t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Αρχή στην πάσα συμφορά...

Μα όλο το πλήθος του χαμού, μηδέ κι αν μέρες
δέκα ιστορούσα στη σειρά, θε νάβρισκ’ άκρη.
Γιατί, νά ξέρης, σε μια μέρα ως τώρ’ ακόμα
τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη 1970, λάδι σε καμβά

Αισχύλος
Πέρσαι 

Αγγελιοφόρος προς τη βασίλισσα Άτοσσα.
Αρχή στην πάσα συμφορά, δέσποινα, κάποια
θεϊκιά κατάρα ή πονηρόν έκαμε πνεύμα,
που φάνηκε από πού δε ξέρω. Γιατί κάποιος
Έλληνας ήρθ’ από το στρατό των Αθηναίων
κ’ είπε στο γυιό σου Ξέρξη αυτά: πως άμα πέση
της μαύρης νύχτας το σκοτάδι, δε θα εμέναν
οι Έλληνες άλλο, μα στων καραβιών θα ωρμούσαν
τα σκαμνιά πάνω, για να σώση όπου προφτάση
καθένας με κρυφή φευγάλα τη ζωή του.

Και κείνος άμα τάκουσε, χωρίς νά νοιώση
το δόλο του Έλληνα, ούτε των θεών το φθόνο,
σ’ όλους τους ναύαρχούς του αυτή τη διάτα βγάζει:
Σαν παύσουν νά φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες
τη γη”, κι απλώση το σκοτάδι στον αιθέρα,
σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια
για να φυλάξουν τα στενά και τα πολύβουα
περάσματα της θάλασσας, κι ολόγυρ’ άλλα
το θείο του Αίαντα το νησί νά περιζώσουν
γιατί αν γλυτώναν οι Έλληνες τον κακό χάρο,
βρίσκοντας με τα πλοία κρυφό φευγιό από κάπου,
όλοι, να ξέρουν, θάχαναν την κεφαλή τους.

Τέτοια με πάρα θαρρετή καρδιά προστάζει,
γιατί δεν ήξερε, οι θεοί το τι του γράφαν.
Κι αυτοί μ’ όλη την τάξη και με υπάκουη γνώμη
το δείπνο τους ετοίμασαν κι ο κάθε ναύτης
καλοβαλμένα στους σκαρμούς κουπιά επερνούσε.
Κι όταν του ήλιου εχώνεψε το φως κ’ η νύχτα
κατέβαινε, τη θέση τους πήραν καθένας
κ’ οι δουλευτάδες του κουπιού κ’ οι αρματομάχοι.
Κ’ η μια την άλλη απ’ τα μακριά καράβια τάξη
παρακινόντας ξεκινούν μ’ όποια καθένας
του είχε οριστή σειρά, και στα πανιά οληνύχτα
κρατούσαν τα καράβια τους οι καπετάνιοι.

Μα η νύχτα προχωρεί, κ’ οι Έλληνες κρυφό δρόμο
νανοίξουν από πουθενά δε δοκιμάζουν
όταν όμως με τάσπρα τάτια της η μέρα
φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ’ όλο τον κόσμο,
μια πρώτ’ ακούστηκε απ’ τα μέρος των Ελλήνων
βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνη
και δυνατ’ αντιβούιζαν μαζί κ’ οι βράχοι
του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους
έπιασεν όλους, πού έβλεπαν πως γελεστήκαν.
γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλλαν τότε
σεμνόν παιάνα οι Έλληνες, μα σαν να ωρμούσαν
μ’ ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα
τη γραμμή των της σάλπιγγας φλόγιζε ό ήχος.

Κι αμέσως τα πλαταγιστά με μιας κουπιά τους
χτυπούνε με το πρόσταγμα την βαθειάν άρμη
και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας.
Το δεξί πρώτο, σε γραμμή, κέρας ερχόνταν
μ’ όλη την τάξη, κ’ έπειτα κι ο άλλος ο στόλος
από πίσω ακλουθά. Και τότε ήταν νακούσης
φωνή μεγάλη άπά κοντά: «Εμπρός, των Ελλήνων
γενναία παιδιά! νά ελευθερώσετε πατρίδα,
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους. Τώρα για όλα ‘ναι που πολεμάτε.»

Μα κι από μας βουή στην περσική τη γλώσσα
τους αποκρίνονταν και πια καιρός δεν ήταν
για χάσιμο, μα ευτύς το ένα στο άλλο επάνω
καράβι κρούει τη χάλκινην αρματωσιά του.
Το σύνθημα της εμβολής έδωσε πρώτα
ένα καράβι ελληνικό, που έσπασεν όλα
ενός φοινικικού κορώνες κι ακροστόλια,
κ’ έτσι όλοι στρέφουν ο ένας καταπάνω τάλλου.

Λοιπόν, βαστούσε στην αρχή καλά το ρέμμα
του στόλου των Περσών, μα όταν στο στενό μέσα
τόσο πλήθος στριμώχτηκαν και δεν μπορούσαν
καμμιά βοήθεια ο ένας ταλλουνού να δίνουν
κ’ οι ίδιοι με τις χαλκόστομες συμμεταξύ τους
χτυπιόνταν πρώρες, σπάνανε των κουπιών όλες
μαζί οι φτερούγες ,και, να, τότε των Ελλήνων
τα πλοία ένα γύρο με πολλή επιδεξιωσύνη
από παντού χτυπούσανε, και τα σκαριά μας
αναποδογυρίζονταν και δεν μπορούσες
να βλέπης πια τη θάλασσα που ήταν γιομάτη
από ναυάγια καραβιών κι ανθρώπων φόνο.
Και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κ’ οι ξέρες γύρου,
ενώ όσα μας εμένανε καράβια ακόμα
τόβαζαν στο κουπί φευγάλα δίχως τάξη.

Μα εκείνοι, σαν και νάτανε για θύννους ή άλλο
βόλασμα ψάρια, με κουπιά σπασμένα, ή μ’ ο,τι
συντρίμμι απ’ τα ναυάγια, χτυπούν, σκοτώνουν
κ’ ένας βόγγος απλώνονταν μαζί και θρήνος
ως τανοιχτά της θάλασσας, όσο που ή μαύρη
της νύχτας ήρθε σκοτεινιά κ’ έβαλε τέλος.
Μα όλο το πλήθος του χαμού, μηδέ κι αν μέρες
δέκα ιστορούσα στη σειρά, θε νάβρισκ’ άκρη.
Γιατί, νά ξέρης, σε μια μέρα ως τώρ’ ακόμα
τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος.

(Μετ. Ι. Ν. Γρυπάρης)

Δεν υπάρχουν σχόλια: