t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Γιατί πουθενά στάση δεν υπάρχει...

Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη, καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι, μας μένει στην πλαγιά, κι ο χτεσινός, μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη μιας συνήθειας...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Περίπατος στον Υμηττό. λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Οι Ελεγείες του Ντουίνο

Η πρώτη ελεγεία
(αποσπάσματα)

Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα;
κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του,
θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατώτερη ύπαρξη του.
Γιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέψει.

Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Κι έτσι κρατιέμαι, τότε, και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου.
Αχ! Ποιόν μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα;
Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη, καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι, μας μένει στην πλαγιά, κι ο χτεσινός, μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας αφήκε.

Ω! κι η νύχτα ακόμη, η νύχτα, όταν ο άνεμος πλημμυρισμένος από άπειρο, στο πρόσωπο μας δέρνει, η νύχτα, η λαχταρισμένη νύχτα, η ήρεμα απογοητευμένη που κοπιαστική θα ‘ναι στην ήρεμη καρδιά, σε ποιόν δε θα έμενε;
*
Γιατί πουθενά στάση δεν υπάρχει.

Φωνές, φωνές! Άκου, καρδιά μου, όπως, άλλοτε, μόνον Άγιοι, ακούγανε:
Από το χώμα για να τους σηκώσει η γιγαντένια κραυγή , αλλ’ εκείνοι μένανε γονατισμένοι , απίθανοι, μακρυνοί, και δεν προσέχαν:
ΕΤΣΙ έμεναν, ακούγοντας.
Όχι πως του θεού θα μπορούσες τη φωνή να υποφέρεις, κάθε άλλο.
Αλλ’ ό,τι πνέει ακρουμάσου, άκου την άπαυτη, που από σιωπή σαρκώνεται, αγγελία.
Από τους νέους αυτούς νεκρούς, ένας ψίθυρος έρχεται σε σένα.
Εκεί που πάντοτε έμπαινες, στις εκκλησίες της Ρώμης και της Νάπολης, δε σου μίλησε το πεπρωμένο τους γαλήνια;
Ή τάχα μια επιγραφή ανάγλυφη δε σου επιβλήθηκε, όπως, τώρα στερνά, η πλάκα εκείνη στη Σάντα Μαρία Φορμόζα;
Τι ζητούν από μένα ; Σιγά-σιγά θα πρέπει ν’ αφαιρέσω της αδικίας τα’ ομοίωμα που κάποτε, των πνευμάτων τους λίγο την αγνή κίνηση εμποδίζει.
Βέβαια, είναι παράξενο στη γή πια να μην κατοικείς,
Συνήθειες, που μόλις τις έμαθες, πια να μην έχεις, σε ρόδα και σε πράγματα άλλα, που όλα μια υπόσχεση ήταν, την σημασία ανθρώπινου μέλλοντος πια να μη δίνεις:
κι αυτό που υπήρξες, μέσα στην ατελεύτητη αγωνία των χεριών, πια να μην είσαι·
και τ’ όνομα το δικό σου, σαν ένα σπασμένο παιγνίδι να το εγκαταλείψεις...

(Μετ. Άρης Δικταίος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: