t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντα...

Όλα αυτά τα κουρασμένα και σοβαρά πρόσωπα δεν έδειχναν καμιά απελπισία· κάτω από τον μελαγχολικό θόλο του ουρανού, με τα πόδια βυθσμένα μέσα στη σκόνη μιας γης το ίδιο απελπισμένης μ’ αυτό τον ουρανό, βάδιζαν με το υποταγμένο πρόσωπο αυτών που είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντα...
*
Tous ces visages fatigués et sérieux ne témoignaient d’aucun désespoir ; sous la coupole spleenétique du ciel, les pieds plongés dans la poussière d’un sol aussi désolé que ce ciel, ils cheminaient avec la physionomie résignée de ceux qui sont condamnés à espérer toujours...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Τραμ, τρεις άνθρωποι, λάδι σε καμβά

Σαρλ Μπωντλαίρ
Ο καθένας με τη Χίμαιρά του

Κάτω από ένα απέραντο γκρίζο ουρανό, σε μια μεγάλη σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, χωρίς χλόη, δίχως ένα γαϊδουράγκαθο, δίχως μια τσουκνίδα, συνάντησα πολλούς ανθρώπους που περπατούσαν σκυφτοί. Ο καθένας τους κουβαλούσε στην πλάτη του μια πελώρια Χίμαιρα, βαριά σαν ένα σκί αλεύρι ή κάρβουνο, ή σαν τον εξοπλισμό ενός Ρωμαίου στρατιώτη του πεζικού.

Αλλά το τερατόμορφο ζώο δεν ήταν ένα άψυχο βάρος· αντίθετα, τύλιγε και συμπίεζε τον άνθρωπο με τους ελαστικούς και δυνατούς μυς του· γαντζωνόταν με τα δυο μεγάλα νύχια του στο στήθος του υποζυγίου του· και το μυθικό του κεφάλι δέσποζε πάνω στο μέτωπο του ανθρώπου, σα μια απ’ αυτές τις φριχτές περικεφαλαίες που φορούσαν οι παλιοί πολεμιστές ελπίζοντας να τρομάξουν περισσότερο τον εχθρό. Ρώτησα έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους, να μου πει πού πήγαιναν έτσι. Μου απάντησε πως δεν ήξερε τίποτα, ούτε αυτός, ούτε οι άλλοι· αλλά πως ήταν ολοφάνερο ότι κάπου πήγαιναν, αφού τους έσπρωχνε μια ακατανίκητη ανάγκη να περπατήσουν.

Και κάτι άξιο περιέργειας: κανείς απ’ αυτούς τους ταξιδιώτες δε φαινόταν εξοργισμένος με το άγριο θηρίο που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του και κολλημένο στη ράχη του· θα ‘λεγε κανείς ότι το λογάριαζε σα μέρος του εαυτού του. Όλα αυτά τα κουρασμένα και σοβαρά πρόσωπα δεν έδειχναν καμιά απελπισία· κάτω από τον μελαγχολικό θόλο του ουρανού, με τα πόδια βυθσμένα μέσα στη σκόνη μιας γης το ίδιο απελπισμένης μ’ αυτό τον ουρανό, βάδιζαν με το υποταγμένο πρόσωπο αυτών που είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντα.

Και η πομπή πέρασε πλάι μου και βυθίστηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του ορίζοντα, στο σημείο που η στρογγυλή επιφάνεια του πλανήτη ξεφεύγει από την περιέργεια της ανθρώπινης ματιάς.

Και για λίγα λεπτά μ’ έπιασε το πείσμα να θέλω να καταλάβω αυτό το μυστήριο· αλλά γρήγορα η ακατανίκητη Αδιαφορία με κυρίεψε, και βρέθηκα πιο βαριά εξουθενωμένος εγώ παρά αυτοί από τις συντριπτικές τους Χίμαιρες.

(μετ. Εύα Μυλωνά)

Charles Baudelaire
Chacun sa chimère
(Petits poèmes en prose, 1869)

Sous un grand ciel gris, dans une grande plaine poudreuse, sans chemins, sans gazon, sans un chardon, sans une ortie, je rencontrai plusieurs hommes qui marchaient courbés.
Chacun d’eux portait sur son dos une énorme Chimère, aussi lourde qu’un sac de farine ou de charbon, ou le fourniment d’un fantassin romain.

Mais la monstrueuse bête n’était pas un poids inerte ; au contraire, elle enveloppait et opprimait l’homme de ses muscles élastiques et puissants ; elle s’agrafait avec ses deux vastes griffes à la poitrine de sa monture ; et sa tête fabuleuse surmontait le front de l’homme, comme un de ces casques horribles par lesquels les anciens guerriers espéraient ajouter à la terreur de l’ennemi.

Je questionnai l’un de ces hommes, et je lui demandai où ils allaient ainsi. Il me répondit qu’il n’en savait rien, ni lui, ni les autres ; mais qu’évidemment ils allaient quelque part, puisqu’ils étaient poussés par un invincible besoin de marcher.

Chose curieuse à noter : aucun de ces voyageurs n’avait l’air irrité contre la bête féroce suspendue à son cou et collée à son dos ; on eût dit qu’il la considérait comme faisant partie de lui-même. Tous ces visages fatigués et sérieux ne témoignaient d’aucun désespoir ; sous la coupole spleenétique du ciel, les pieds plongés dans la poussière d’un sol aussi désolé que ce ciel, ils cheminaient avec la physionomie résignée de ceux qui sont condamnés à espérer toujours.

Et le cortége passa à côté de moi et s’enfonça dans l’atmosphère de l’horizon, à l’endroit où la surface arrondie de la planète se dérobe à la curiosité du regard humain.

Et pendant quelques instants je m’obstinai à vouloir comprendre ce mystère ; mais bientôt l’irrésistible Indifférence s’abattit sur moi, et j’en fus plus lourdement accablé qu’ils ne l’étaient eux-mêmes par leurs écrasantes Chimères.

Δεν υπάρχουν σχόλια: