν γυρίσουν σαν φαντάσματα πιστά,
θα δούνε πένθιμες σημαίες στις κολώνες
και τα παράθυρα στα σπίτια τους κλειστά... 


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Κερατσίνι, λάδι σε καμβά

Νίκος Γκάτσος
Ένα τραγούδι τώρα θα σας τραγουδήσω

Ένα τραγούδι τώρα θα σας τραγουδήσω
γι’ αυτούς που φύγανε και πήγανε μακριά
ήταν παιδιά σας και μια μέρα θα `ρθουν πίσω
μα η καρδιά τους δε θα βρει ποτέ γιατρειά

γι’ αυτούς απόψε βγαίνει μαύρο το φεγγάρι
για αυτούς απόψε κρύβει τα άστρα του ο Θεός

Συντρίμμια μέσα τους τα χρόνια κι οι αιώνες
κι όταν γυρίσουν σαν φαντάσματα πιστά,
θα δούνε πένθιμες σημαίες στις κολώνες
και τα παράθυρα στα σπίτια τους κλειστά

γι’ αυτούς απόψε βγαίνει μαύρο το φεγγάρι
για αυτούς απόψε κρύβει τα άστρα του ο Θεός

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Για τον Ρένο...

https://yannisstavrou.blogspot.com 

"Τον Ρένο Αποστολίδη τον γνώρισα από τον καλό μου φίλο Μελέτη Μελετόπουλο. Ήταν κιόλας στα πρώτα χρόνια που είχε ξεκινήσει η "Νέα Κοινωνιολογία" και ο Μελέτης έκανε στο σπίτι του συγκεντρώσεις όπου συζητούσαμε  επί ώρες με τον Ρένο για τον Ηράκλειτο, τον Νίτσε, τον ελληνικό εμφύλιο, την ελληνική διανόηση και την δική του πορεία. Στην συνέχεια τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του στην οδό Μηθύμνης και κατόπιν   στο καινούργιο του σπίτι στο Χολαργό. Ένα άλλο βράδυ με τον Μελέτη και τον καθηγητή Γιώργο Παγουλάτο πήγαμε σε μια ταβέρνα στην Πεντέλη. Η κουβέντα ως συνήθως ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και συνεχίστηκε μέχρι τις πρωϊνές ώρες στην πλατεία του Χαλανδρίου.

Δεν θα επαναλάβω πόσο έγκυρος φιλόλογος ήταν αλλά το κύριο χαρακτηριστικό ήταν να εμπνέει ένα δυνατό αίσθημα ελευθερίας που δεν συμβιβαζόταν με τίποτε  και με κανένα. Ο ίδιος αυτό το αίσθημα το πλήρωσε με μια συστηματική σιωπή έναντι του έργου του. Μια κριτική στην "Επιθεώρηση Τέχνης" για την "Πυραμίδα 67"  και έκτοτε σιωπή,σπάνια γραφόταν κάτι για το έργο του. Είναι η συνήθης τακτική να αποφεύγεται  η αντιπαράθεση με κάποιον που δεν συμφωνούμε μαζί του  με τη προσδοκία  (στην πραγματικότητα αυταπάτη γιατί η αξιοσύνη ενός υπάρχει ανεξάρτητα από τα δικά μας θετικά ή αρνητικά αισθήματα) ότι έτσι ο αντίπαλος δεν  θα  αποκτήσει υπόσταση (πολλά τα σχετικά παραδείγματα, αναφέρω ότι η σημαντική μελέτη του Γ.Καραμπελιά για το δημοτικό τραγούδι , που εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα,δεν παρουσιάστηκε σε καμία κριτική βιβλίου σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με την αντίστοιχη του Π.Μπουκάλα που  χαίρει μεγάλης προβολής από τις εφημερίδες και την ΕΡΤ).

Θεωρώ ότι  τα έργα του Ρένου για τον εμφύλιο είναι ότι πιο σημαντικό έχει γραφτεί  στην λογοτεχνία μας  για την περίοδο αυτή (το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου με κριτική διάθεση προς την  τακτική της αριστεράς  είναι συγκριτικά αναιμικό). Όμως δεν επιδέχεται  να χρησιμοποιηθεί για την ιδεολογική ανάγνωση και χειραγώγηση της ιστορίας είτε από την μια είτε από την άλλη πλευρά. Παρουσιάζει τις δύο παρατάξεις του εμφυλίου να εναλλάσσουν τους ρόλους του  θύτη και του θύματος. Τελικά βέβαια όλοι υπήρξαν χαμένοι και θύματα όμως κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να αναγνωριστεί όταν σκοπός είναι ο αντίπαλος να φορτωθεί με τις ευθύνες για ότι δυσάρεστο συνέβη."

Περισσότερα:
ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ

απρόοπτη σελήνη...

.. πιστεύω ευλαβικά και στη σκοτεινή αδυναμία μας. Κάτι μου λέει ότι η πίσω πλευρά της είναι μια απρόοπτη σελήνη που φωτίζει αστραπιαία το άλλο περιοδικό ημισφαίριο, εκείνο της δημιουργικής απόγνωσής μας...
Κική Δημουλά

https://yannisstavrou.blogspot.com 
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

καλοκαιρινά...

.. δωμάτια καλοκαιρινά όπου σ'αρέσει να γίνεσαι ένα με τη χλιαρή νύχτα, όπου το φεγγαρόφωτο, καθώς αγγίζει τα μισάνοιχτα πατζούρια, ρίχνει ως τα πόδια του κρεβατιού τη μαγεμένη του σκάλα, όπου κοιμάσαι σχεδόν στην ύπαιθρο, σαν το μελισσοφάγο που τον λικνίζει τ'αεράκι στην άκρη μιάς ακτίνας...
Μαρσέλ Προύστ

(Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, Απο τη μεριά του Σουάν Ι)

https://yannisstavrou.blogspot.com 
Γιάννης Σταύρου, Καρπούζι με σταφύλια (λεπτομέρεια) 

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Ελληνικό Δεκαπενταύγουστο

Γιορτάζουμε το δικό μας Ελληνικό Δεκαπενταύγουστο με τον μεγάλο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη! 

https://yannisstavrou.blogspot.com

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου

Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι* τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.

Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.

Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἤδη ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτον ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.

*
* *

Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του, κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρῳσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ, καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;

Βεβαίως, τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν, ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν»! Εἶτα αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.

Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.

Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.

Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ μόνος καημός του…

Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖόν του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.

*
* *

«Ἄχ! Τό ᾽χασα, τὸ καημένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!»

Ὁ γερο-Φραγκούλης ἐστέναξε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάξῃ. Τὸ καλύτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν ―τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος μεταξὺ δύο χωρισμῶν― τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…

Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνον του. Ἦτον κτῆμά του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν του· ἱερόσυλος εὐτυχῶς κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀναφανῆ εἰς τὰ μέρη αὐτά.

Ἦτον ἡ προπαραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅτε θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν, καὶ ὁ παπα-Νικόλας, ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν παπα-Νικόλαν ὁ Φραγκούλας ἔδιδε διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παπὰς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδαν αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια».

Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλας ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…

Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτον νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ἡ πανήγυρις αὐτὴ τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλας…

«Τό ᾽χασα τὸ καημένο μου, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!…»

Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμόν ―τὴν ὁποίαν ἄλλως τρυφερῶς ἠγάπα― ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ᾿ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…

Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβήσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης καὶ τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.

Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν κανόνα τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς, καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη.

Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:

«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
Καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».

… Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…

Ὁ γερο-Φραγκούλας ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων.

Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο, κεφάλι*! τὸ διάφορο, κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτο ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες, καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…

Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον, εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον, ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονοιασμένοι» ― ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν, ἀγαλλομένη.

Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῇ ἀκόμη ἡ Κούμπω ― ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι, καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κ᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτον σαράντα χρόνων, καὶ τώρα ἦτον πενηνταπέντε… Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ· καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ, «τὸ καημένο, τὸ εὐάγωγο!»

Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:

― Θά ᾽χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.

― Τί τρέχει, παπά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλας, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.

― Θὰ σοῦ ἔλθῃ τ᾿ ἀσκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα…

Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία τὰ δύο μεγαλύτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; ― καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.

― Θά ᾽ρθῃ μαζὶ κ᾿ ἡ μάννα τους;

― Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παπάς.

*
* *

Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδιασε καλά, καὶ ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρα-Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της, καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά της, ἐν συνοδίᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν σύζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά, ― εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ, παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ, καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.

Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία, καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα, μετά τινα ὥραν, ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ ἐχαιρέτισε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.

Ἤδη ἐνύκτωνε, καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανὸν τὸ ὁποῖον ἔφαγον κατὰ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταί, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἡτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν, «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν, «τὸ τάλαντον! τὸ τάλαντον!»

Εὐθὺς τότε, τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα, καὶ πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι, ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλωτῶν ξύλων ἐκεῖ ἐπάνω. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ τοῦ ψάλτου, καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια, καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἑωσοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.

Ὁ Φραγκούλας ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ―ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος― ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ Δημητρόν, τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, νὰ λέγῃ κι αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ Δημητρὸς «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον», ἤτοι δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ ἀβιάστως καὶ ἄνευ χασμωδίας ἀπὸ ἤχου εἰς ἦχον. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦτον χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρά τινα φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχαν κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περιπλοκάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχαν λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰν τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἥρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον, νὰ μὴν πατῇ τὰ κηριά, γιατὶ εἶναι κρῖμα.

Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα ―καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι ἐμελέτα εἰς τὰς ἐκλογὰς νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος― ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριά! ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα, κοντεύει… ἔχει νύχτα…»

Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν, καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριά», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα, καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν, διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβήνῃ μισοκαμένα τὰ κηριά ― καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ χριστιανοί, καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»

Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελλε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα, ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστό (διότι ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας, μὲ τὴν γερήν, κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε καὶ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου), ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ κάμῃ παρατήρησιν.

― Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κὺρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ τὸ λὲς τὸ Κύριε ἐλέησον, γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν οἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.

Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ Παναγία κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάγῃ κι ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.

Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:

― Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπαρμπα-Δημητρὸ νὰ ψάλῃ «Κύριε ἐλέησον».

Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα, καὶ τοῦ λέγει:

― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».

Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ Τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καὶ πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καί, διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «…ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.

*
* *

Τέλος, μετὰ τὴν λειτουργίαν, ὁ παπάς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του, καὶ ὀλίγοι φίλοι, ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλης ἐπανήρχετο, εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του, ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.

Πρὶν παρέλθῃ ἔτος, ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἡλικιοῦτο, ἐγίνετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατῴκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.

Αὐτὴ μόνη ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ:

―Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσῃς, λέγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά.

Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:

― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας… Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπο, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶστε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾿ Ἀργυρώ μας… γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός!…

Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη, κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν… Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμον τῆς πρωτοτόκου.

Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.

Μίαν ἡμέραν, θλιβερὰ τοῦ εἶπε:

― Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νά ᾽ρχωμαι οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα. Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες, ἐκεῖ στὸ μαχαλά, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε, καθὼς περνοῦσα: «Νά τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄντρας της…» Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα…

Τῷ ὄντι παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη, ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.

― Τί ἔχεις, κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.

―Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καημό μου!…

―Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.

Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενής, καὶ εἶχε δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθε παρὰ τὴν κλίνην της, καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμεν ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της, διὰ νὰ χαρῇ, ἦτον ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα:

― Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία… μὲ τὴν μητέρα μαζί…

Εἶπε καὶ ἀπέθανε.

Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα, ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του… Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του, εἰς τὴν ἐρημίαν..

Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτον μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο τὴν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως, «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα, «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως… καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου μὴ ἐγκαταλίπῃς με».

Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλύτερον κτῆμα· ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα καὶ νερόμυλον … καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.

«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»

Κ᾿ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, κ᾿ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·

«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι,
τῶν αἰωνίων βασάνων…»