t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

η δίκαιη Μεσημβρία συνθέτει την θάλασσα...

Όχι, όχι!… Ορθός! Μες στον αδιάκοπον αιώνα!
Σύντριψε αυτήν τη σκεφτική μορφή, κορμί μου!
Ρούφηξε, στέρνο μου, την γέννηση του ανέμου!
Μια δροσιά από τη θάλασσαν αναδοσμένη,
μου ξαναδίδει την ψυχήν… Ω δύναμη άρμης!
Για ν’ αναβρύσω ζωντανός, στο κύμα ας τρέξω!.


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, λάδι σε καμβά.

Πωλ Βαλερύ
Το θαλασσινό κοιμητήρι

‘‘Μη, φίλα ψυχά, βίον αθάνατον σπεύδε,
τάν δ’ έμπρακτον άντλει μαχανάν’’. Πίνδαρος


Η ήρεμη στέγη, όπου βαδίζουν περιστέρια,
πάλλεται ανάμεσα στα πεύκα και στους τάφους·
με φωτιές εκεί η δίκαιη Μεσημβρία συνθέτει
την θάλασσα, την θάλασσα, απ’ την αρχή πάντα!
Ω ανταμοιβή μετά απ’ τον στοχασμόν, όσο ένα
βλέμμα μακρύ στων θεών απάνω τη γαλήνη!

Ποιο, από αστραπές λεπτές, αγνό έργον αναλίσκει
αφρού ανεπαίσθητου τόσα πολλά διαμάντια,
και τι γαλήνη μοιάζει εδώ να εγκυμονείται!
Όταν πάνω στην άβυσσο ηρεμεί ένας ήλιος,
καθάρια εργόχειρα μιας αιώνιας συμφωνίας,
μαρμαίρει ο Χρόνος κι είναι τ’ Όνειρο επιστήμη.

Στέρεο ταμείον, λιτός ναός στην Αθηνά,
όγκος γαλήνης, θέασης άφθονη προμήθεια,
νερό αυστηρό, Μάτι που μέσα σου φυλάττεις,
κάτω από πέπλο φλόγινο, τόσον πολύ ύπνον,
ω σιωπή μου! Οικοδόμημα στην ψυχή μέσα,
χρυσή χιλιοκεράμιδη στέγη όμως, Στέγη!

Του χρόνου ναέ, συνοψισμένε σ’ έναν στόνο,
στο αγνό ύφος ανεβαίνω αυτό και συνηθίζω,
απ’ το θαλάσσιο βλέμμα μου τριγυρισμένος·
και σαν μεγίστη προσφορά μου προς τους Θεούς
το σπινθηροβόλημα σπείρει το γαλήνιο
μιαν απεριόριστη έπαρσην απάνω στο ύψος.

Όπως μέσα σ’ απόλαυσην ο καρπός λυώνει,
όπως την απουσία του μ’ ηδονήν αλλάζει
μες σ’ ένα στόμα όπου το σχήμα του πεθαίνει,
έτσι γεύομαι εδώ τον μέλλοντα καπνό μου,
κι ο ουρανός στην ψυχή που αναλίσκεται μέλπει
για τις βρυχώμενες ακτές που ολοένα αλλάζουν.

Ωραίε ουρανέ, αληθή ουρανέ, δες με που αλλάζω!
Μετά από τόσην έπαρση, μετά από τόσην
αλλόκοτη, μα δύναμη γεμάτην, οκνηρία,
αφήνομαι στο διάστημα αυτό το μαρμαίρον,
πάνω απ’ τα σπίτια των νεκρών διαβαίνει η σκιά μου
που με την εύθραυστή της κίνηση μ’ οικειώνει.

Με ψυχή στους πυρσούς του ηλιοστάσιου εκθεμένη,
σ’ υπερασπίζομαι, θαυμάσια δικαιοσύνη
του φωτός, που ανοικτίρμονα είναι τ’ άρματά σου!
Στην πρώτη σου τη θέση αγνή σ’ επαναφέρω:
κοιτάξου!…Αλλά το φως να επαναφερθεί πίσω
σημαίνει ένα μισό σκοτεινιασμένο από ίσκιο.

Ω για μέ μόνο, σ’ εμέ μόνο, εμέ τον ίδιο,
κοντά σε μια καρδιά, το ποίημα όπου πηγάζει,
μεταξύ του κενού και του αγνού γεγονότος,
την ηχώ ακούω του εσώτερού μου μεγαλείου,
δεξαμενή πικρή, ηχηρή και ζοφερή,
που ηχεί ένα, στην ψυχή, μελλούμενο πάντα, άδειο!

Ξέρεις, ψεύτικη αιχμάλωτη των φυλλωμάτων,
κόλπε που τα ισχνά κάγκελα αυτά τρως, τα μάτια
όταν σφαλώ, τυφλά απ’ τα μυστικά που βλέπουν,
ποιο σώμα στ’ οκνό τέλος του με παρασύρει,
ποιο μέτωπο σ’ αυτήν τη γη απ’ οστά το σύρει;
Μια σπίθα τους απόντες μου σκέφτεται εντός του.

Κλειστός, ιερός κι από μιαν άυλη φωτιάν όλος,
ένα γήινο κομμάτι στο φως προσφερμένο,
αγαπώ αυτόν τον τόπο, όπου δεσπόζουν λύχνοι,
πέτρας, χρυσού και σύσκιων δέντρων σύνθεση, όπου
πάνω σε πλήθος σκιές, μαρμάρου πλήθος τρέμει·
στους τάφους μου πλάι η θάλασσα πιστή κοιμάται!

Λάμπουσα σκύλλα, διώξε τον ειδωλολάτρη!
Όταν, μονήρης, με χαμόγελο ποιμένος,
αρνιά βοσκίζω μυστηριώδη επί πολλή ώρα,
των ήρεμών μου τάφων το λευκό κοπάδι,
τα φρόνιμα από κει να διώχνεις περιστέρια,
τους περίεργους αγγέλους, τα όνειρα τα μάταια.

Αν έρθει εδώ, το μέλλον άνεργο θα μείνει.
Την ξηρασία το ξεκομμένο έντομο ξύνει·
όλα καήκαν, διαλύθηκαν κι ανεμοπήγαν
μήτε ξέρω κι εγώ σε ποια αυστηρήν ουσία…
Η ζωή φαρδαίνει από της απουσίας τη μέθη,
κι είναι η πικρία γλυκιά, το πνεύμα είναι καθάριο.

Οι κρυμμένοι νεκροί, καλά ’ναι στη γη τούτη,
τους ζεσταίνει και το μυστήριο τους ξεραίνει.
Ψηλά και δίχως κίνηση το Μεσημέρι!
Σκέφτεται ενδόμυχα κι αυτοσυνεννογιέται…
Πλήρες κεφάλι, εντελές διάδημα που φέρεις,
η μυστική μεταλλαγή μέσα σου εγώ ’μαι.

Τους φόβους για να συγκρατείς εμέ ’χεις μόνο!
Οι αμφιβολίες μου, οι μεταμέλειές μου κι οι πιέσεις
το ελάττωμα είναι του μεγάλου διαμαντιού σου…
Μα στην κατάφορτη, απ’ τα μάρμαρά τους, νύχτα,
ένας αόριστος λαός στις ρίζες των δέντρων
κιόλας αγάλι-αγάλι εστράφη προς εσένα.

Έχουνε διαλυθεί σε μια πυκνή απουσία,
το κοκκινόχωμα το λευκόν είδος ήπιε,
μες στα λουλούδια πέρασε της ζωής το δώρο!
Τι εγίναν των νεκρών οι γνώριμες οι φράσεις,
οι ασύγκριτες ψυχές, η προσωπική τέχνη;
Εκεί που δάκρυα πλάθονταν, η νύμφη κλώθει.

Τα τσιριχτά των κοριτσιών, σα γαργαλούνται,
τα βλέφαρα τα υγρά, τα μάτια και τα δόντια,
το στήθος τ’ όμορφο, με τη φωτιά που παίζει,
το αίμα στα προσφερόμενα χείλη που λάμπει,
τα ύστερα δώρα, δάχτυλα που τα φυλάνε,
στη γη όλα πάνε κι επιστρέφουν στο παιγνίδι!

Κι εσύ, ψυχή μεγάλη, σ’ όνειρον ελπίζεις,
που τις απατηλές χροιές τούτες, που, σε μάτια
σάρκινα, έχουν χρυσός και κύμα, πια θα ’χει;
Θα τραγουδάς κι όταν ατμός θα ’χεις πια γίνει;
Αχ, όλα παν! Είναι πορώδης η ύπαρξή μου,
κι η άγια μου ανυπομονησία, κι αυτή πεθαίνει!

Κάτισχνη αθανασία κι επίχρυση και μαύρη,
φριχτά δαφνοστεφάνωτη παρηγορήτρα,
που στέρνο μητρικό τον θάνατο εμφανίζεις,
τον δόλο ευλαβικό και την απάτη ωραία!
Ποιος δεν τα ξέρει τάχα και ποιος δεν τ’ αρνιέται,
το άδειο τούτο κρανίο κι αυτό το αιώνιο γέλιο!

Βαθιοί πατέρες, ακατοίκητα κεφάλια,
που κάτω απ’ των φτυαρισματιών το τόσο βάρος
η γη είστε και μπερδεύετε τα βήματά μας,
ο αληθής σάραξ, το αναπάρνητο σκουλήκι,
για σας, κάτω απ’ την πλάκα που κοιμόσαστε, όχι
δεν είναι, από ζωή ζει, και δε μ’ εγκαταλείπει!

Αγάπη μήπως, είτε μίσος του εαυτού μου;
Το μυστικό του δόντι τόσο είναι κοντά μου
που όλα τα ονόματα μπορούν να του ταιριάζουν!
Αδιάφορο! Θωρεί, ρεμβάζει, θέλει, αγγίζει!
Τη σάρκα μου αγαπά κι ως στη στρωμνή μου απάνω,
ζω στον ζωντανό τούτον για ν’ ανήκω μόνο!

Ω Ζήνων! Σκληρέ Ζήνων! Ζήνωνα Ελεάτη!
Μ’ έχεις μ’ αυτό το φτερωτό βέλος τρυπήσει
που δονείται, πετά, και δεν πετά καθόλου!
Ο ήχος του με γεννά και το ίδιο με σκοτώνει!
Ο ήλιος!…Τι σκιά χελώνης για την ψυχήν, ο ήλιος,
ακίνητε Αχιλλέα με το μεγάλο βήμα!

Όχι, όχι!… Ορθός! Μες στον αδιάκοπον αιώνα!
Σύντριψε αυτήν τη σκεφτική μορφή, κορμί μου!
Ρούφηξε, στέρνο μου, την γέννηση του ανέμου!
Μια δροσιά από τη θάλασσαν αναδοσμένη,
μου ξαναδίδει την ψυχήν… Ω δύναμη άρμης!
Για ν’ αναβρύσω ζωντανός, στο κύμα ας τρέξω!

Ναι! Προικισμένε με μανίες μεγάλε πόντε,
δέρμα του πάνθηρα και διάτρητη χλαμύδα
με χίλιες κι άλλες χίλιες του ήλιου εξεικονίσεις,
έξαλλη απ’ τη γλαυκή σου σάρκα, απόλυτη ύδρα,
που η μαρμαίρουσα ουρά σου σε ξαναδαγκώνει,
μες σε μια ταραχή που με τη σιωπή μοιάζει,

σηκώθηκε ο άνεμος!… Τη ζωήν ας δοκιμάσω!
Το άπειρο αγέρι το βιβλίο μου ανοιγοκλείνει,
τολμά το κύμα κονιορτός από τα βράχια
ν’ αναβρύζει! Πετάξετε, έκθαμβες σελίδες!
Κύματα, μ’ εύθυμα νερά αυτήν τη γαλήνια
στέγη, όπου φλόκοι τρώγανε, συντρίψετέ την!

(Μετ. Άρης Δικταίος)

Paul Valéry
Le cimetière marin

Ce toit tranquille, où marchent des colombes,
Entre les pins palpite, entre les tombes;
Midi le juste y compose de feux
La mer, la mer, toujours recommencee
O récompense après une pensée
Qu'un long regard sur le calme des dieux!

Quel pur travail de fins éclairs consume
Maint diamant d'imperceptible écume,
Et quelle paix semble se concevoir!
Quand sur l'abîme un soleil se repose,
Ouvrages purs d'une éternelle cause,
Le temps scintille et le songe est savoir.

Stable trésor, temple simple à Minerve,
Masse de calme, et visible réserve,
Eau sourcilleuse, Oeil qui gardes en toi
Tant de sommeil sous une voile de flamme,
O mon silence! . . . Édifice dans l'ame,
Mais comble d'or aux mille tuiles, Toit!

Temple du Temps, qu'un seul soupir résume,
À ce point pur je monte et m'accoutume,
Tout entouré de mon regard marin;
Et comme aux dieux mon offrande suprême,
La scintillation sereine sème
Sur l'altitude un dédain souverain.

Comme le fruit se fond en jouissance,
Comme en délice il change son absence
Dans une bouche où sa forme se meurt,
Je hume ici ma future fumée,
Et le ciel chante à l'âme consumée
Le changement des rives en rumeur.

Beau ciel, vrai ciel, regarde-moi qui change!
Après tant d'orgueil, après tant d'étrange
Oisiveté, mais pleine de pouvoir,
Je m'abandonne à ce brillant espace,
Sur les maisons des morts mon ombre passe
Qui m'apprivoise à son frêle mouvoir.

L'âme exposée aux torches du solstice,
Je te soutiens, admirable justice
De la lumière aux armes sans pitié!
Je te tends pure à ta place première,
Regarde-toi! . . . Mais rendre la lumière
Suppose d'ombre une morne moitié.

O pour moi seul, à moi seul, en moi-même,
Auprès d'un coeur, aux sources du poème,
Entre le vide et l'événement pur,
J'attends l'écho de ma grandeur interne,
Amère, sombre, et sonore citerne,
Sonnant dans l'âme un creux toujours futur!

Sais-tu, fausse captive des feuillages,
Golfe mangeur de ces maigres grillages,
Sur mes yeux clos, secrets éblouissants,
Quel corps me traîne à sa fin paresseuse,
Quel front l'attire à cette terre osseuse?
Une étincelle y pense à mes absents.

Fermé, sacré, plein d'un feu sans matière,
Fragment terrestre offert à la lumière,
Ce lieu me plaît, dominé de flambeaux,
Composé d'or, de pierre et d'arbres sombres,
Où tant de marbre est tremblant sur tant d'ombres;
La mer fidèle y dort sur mes tombeaux!

Chienne splendide, écarte l'idolâtre!
Quand solitaire au sourire de pâtre,
Je pais longtemps, moutons mystérieux,
Le blanc troupeau de mes tranquilles tombes,
Éloignes-en les prudentes colombes,
Les songes vains, les anges curieux!

Ici venu, l'avenir est paresse.
L'insecte net gratte la sécheresse;
Tout est brûlé, défait, reçu dans l'air
A je ne sais quelle sévère essence . . .
La vie est vaste, étant ivre d'absence,
Et l'amertume est douce, et l'esprit clair.

Les morts cachés sont bien dans cette terre
Qui les réchauffe et sèche leur mystère.
Midi là-haut, Midi sans mouvement
En soi se pense et convient à soi-même
Tête complète et parfait diadème,
Je suis en toi le secret changement.

Tu n'as que moi pour contenir tes craintes!
Mes repentirs, mes doutes, mes contraintes
Sont le défaut de ton grand diamant! . . .
Mais dans leur nuit toute lourde de marbres,
Un peuple vague aux racines des arbres
A pris déjà ton parti lentement.

Ils ont fondu dans une absence épaisse,
L'argile rouge a bu la blanche espèce,
Le don de vivre a passé dans les fleurs!
Où sont des morts les phrases familières,
L'art personnel, les âmes singulières?
La larve file où se formaient les pleurs.

Les cris aigus des filles chatouillées,
Les yeux, les dents, les paupières mouillées,
Le sein charmant qui joue avec le feu,
Le sang qui brille aux lèvres qui se rendent,
Les derniers dons, les doigts qui les défendent,
Tout va sous terre et rentre dans le jeu!

Et vous, grande âme, espérez-vous un songe
Qui n'aura plus ces couleurs de mensonge
Qu'aux yeux de chair l'onde et l'or font ici?
Chanterez-vous quand serez vaporeuse?
Allez! Tout fuit! Ma présence est poreuse,
La sainte impatience meurt aussi!

Maigre immortalité noire et dorée,
Consolatrice affreusement laurée,
Qui de la mort fais un sein maternel,
Le beau mensonge et la pieuse ruse!
Qui ne connaît, et qui ne les refuse,
Ce crâne vide et ce rire éternel!

Pères profonds, têtes inhabitées,
Qui sous le poids de tant de pelletées,
Êtes la terre et confondez nos pas,
Le vrai rongeur, le ver irréfutable
N'est point pour vous qui dormez sous la table,
Il vit de vie, il ne me quitte pas!

Amour, peut-être, ou de moi-même haine?
Sa dent secrète est de moi si prochaine
Que tous les noms lui peuvent convenir!
Qu'importe! Il voit, il veut, il songe, il touche!
Ma chair lui plaît, et jusque sur ma couche,
À ce vivant je vis d'appartenir!

Zénon! Cruel Zénon! Zénon d'Êlée!
M'as-tu percé de cette flèche ailée
Qui vibre, vole, et qui ne vole pas!
Le son m'enfante et la flèche me tue!
Ah! le soleil . . . Quelle ombre de tortue
Pour l'âme, Achille immobile à grands pas!

Non, non! . . . Debout! Dans l'ère successive!
Brisez, mon corps, cette forme pensive!
Buvez, mon sein, la naissance du vent!
Une fraîcheur, de la mer exhalée,
Me rend mon âme . . . O puissance salée!
Courons à l'onde en rejaillir vivant.

Oui! grande mer de delires douée,
Peau de panthère et chlamyde trouée,
De mille et mille idoles du soleil,
Hydre absolue, ivre de ta chair bleue,
Qui te remords l'étincelante queue
Dans un tumulte au silence pareil

Le vent se lève! . . . il faut tenter de vivre!
L'air immense ouvre et referme mon livre,
La vague en poudre ose jaillir des rocs!
Envolez-vous, pages tout éblouies!
Rompez, vagues! Rompez d'eaux rejouies
Ce toit tranquille où picoraient des focs!

Δεν υπάρχουν σχόλια: