t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Ιστορίες της πόλης...

Και θυμήθηκα ότι μια φορά έμενα σ’ ένα σπίτι που ήταν αντίκρυ σ’ αυτό που γκρέμιζα, ένα μεγάλο σπίτι, που από καιρό έχει χαθεί, χωρίς ρυθμό, βαρύ, με γερμανικά παράθυρα ξεβαμμένα, και που τώρα στη θέση ένα άλλο από κατάλευκα μάρμαρα υψώνεται και τίποτα, τίποτα δε θυμίζει ότι εκεί υπήρχε κείνο το παλιό...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Διαγώνιος 1954, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Δημοσθένης Βουτυράς
Το παλιό σπίτι

Ο κασμάς, το σκεπάρνι, ο λοστός ρίχνανε, ρίχνανε, γκρεμίζανε τα δωμάτια με τους τοίχους τους κόκκινους, τους τριανταφυλλένιους, τους γαλάζιους, που από τόσα και τόσα χρόνια ήτανε μάρτυρες, άκουγαν, είδαν τι είχε συμβεί και τι είχε γίνει, χαρά, λύπη, πένθος, στο παλιό μεγάλο σπίτι. Οι εργάτες, άλλοι ανεβασμένοι πάνω στους μισογκρεμισμένους τοίχους, χτυπούσαν, έριχναν κάτω πέτρες, ασβέστη, άμμο, άλλοι βγάζανε πλάκες, άλλοι φόρτωναν χώματα στα κάρα, κι άλλοι χωρίζανε πέτρες, τούβλα. Κι όλοι μαζί μού φαινόντανε σαν κοπάδι από κοράκια, που τρώνε, σπαράζουνε νεκρό γιγάντιο θηρίο.

Βρισκόμουνα πάνω σε σωρό πετρών και κοίταζα το γκρέμισμα, όταν βλέπω δυο εργάτες να μου έρχονται, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο.

- Τι είναι, Μανολιό; ρώτησα τον πρώτο, έναν ψηλό, κοκκινομούρη.

- Να σας πω…

Και πριν κατεβώ καλά, αυτός ήρθε κοντά και μου είπε σιγά:

- Κύριε Μεράτη, κει κάτω είναι ένας τάφος!

Αιστάνθηκα πως το χρώμα μου άλλαζε και τρόμαξα σα να είχα κάνει εγώ το κακό.

- Τι λες; του λέω.

- Μάλιστα! Μόλις άρχισα κει κοντά που ήταν το καζάνι, τον βρήκα…

Τους είχα σε μια μεριά πέρα, που ήταν ένα ιδιαίτερο μικρό πολύ οικοδόμημα, που τώρα, απ’ αυτό, δεν υπήρχε τίποτα, να βαθύνουν το υπόγειο, αφού είχανε βγάλει τις πλάκες, για να σβήσουνε ασβέστη.

Αυτό χρησίμευε για πλυσταριό του μεγάλου σπιτιού και δεν ήταν βαθύ – με δυο σκαλοπάτια πήγαινες κάτω.

Προχωρήσαμε μαζί και πηδήσαμε στο ρηχό λάκκο κι ευθύς αντίκρισα έναν τάφο μισανοιγμένο…

Λίγα κόκαλα χεριού ήτανε πάνω στο χώμα.

- Για κάνε λίγο ακόμα!

Ο Μανολιός πήρε το τσαπί κι άρχισε με προσοχή.

- Να τον! μου λέει σε λίγο.

Πλησίασα τότε και είδα, σε μικρό βάθος, μορφή σκελετωμένη…

Μου έκανε τρομερή εντύπωση… Έτσι, μου φάνηκε σα να περίμενε, να παραμόνευε κει από κάτω, να βγει στο φως…

- Έγκλημα! είπα. Πρέπει να ειδοποιήσουμε την αστυνομία.

Αλλ’ ο Μανολιός ταράχτηκε.

- Τι, τι; Τι είπατε, κύριε Μεράτη; μου λέει, να ειδοποιήσουμε την αστυνομία; Τι λέτε; Να ’χουμε ανακρίσεις, χασομέρια;

- Έτσι πρέπει, Μανολιό!

- Μα αυτό θα ’ναι εκατό χρονών· κείνοι που το έκαναν θα έχουνε πάει στον άλλο κόσμο!

- Δεν ξέρω γω πόσο χρονώ είναι, ξέρω πως πρέπει να το πούμε…

- Εγώ λέω… κύριε Μεράτη, μ’ αφήνετε να κάνω όπως θέλω;

- Και τι θα κάνεις;

- Να!

Και ο Μανολιός με το τσαπί πέταξε τα κόκαλα δω και κει, με δύναμη. Το κρανίο κύλησε και φάνηκε να κοιτάζει ψηλά με τις τρύπες του και σα να γελούσε.

- Στάσου! έκανα στο Μανολιό, και τονε σταμάτησα καθώς σήκωνε το τσαπί να το σπάσει.

Σταμάτησε αυτός, όχι όμως χωρίς να μουρμουρίσει και να πει πάλι για χασομέρια και μπελάδες.

Έστειλα γρήγορα το σύντροφό του να ειδοποιήσει την αστυνομία.

Αυτός όμως θα ειδοποίησε πρώτα τους εργάτες, γιατί τους είδα να αφήνουν την εργασία τους και να μας έρχονται.

Σε λίγο άρχισε να μαζεύεται πυκνός πυκνός για να δει.

Πάει η εργασία!

Και τότε, μα την αλήθεια, έδωσα μεγάλο δίκιο στο Μανολιό.

Αυτή η εύρεση του σκελετού στο παλιό σπίτι, η εντύπωση που μου έκανε, σα να ταράξανε βάθη και φέρανε στην επιφάνεια πράματα θαμμένα, μια ανάμνηση παλιά, λησμονημένη φάνηκε στο νου μου.

Και θυμήθηκα ότι μια φορά έμενα σ’ ένα σπίτι που ήταν αντίκρυ σ’ αυτό που γκρέμιζα, ένα μεγάλο σπίτι, που από καιρό έχει χαθεί, χωρίς ρυθμό, βαρύ, με γερμανικά παράθυρα ξεβαμμένα, και που τώρα στη θέση ένα άλλο από κατάλευκα μάρμαρα υψώνεται και τίποτα, τίποτα δε θυμίζει ότι εκεί υπήρχε κείνο το παλιό.

Κι έμενα σ’ αυτό το σπίτι μαζί μ’ ένα φίλο μου… Μα τι να γίνεται; Ζει άραγε; Ήταν ένας ιδιότροπος αλλά καλός σύντροφος. Είχε μια μύτη μεγάλη, που τον πειράζανε άλλοι πάλι, φίλοι, και του λέγανε πως δεν ήταν άλλο παρά μύτη!

Καθόμαστε σ’ ένα δωμάτιο ψηλό, σα φωλιά ορνέων, αρσενικών όμως, έρημη από θηλυκό, καθώς έλεγε ο φίλος μου, που η κάθε ματιά τους, που έπεφτε από τα ύψη κάτω και γύρω, δεν ήτανε για ζήτηση κυνηγιού, τροφής, αλλά για κανένα όμορφο κοριτσάκι, για κανένα προσωπάκι άσπρο ή μελαχρινό, με καπέλο και φτερό, ή και χωρίς καπέλο, ξεσκούφωτο, με τσίτινο φουστάνι και ταψί στα χέρια.

Αυτός όμως, αν κι έλεγε έτσι, δεν έδινε πεντάρα γι’ αυτά τα πράματα και για τούτο ούτε πολυπρόσεξε στο αντικρινό σπίτι που, κάποτε κάποτε, ένα προσωπάκι φαινότανε σ’ ένα παράθυρο και το έκανε να λάμπει.

Η μορφή αυτής της κόρης σβηστή μένει στη μνήμη μου. Κάποτε όμως ένα χαμόγελο την ζωηρεύει και την κάνει να φανεί, να φανούν δυο μάτια καστανά, που υγρά με κοίταζαν… Αλλά γρήγορα χάνονται! Ο χρόνος έρχεται με ορμή, και σβήνει, σβήνει…

Σ’ αυτό το σπίτι, που τώρα ακολουθεί το άλλο, που μέναμε μεις και που χάθηκε, έβγαινε αυτό το κορίτσι, όλο χαρά, σαν πεταλούδα που μόλις βγαίνει στον ανθισμένο κήπο. Τι να γίνεται τώρα; Αλλά κάποτε μια άγρια μορφή κίτρινη, την ακολουθούσε, σα μετά την εμφάνιση της πεταλούδας να επρόβελνε και η σαύρα.

Και παρουσιαζότανε ρίχνοντας μια μαύρη ματιά γύρω και στο παράθυρό μας, όταν προπάντων βρισκότανε σ’ αυτό ο Ζάνερος, ο φίλος μου.

Αλλά κι αυτός άμα τον έβλεπε, αγρίευε κι έλεγε σιγά:

- Αμ ήξεραν οι Σπαρτιάτες τι κάνανε! Στο βάραθρο τον κάθε μισερό, στο βάραθρο…

Το ’λεγε αυτό, γιατί το πρόσωπο που παρουσιαζότανε ήταν ένας μεσόκοπος ραχιτικός, μελαχρινός, κίτρινος, με κατάμαυρα μάτια.

Είχαμε μάθει πως ήταν θείος της κόρης κι είχε μια γυναίκα που δε φαινότανε και πολύ στο παράθυρο, κοντή, παχιά, αλλά νόστιμη κι άσπρη, άσπρη σα χιονάτη.

Αλλ’ είπα πως ο Ζάνερος δε φρόντιζε, ούτε έδινε λεπτό για γυναίκα, και τώρα θυμήθηκα πως τον είχα ακούσει να λέει για τη γυναίκα του ραχιτικού:

- Πιο αφράτη γυναίκα δεν έχω δει! Νομίζεις ότι είναι φτιαγμένη από ασπράδι αυγού και ζάχαρη!

Και μια μέρα θυμούμαι πως τον έπιασα και να πηγαίνει πίσω της, να την καμαρώνει. Το αρνήθηκε και θύμωσε γι’ αυτό, αλλ’ εγώ το είδα…

Ήταν, είπα, θείος της κόρης ο ραχιτικός. Αλλά γιατί έκανε έτσι; Γιατί έτρεχε πίσω της, πίσω απ’ την κόρη, σα να ’τανε ζηλιάρης εραστής ή σύζυγος;

Το παράδοξο όμως πάλι ήταν πως αντί να ταράζουμαι εγώ στη θέα του, ταραζότανε ο Ζάνερος, και ταραζότανε πολύ. Μου έλεγε πως δεν μπορούσε να τον υποφέρει, να υποφέρει τη ματιά του, τον έπιανε πυρετός, δεν ήταν όλη την ημέρα καλά…

Ο ραχιτικός, καθώς φαινόταν, σε κείνον είχε ρίξει την υποψία του, γιατί, αν και πολλές φορές εμένα έπιασε στο παράθυρο, η ματιά του αδιάφορη, ψυχρή περνούσε. Ενώ, όταν έβλεπε το φίλο μου, πώς αγρίευε!

Κι οι δυο έμεναν, κοιταζόντουσαν άγρια, άγρια… Και ο φίλος μου έλεγε σιγά, καθώς ανάγκαζε το ραχιτικό ν’ αποσύρει τα μάτια του και να φύγει απ’ το παράθυρο:

- Μωρέ, καλά και άγια κάνανε οι Σπαρτιάτες! Στο βάραθρο ο κάθε μισερός, στο βάραθρο! Για το βάραθρο ήσουνα…

Αλλ’ η έχθρα του φίλου μου μεγάλωνε, έπασχε απ’ αυτή. Το έβλεπα καλά. Πολλές φορές μου ’λεγε το πρωί:

- Είδα απόψε αυτόν στον ύπνο μου, είδα πως παλεύαμε. Τον έριχνα, λέει, κάτω, αλλ’ αυτός γινότανε τόσο δυνατός, σα σίδερο, και μου ριχνότανε. Στο διάολο!

Μια νύχτα τον άκουσα να φωνάζει και τον ξύπνησα.

- Δεν ξέρεις, μου είπε, έβλεπα πάλι αυτόν… Πάλι πάλευα μαζί του και μου είχε κολλήσει στο λαιμό…

Μια μέρα η κόρη δε φάνηκε… Τι έγινε; Πού να μάθω στην αρχή; Μετά μέρες όμως έμαθα πως πήγε στην πατρίδα της, στους γονείς της. Πάει η αγάπη…

Δεν πέρασε και πολύς καιρός και μαθαίνω μια μέρα πως ο ραχιτικός ο πλούσιος χάθηκε κι ότι λέγανε πως σκοτώθηκε μόνος, πνίγηκε…

Κείνο που υποπτευόμουνα το πίστεψα τότε, ήταν αλήθεια. Αγαπούσε την ανεψιά του και γι’ αυτό σκοτώθηκε…

Και δεν το είπα και σε λίγους! Τις ίδιες μέρες έφυγε κι ο Ζάνερος, κι από τότε ούτε άκουσα τι γίνεται. Έπρεπε μάλιστα να ’ρθει για τις εξετάσεις…

Αυτά σκεπτόμουνα την άλλη μέρα το μεσημέρι, κλεισμένος στο δωμάτιό μου, γιατί η βροχή μας εμπόδισε να εργαστούμε, όταν η πόρτα μου χτύπησε σιγά.

Ήταν ένα παιδί που είχα στην εργασία κι έφερνε ένα γράμμα.

Μου ’γραφε ένας από τους εργολάβους της οικοδομής, που θα έκανα, και μου ’λεγε πως η ταμπακέρα που βρήκανε μέσα στον τάφο, μαζί με το σκελετό, είχε πάνω ένα όνομα: Π. Συνέρης.

Γρήγορα θυμήθηκα πως ήτανε το όνομα του ραχιτικού που καθότανε στο σπίτι αυτό και που είχανε πει πως είχε πέσει στη θάλασσα κι αυτή είχε γίνει ο τάφος του!

Έχει γούστο να ’ναι αυτός! είπα.

Και ήταν! Όπως απόδειξε κι η εξέταση του σκελετού, ήταν αυτός! Ενώ τον ζητούσανε στη θάλασσα, αυτός βρισκότανε κει κάτω θαμμένος…

Τώρα, τι συνέβαινε;

Εγώ δε λέω τίποτα.

Ένα πράμα μόνο έχω να σας πω, ότι τώρα περισσότερο, όταν χαλώ κανένα παλιό σπίτι, περισσότερο σκέπτομαι πόσα κρυφά δράματα, πόσες άγνωστες τραγωδίες έχουνε γίνει σ’ αυτά…

Από τη συλλογή «Τριανταδύο διηγήματα» (1921)

Δεν υπάρχουν σχόλια: