t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

τις ατέλειωτες πλούσιες φυλλωσιές του δάσους...

Η καμπάνα σήμανε μακριά. Με πήραν απ' το χέρι κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε αμίλητοι τη χωματένια σκάλα. Ψηλά από πάνω μας φαινότανε ο ουρανός σκούρος γαλάζιος, στολισμένος με τα πρώτα αστέρια...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Δάσος, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Έ. Χ. Γονατάς
To δάσος

Ανεβαίνοντας το λόφο αντίκρισα στον ορίζοντα τις ατέλειωτες πλούσιες φυλλωσιές του δάσους, που τις λίκνιζε ο άνεμος. Δεν ένιωσα όμως καμιά δροσιά στην ψυχή μου. Φτάνοντας στην κορφή παρατήρησα πως ο λόφος κι από την άλλη μεριά ήταν ολότελα γυμνός. Σ' όλη την έκταση γύρω ούτε ένας κορμός δέντρου. Μόνο στον ουρανό πλέανε αθόρυβα τα φύλλα, τα αμέτρητα πράσινα φύλλα πού είχα δει από μακριά, σα δίχτυα κρεμασμένα πάνω απ' τα κεφάλια μας. Τρέμανε όλα μαζί στον αέρα, μα δε σκόρπιζαν, όπως τ' αστέρια, μ' όλο πού κανένα κλαδί, κανένα κοτσάνι δεν τα βαστούσε.

Δεν κρατήθηκα. "Και πώς ξεκουράζονται εκεί τα πουλιά;", είπα.

"Σ' αυτά τα δέντρα έρχονται μόνο οι σκιές των πουλιών να καθίσουν", μου εξήγησαν ήσυχα με μια φωνή οι δύο άγνωστοι που με συντροφεύαν.

"Ναί. Βλέπω", φώναξα. "Κοπάδια πουλιά κουρνιάζουν στα φυλλώματα χωρίς τα κορμιά τους".

Οι σύντροφοι μου κοιτάχτηκαν μ' απορία.

"Εσύ ποιός είσαι που μπορείς και τα βλέπεις;", γυρίζει και μου λέει ανήσυχος ο ένας. Πριν προλάβω ν' απαντήσω, σκύβει στον διπλανό του και τους ακούω που ψιθυρίζουν:

"Πώς βρέθηκε αυτός μαζί μας; Για δώσ' μου τον κατάλογο να ρίξω μιά ματιά".

"Δεν τον έχω απάνω μου. Μα τί τον ρωτάς; Αφού είδε, δικός μας θα 'ναι κι αυτός. Σ' τό 'χω ξαναπεί, να κλείνεις καλά όταν βγαίνεις".

Για πρώτη φορά τους πρόσεξα καλύτερα, τυλιγμένους στο λεπτό μενεξεδί φως του δειλινού. Φορούσαν τα ίδια ρούχα, τα ίδια πουκάμισα, τις ίδιες άσπρες γραβάτες και τα χλωμά τους πρόσωπα με το μικρό μαύρο μουστάκι ήταν ολόιδια.

"Είσαστε δίδυμοι;", τους ρώτησα.

Δε μ' απάντησαν. Έστησαν μπρος μου έναν μεγάλο καθρέφτη. Κοιτάχτηκα κι είδα πως φορούσα κι εγώ τα ίδια ρούχα, την ίδια γραβάτα και πως το πρόσωπο μου, αγνώριστο, κατακίτρινο, ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με το δικό τους.

Η καμπάνα σήμανε μακριά. Με πήραν απ' το χέρι κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε αμίλητοι τη χωματένια σκάλα. Ψηλά από πάνω μας φαινότανε ο ουρανός σκούρος γαλάζιος, στολισμένος με τα πρώτα αστέρια. Άνοιξαν τη φαρδιά καγκελόπορτα και μ' έσπρωξαν σ' έναν απέραντο κήπο, γεμάτον άσπρους στρογγυλούς βράχους. Πουθενά δε φαίνονταν λουλούδια. Μονάχα πρασινάδες. Όμως μιά γνώριμη άχνα ανέβαινε μέσα απ' τη γη, μεθυστική σα λιβάνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: