t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδις...

Και το καράβι σου απ' εκεί σα σώση να περάση,
δε σου ορμηνεύω πια από που το δρόμο σου να πάρης
ατός σου κρίνε· εγώ τους δυό θα σου εξηγήσω δρόμους...

http://yannisstvou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά

Ομήρου Οδύσσεια
μ
Σειρήνες. Σκύλλα. Χάρυβδις.
(Μετ. Αργύρη Εφταλιώτη)

Και πρώτα ταξιδεύοντας θα φτάσης στις Σειρήνες,
40     που όλους μαγεύουν τους θνητούς που λάχουνε κοντά τους·
όποιος σιμώση απ' αγνωσιά κι ακούση τη φωνή τους,
από γυναίκα και παιδιά χαρά να μην προσμένη
μήτε πατρίδα πως θα δη, τι με γλυκά τραγούδια
αυτές τόνε μαγεύουνε μες απ' τη λιβαδιά τους.
45     Σωρός εκεί τ' ανθρωπινά τα κόκκαλα σαπίζουν
γυμνά, που είναι το δέρμα τους χυμένο ολοτριγύρω.
Προσπέρνα τις, και στούπωνε καλά τ' αυτιά των άλλων
με μελοζύμωτο κερί να μην μπορούν ν' ακούσουν.
Κι αν ποθυμήσης ίδιος σου ν' ακούσης, ας σε δέσουν
50     ολόρθο χεροπόδαρα στου καταρτιού τη ρίζα,
κι ας καλοσφίξουν τώ σκοινιών τις άκρες στο κατάρτι,
και τότες χαίροντας θ' ακούς μακρόθε τις Σειρήνες.
Μα ανίσως και παρακαλής τους άλλους να σε λύσουν,
εκείνοι ακόμα πιο σφιχτά να δένουν τα σκοινιά σου.
55          Και το καράβι σου απ' εκεί σα σώση να περάση,
δε σου ορμηνεύω πια από που το δρόμο σου να πάρης
ατός σου κρίνε· εγώ τους δυό θα σου εξηγήσω δρόμους.
Από τη μιά είναι κρεμαστές οι πέτρες που ολοένα
60     με κύματα η γλαυκόματη τις δέρνει η Αμφιτρίτη·
αυτές Πλανούμενες τις λεν οι θεοί οι μακαρισμένοι.
Κι ουδέ πουλί τις προσπερνάει, και μήτε οι περιστέρες
την αμβροσία που φέρνουνε στο Δία τον πατέρα,
μόνε κι αυτές κάθε φορά τις παίρνει η γλιστροπέτρα·
65     μα στέλνει κι άλλην ο θεός, λειψές να μην τις έχη.
Θνητού καράβι εκείθενε δεν έφυγε, κι αν ήρθε,
μόνε καραβοσάνιδα και ανθρώπινά κουφάρια
κυλιούνται από τα κύματα κι απ' της φωτιάς τη λύσσα.
Ένα μονάχο διάβηκε της θάλασσας καράβι,
70     η κοσμολάλητη η Αργώ, γυρνώντας απ' του Αιήτη-
κι αυτή σε βράχους θά 'σπανε τρανούς, χωρίς το χέρι
της Ήρας, που λυπήθηκε τον Ιάσονα απ' αγάπη.
           Από την άλλη, οι βράχοι οι δυό, που ο ένας ανεβαίνει
στους ουρανούς, κι η σουβλερή κορφή του τους αγγίζει
75     μαύρη τον ζώνει συννεφιά, που πάντα 'ναι απλωμένη,
μηδέ λαμπρύνει η ξαστεριά ποτές το μέτωπό του,
μα ας είναι θερισμού καιρός, ας είναι χινοπώρι.
Ν' ανέβη εκεί ή να κατεβή θνητός δε θα μπορούσε
ποτές κανένας, κι είκοσι χέρια και πόδια αν είχε·
γιατ' είναι ο βράχος γλιστερός, σαν πέτρα λιστρωμένη
80     Και σπήλιο ανοίγει σκοτεινό μες στην καρδιά του βράχου,
στη Δύση, και προς στο Έρεβος· και κατακεί την πλώρη
του καραβιού θα στρέψετε, περίλαμπρε Οδυσσέα,
Μηδέ πιδέξιος τοξευτής μέσ' από το καράβι
ρίχνοντας τη σαγίτα του δε θά 'φτανε στο σπήλιο.
85     Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει·
έχει φωνούλα σκυλακιού νιογέννητου, κι ως τόσο
είναι κακότροπο θεριό, κι ούτε θνητός κανένας,
κι ούτε θεός θα χαίρονταν θωρώντας το αντικρύ του.
Έχει και πόδια δώδεκα, που ξέκρεμα είναι όλα,
90     κι έξι θεόμακρους λαιμούς, και στον καθένα απάνω
κεφάλι στέκει τρομερό με τρεις αράδες δόντια,
πυκνά και σφιχτοκάρφωτα και θάνατο γεμάτα.
Μες στο βαθύ το σπήλιο της ως τα μισά χωμένη,
από το μαύρο βάραθρο τ' άγρια κεφάλια βγάζει,
95     κι εκεί ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα στο βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα θαλασσαγρίμια,
που μύρια η κυματόβροντη τα βόσκει η Αμφιτρίτη.
Ναύτης δεν το παινέθηκε πως ξέφυγε με πλοίο
από κει πέρα απείραγος· με κάθε της κεφάλι
100     αρπάει απ' το μαυρόπλωρο καράβι κι έναν άντρα.
           Τόν άλλο χαμηλότερο, Οδυσσέα, θα δης το βράχο·
κοντά 'ναι οι δυό τους, θά 'φτανε η σαγίτα σου να ρίξης.
Μεγάλος είναι ορνιός εκεί, μυριόφυλλος, και κάτου
η θεία η Χάρυβδη ρουφάει το μελανό το κύμα.
105     Τη μέρα τρεις φορές ξερνάει, και τρεις φορές ρουφάει·
να μη σου τύχη και βρεθής την ώρα που ρουφήξη,
τι δε θα σε ξεγλύτωνε μηδέ του κόσμου ο σείστης.
Μόν' ζύγωνε το πλοίο ευτύς προς τη Σπηλιά της Σκύλλας,
και πέρναε, τι καλύτερο να κλαις έξι συντρόφους
110     του καραβιού παρά όλοι τους μαζί ν' αφανιστούνε.»
           Είπε, κι εγώ αποκρίθηκα· «Πες μου, ώ θεά, εσύ τώρα,
τη φοβερή τη Χάρυβδη σαν πως να την ξεφύγω,
μα και της Σκύλλας της φριχτής ν' αντισταθώ, αν χουμίξη;»
115          Είπα, κι η σεβαστή θεά μου απολογιέται αμέσως·
«Πάλε, καημένε, βάσανα γυρεύεις και πολέμους·
μα μήτε τους αθάνατους θεούς πια δε φοβάσαι ;
Αυτή 'ναι αθάνατο κακό, θνητή δεν είναι η Σκύλλα·
άγρια, φριχτή κι αμάχητη, Διαφέντεψη δεν έχει
120     αυτή καμιά, και κάλλιο εσύ να φεύγης απ' ομπρός της.
Τί ανίσως για ν' αρματωθής κοντοσταθής στα βράχια,
φοβούμαι μην προφτάξη αυτή, και μ' ένα χούμισμά της
όσα είναι τα κεφάλια της, τόσους σου αρπάξη ανθρώπους.
Μόνε γοργά να λάμνετε, και την Κραταιή φωνάξτε,
125     τη μάνα που τη γέννησε για το κακό του κόσμου,
και θα την εμποδίση αυτή να μην ξαναχουμίξη.


Αρχαίο Κείμενο

Σειρῆνας μὲν πρῶτον ἀφίξεαι, αἵ ῥά τε πάντας
ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφεας εἰσαφίκηται.
ὅς τις ἀιδρείῃ πελάσῃ καὶ φθόγγον ἀκούσῃ
Σειρήνων, τῷ δ᾽ οὔ τι γυνὴ καὶ νήπια τέκνα
οἴκαδε νοστήσαντι παρίσταται οὐδὲ γάνυνται,
ἀλλά τε Σειρῆνες λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ
ἥμεναι ἐν λειμῶνι, πολὺς δ᾽ ἀμφ᾽ ὀστεόφιν θὶς
ἀνδρῶν πυθομένων, περὶ δὲ ῥινοὶ μινύθουσι.
ἀλλὰ παρεξελάαν, ἐπὶ δ᾽ οὔατ᾽ ἀλεῖψαι ἑταίρων
κηρὸν δεψήσας μελιηδέα, μή τις ἀκούσῃ
τῶν ἄλλων· ἀτὰρ αὐτὸς ἀκουέμεν αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
δησάντων σ᾽ ἐν νηὶ θοῇ χεῖράς τε πόδας τε
ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾽ αὐτοῦ πείρατ᾽ ἀνήφθω,
ὄφρα κε τερπόμενος ὄπ᾽ ἀκούσῃς Σειρήνοιιν.
εἰ δέ κε λίσσηαι ἑτάρους λῦσαί τε κελεύῃς,
οἱ δέ σ᾽ ἔτι πλεόνεσσι τότ᾽ ἐν δεσμοῖσι διδέντων.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τάς γε παρὲξ ἐλάσωσιν ἑταῖροι,
ἔνθα τοι οὐκέτ᾽ ἔπειτα διηνεκέως ἀγορεύσω,
ὁπποτέρη δή τοι ὁδὸς ἔσσεται, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
θυμῷ βουλεύειν· ἐρέω δέ τοι ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθεν μὲν γὰρ πέτραι ἐπηρεφέες, προτὶ δ᾽ αὐτὰς
κῦμα μέγα ῥοχθεῖ κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης·
Πλαγκτὰς δή τοι τάς γε θεοὶ μάκαρες καλέουσι.
τῇ μέν τ᾽ οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται οὐδὲ πέλειαι
τρήρωνες, ταί τ᾽ ἀμβροσίην Διὶ πατρὶ φέρουσιν,
ἀλλά τε καὶ τῶν αἰὲν ἀφαιρεῖται λὶς πέτρη·
ἀλλ᾽ ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι.
τῇ δ᾽ οὔ πώ τις νηῦς φύγεν ἀνδρῶν, ἥ τις ἵκηται,
ἀλλά θ᾽ ὁμοῦ πίνακάς τε νεῶν καὶ σώματα φωτῶν
κύμαθ᾽ ἁλὸς φορέουσι πυρός τ᾽ ὀλοοῖο θύελλαι.
οἴη δὴ κείνη γε παρέπλω ποντοπόρος νηῦς,
Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, παρ᾽ Αἰήταο πλέουσα.
καὶ νύ κε τὴν ἔνθ᾽ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας,
ἀλλ᾽ Ἥρη παρέπεμψεν, ἐπεὶ φίλος ἦεν Ἰήσων.
"᾽οἱ δὲ δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει
ὀξείῃ κορυφῇ, νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε
κυανέη· τὸ μὲν οὔ ποτ᾽ ἐρωεῖ, οὐδέ ποτ᾽ αἴθρη
κείνου ἔχει κορυφὴν οὔτ᾽ ἐν θέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρῃ.
οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνὴρ οὐδ᾽ ἐπιβαίη,
οὐδ᾽ εἴ οἱ χεῖρές τε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν·
πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐικυῖα.
μέσσῳ δ᾽ ἐν σκοπέλῳ ἔστι σπέος ἠεροειδές,
πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον, ᾗ περ ἂν ὑμεῖς
νῆα παρὰ γλαφυρὴν ἰθύνετε, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.
οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήιος ἀνὴρ
τόξῳ ὀιστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο.
ἔνθα δ᾽ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα.
τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς
γίγνεται, αὐτὴ δ᾽ αὖτε πέλωρ κακόν· οὐδέ κέ τίς μιν
γηθήσειεν ἰδών, οὐδ᾽ εἰ θεὸς ἀντιάσειεν.
τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι,
ἓξ δέ τέ οἱ δειραὶ περιμήκεες, ἐν δὲ ἑκάστῃ
σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες
πυκνοὶ καὶ θαμέες, πλεῖοι μέλανος θανάτοιο.
μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν,
ἔξω δ᾽ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου,
αὐτοῦ δ᾽ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα,
δελφῖνάς τε κύνας τε, καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι
κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.
τῇ δ᾽ οὔ πώ ποτε ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται
παρφυγέειν σὺν νηί· φέρει δέ τε κρατὶ ἑκάστῳ
φῶτ᾽ ἐξαρπάξασα νεὸς κυανοπρῴροιο.
"᾽τὸν δ᾽ ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει, Ὀδυσσεῦ.
πλησίον ἀλλήλων· καί κεν διοϊστεύσειας.
τῷ δ᾽ ἐν ἐρινεὸς ἔστι μέγας, φύλλοισι τεθηλώς·
τῷ δ᾽ ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ.
τρὶς μὲν γάρ τ᾽ ἀνίησιν ἐπ᾽ ἤματι, τρὶς δ᾽ ἀναροιβδεῖ
δεινόν· μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειεν·
οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ᾽ ὑπὲκ κακοῦ οὐδ᾽ ἐνοσίχθων.
ἀλλὰ μάλα Σκύλλης σκοπέλῳ πεπλημένος ὦκα
νῆα παρὲξ ἐλάαν, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν
ἓξ ἑτάρους ἐν νηὶ ποθήμεναι ἢ ἅμα πάντας.᾽
"ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
εἰ δ᾽ ἄγε δή μοι τοῦτο, θεά, νημερτὲς ἐνίσπες,
εἴ πως τὴν ὀλοὴν μὲν ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν,
τὴν δέ κ᾽ ἀμυναίμην, ὅτε μοι σίνοιτό γ᾽ ἑταίρους.᾽
"ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
᾽σχέτλιε, καὶ δὴ αὖ τοι πολεμήια ἔργα μέμηλε
καὶ πόνος· οὐδὲ θεοῖσιν ὑπείξεαι ἀθανάτοισιν;
ἡ δέ τοι οὐ θνητή, ἀλλ᾽ ἀθάνατον κακόν ἐστι,
δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον οὐδὲ μαχητόν·
οὐδέ τις ἔστ᾽ ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ᾽ αὐτῆς.
ἢν γὰρ δηθύνῃσθα κορυσσόμενος παρὰ πέτρῃ,
δείδω, μή σ᾽ ἐξαῦτις ἐφορμηθεῖσα κίχῃσι
τόσσῃσιν κεφαλῇσι, τόσους δ᾽ ἐκ φῶτας ἕληται.
ἀλλὰ μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, βωστρεῖν δὲ Κράταιιν,
μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν·

Δεν υπάρχουν σχόλια: