t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Καλή Ανάσταση!

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Εξοχική Λαμπρή

Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες*, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον* καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.
Ὅλα αὐτὰ διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δύο ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθῆ· ὁ δὲ παπα-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾽ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντικρὺ ἐκτεινομένας ἀκτάς, ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπαροίκους, τοὺς «κουκκουβίνους ἢ κουκκοσκιάχτες»*, ὅπως τοὺς ὠνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα· ἀλλὰ κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθῆ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπί τινας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπα-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορειοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν, ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.
Τινὲς εἶπον γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν· ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναῖκά του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, χωρικὸς ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπ᾽ ἔξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα», καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε», ― οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπεν ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.
Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως, ἦτο ὁ παπα-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτο «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μέ τινας τῶν ἐξωμεριτῶν, καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτο ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾽ ἀποσώνῃ* τὰ παιδιὰ» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὗτος, ὡς οἱ πλεῖστοι τοῦ γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.
Τοῦτο ναί, ἀληθεύει, ἀλλ᾽ οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς, πενόμενοι καὶ δυσπραγοῦντες, ἐπιτακτικὴν ἔχοντες ἀνάγκην νὰ θρέψωσι τὰ τέκνα των, φαίνονται ὡς πλεονέκται, καὶ καταντῶσι νὰ μὴ τρέφωσι πλέον ἐμπιστοσύνην οὐδ᾽ εἰς αὐτοὺς τοὺς συλλειτουργούς των. Τοῦτο ἔπασχε καὶ ὁ παπα-Κυριάκος, ὅστις ἐπεθύμει μὲν νὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τοὺς χωρικούς, διότι ἦτο ἀνοιχτόκαρδος καὶ ἤθελε νὰ χαρῇ καὶ αὐτὸς ὀλίγην Ἀνάστασιν καὶ ὀλίγην ἄνοιξιν, ἀλλ᾽ ἐδυσπίστει εἰς τὸν συνεφημέριόν του, καὶ ἔπειτα δὲν ἤθελε νὰ ἀφήσῃ τὴν ἐνορίαν μὲ ἕνα μόνον ἱερέα τοιαύτην ἡμέραν. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ παπα-Θεοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ συνεφημέριός του, τὸν παρεκίνησε νὰ ὑπάγῃ, εἰπὼν ὅτι καλὸν ἦτο νὰ μὴ χάσωσι καὶ τὸ εἰσόδημα τῶν Καλυβιῶν, αἰνιττόμενος ὅτι τά τε ἐκ τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ ἔσοδα καὶ τὰ τῆς ἐξοχικῆς παροικίας, ἀμφότερα ἐξ ἴσου θὰ τὰ ἐμοιράζοντο.
Τοῦτο δὲν ἔπεισε τὸν παπα-Κυριάκον, τῷ ἐνέπνευσε μάλιστα πλείονας ὑποψίας· ἀλλ᾽ ὅτε ἠρώτησε τὴν γνώμην τοῦ συλλειτουργοῦ του, ἦτο ἤδη κατὰ τὰ ἐννέα δέκατα ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγῃ· ἔπειτα ὑπεχρέωσε τὸν υἱόν του Ζάχον, μορφάζοντα καὶ μεμψιμοιροῦντα, νὰ παραμείνῃ ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῷ κατάσκοπος εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα, νὰ παραλάβῃ τὸ μερίδιον τῶν προσφορῶν καὶ συλλειτουργικῶν, καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὅτε θὰ ἀνέτελλεν ἤδη ἡ ἡμέρα, ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια παρ᾽ αὐτῷ.
*  *  *
Ἡ Πούλια ἦτο ἤδη ὑψηλά, «τέσσαρες ὧρες νὰ φέξῃ», καὶ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἐξύπνισε τὸν ἱερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον ἐκ στερεοῦ ξύλου καρυᾶς καὶ πλῆκτρον, περιήρχετο τὰ Καλύβια θορυβωδῶς κρούων ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς.
Εἰσῆλθον εἰς τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου. Εἷς μετὰ τὸν ἄλλον προσήρχοντο οἱ χωρικοὶ μὲ τὰς χωρικάς των καὶ μὲ τὰ καλά των ἐνδύματα.
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητόν.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ τὰ λέγῃ ὅλα ἀπ᾽ ἔξω, τὴν προκαταρκτικὴν προσευχὴν καὶ τὸν Κανόνα, τὸ Κύματι θαλάσσης.
Ὁ παπα-Κυριάκος προέκυψεν εἰς τὰ βημόθυρα, ψάλλων τὸ Δεῦτε λάβετε φῶς.
Ἤναψαν τὰς λαμπάδας κ᾽ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾽ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκεῖαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, 〈τῶν〉 ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων, καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς, «neige odorante du printemps»*.
Ψαλέντος τοῦ Χριστὸς ἀνέστη, εἰσῆλθον πάντες εἰς τὸν ναόν. Θὰ ἦσαν τὸ πολὺ ἑβδομήκοντα ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παῖδες.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα, ὁ δὲ ἱερεύς, ἅμα ἀντιψάλλων αὐτῷ ἐξ ἀνάγκης ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ βήματος, ἡτοιμάζετο «νὰ πάρῃ καιρόν»*, καὶ ἀφοῦ τελέσῃ τὸν ἀσπασμόν, νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν λειτουργίαν.
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, εἰσῆλθεν ἢ μᾶλλον εἰσώρμησεν εἰς τὸ ναΐδιον, ἀκολουθούμενος ὑπὸ δύο ἄλλων ὁμηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παῖς, ὑψηλὸς ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ἀσθμαίνων καὶ ἐν ἐξάψει. Ἦτο ὁ Ζάχος, ὁ υἱὸς τοῦ παπα-Κυριάκου.
Εἰσέβαλε πνευστιῶν εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς τὸν ἱερέα. Ἡ φωνή του ἠκούετο ἀπὸ τοῦ χοροῦ, ἀλλ᾽ αἱ λέξεις δὲν διεκρίνοντο.
Ἰδοὺ τί ἔλεγεν ἐν τούτοις·
―  Παπά, παπά!…
(Τὰ παπαδόπουλα ἐκάλουν συνήθως παπὰ τὸν πατέρα των.)
―  Παπά, παπά!… ὁ παπα-Σφοντύλας… ἀπ᾽ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργιές… ἀπ᾽ τ᾽ ἁι-βῆμα ἡ πεθερά του… κ᾽ ἡ παπαδιά… κουβαλοῦν… ἀπ᾽ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργιές… τοὺς εἶδα… ἀπ᾽ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργιές… ἀπ᾽ τ᾽ ἁι-βῆμα… κ᾽ ἡ πεθερά του… κ᾽ ἡ παπαδιά…
Μόνος ὁ παπα-Κυριάκος ἦτο ἱκανὸς νὰ βγάλῃ νόημα ἀπὸ τὰ ἀσυνάρτητα ταῦτα καὶ ἀσθματικὰ τοῦ υἱοῦ του. Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐξήγησε τὰ λεγόμενα· «Ὁ παπα-Θοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ σύντροφός του εἰς τὴν ἐνορίαν, ἔκλεπτε τὰς προσφοράς, μεταβιβάζων αὐτὰς διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἱεροῦ βήματος εἰς χεῖρας τῆς συζύγου καὶ τῆς πενθερᾶς του».
Ἴσως τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀληθές, ὅσον ὁ Ζάχος ἤθελε νὰ τὸ παραστήσῃ. Διότι οὗτος, ἀγαπῶν ὡς ὅλοι οἱ νέοι τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν διασκέδασιν, μετὰ δυσκολίας εἶχεν ὑπακούσει εἰς τὸ πατρικὸν κέλευσμα, ὅπως μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀφορμὴν θὰ ἐζήτει διὰ νὰ τὸ στρίψῃ καὶ μεταβῇ εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομὴν εἰς τὰ Καλύβια, ἀφοῦ μάλιστα εὐκόλως εὕρισκε συνοδοιπόρους ὁμήλικας.
Ἀλλ᾽ ὁ παπα-Κυριάκος δὲν ἐσυλλογίσθη τίποτε. Ἐξήφθη ἀμέσως, ἠγανάκτησε, δὲν ἐκρατήθη. Ἥμαρτεν. Ἀντὶ δὲ νὰ καταφέρῃ σφοδρὸν ράπισμα κατὰ τῆς παρειᾶς τοῦ υἱοῦ του, καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ἥσυχος τὸ καθῆκον του… ἀπέβαλεν εὐθὺς τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐξεδύθη τὸ φαιλόνιον, καὶ διασχίσας τὸν ναὸν ἐξῆλθεν, ἀποφεύγων τὸ βλέμμα τῆς πρεσβυτέρας του, ἥτις τὸν ἔβλεπεν ἔντρομος.
Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς κάτι ὑπώπτευσεν ἐκ τῶν κινημάτων τούτων, καὶ ἐξῆλθε κατόπιν του.
Εἰς πεντήκοντα δὲ βημάτων ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ναοῦ, μεταξὺ τριῶν δένδρων καὶ δύο φρακτῶν, ὁ ἑπόμενος διάλογος συνήφθη·
―  Παπά, παπά, ποῦ πᾷς;
―  Θὰ ᾽ρθῶ βλογημένε, τώρα, ἀμέσως πίσω.
Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Ἀλλὰ τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι εἶχεν ἀπόφασιν νὰ καταβῇ εἰς τὴν πόλιν καὶ ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν κλοπὴν ἀπὸ τὸν συνεφημέριόν του! Εἰς τὸ βάθος δὲ τῆς συνειδήσεώς του ἔλεγεν ὅτι εἶχε καιρὸν νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, καὶ τελέσῃ τὴν λειτουργίαν.
―  Ποῦ πᾷς; ἐπέμενεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός.
―῍Ας διαβάζῃ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, κ᾽ ἔφθασα.
Ἐλησμόνει ὅτι ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναγνώσῃ ἄλλα ἢ ὅσα ἀπὸ στήθους ἐγνώριζεν.
― Ἀφήνω καὶ τὴν παπαδιά μου, ἐδῶ, βλογημένε, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Κυριάκος, ἀμηχανῶν τί νὰ εἴπῃ· σᾶς ἀφήνω τὴν παπαδιά μου!
Καὶ λέγων ἔτρεχεν.
Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς ἐπανῆλθε κατηφὴς ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
―  Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ, ἐψιθύρισε.
*  *  *
Μεγίστη ἀπορία ἐπεκράτει ἐν τῷ παρεκκλησίῳ. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζον ἐρωτηματικῶς ἀλλήλους. Ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο.
Αἱ γυναῖκες ἠρώτων τὴν παπαδιὰ νὰ εἴπῃ αὐταῖς τί τρέχει· ἀλλ᾽ αὕτη ἦτο ἡ ὀλιγώτερον πάντων τῶν ἄλλων γνωρίζουσα.
Ἐν τούτοις ὁ ἱερεὺς ἔτρεχεν, ἔτρεχεν. Ὁ ψυχρὸς ἀὴρ ἐδρόσισεν ὀλίγον τὸ μέτωπόν του.
―  Καὶ πῶς νὰ θρέψω ἐγὼ τόσα παιδιά, ἔλεγεν, ὀκτώ, μὲ συμπάθειο, κ᾽ ἡ παπαδιὰ ἐννιά, κ᾽ ἐγὼ δέκα! Ὁ ἕνας νὰ σὲ κλέφτῃ ἀπ᾽ ἐδῶ, κι ὁ ἄλλος ἀπ᾽ ἐκεῖ!…
Πεντακόσια βήματα ἀπὸ τοῦ ναοῦ, ὁ δρόμος ἐκατηφόριζε, καὶ κατήρχετό τις εἰς ὡραίαν κοιλάδα. Εἷς νερόμυλος εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς κλιτύος ἐκείνης, παρὰ τὴν ὁδόν.
Ἀκούσας ὁ ἱερεὺς τὸν ἡδὺν μορμυρισμὸν τοῦ ρύακος, αἰσθανθεὶς ἐπὶ τοῦ προσώπου του τὴν δρόσον, ἐλησμόνησεν ὅτι εἶχε νὰ λειτουργήσῃ (πῶς καὶ ποῦ νὰ λειτουργήσῃ;) καὶ ἔκυψε νὰ πίῃ ὕδωρ. Ἀλλὰ τὸ χεῖλός του δὲν εἶχε βραχῆ ἀκόμη, καὶ αἴφνης ἐνθυμήθη, ἀνένηψεν.
―Ἐγὼ ἔχω νὰ λειτουργήσω, εἶπε, καὶ πίνω νερό;…
Καὶ δὲν ἔπιε.
Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν.
―  Τί κάμνω ἐγώ, εἶπε, ποῦ πάω;
Καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ·
―Ἥμαρτον, Κύριε, εἶπεν, ἥμαρτον! μὴ μὲ συνερισθῇς.
Ἐπανέλαβε δέ:
―Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν… συγχωρήσῃ… κ᾽ ἐκεῖνον κ᾽ ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου.
ᾘσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.
―Ὦ Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα.
Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήσῃ.
―  Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό, εἶπε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω! Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!… «Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!…» Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν, ὅπου μετ᾽ ἀγαλλιάσεως οἱ χωρικοὶ τὸν εἶδον.
Ἐτέλεσε τὴν ἱερὰν μυσταγωγίαν, καὶ μετέδωκεν εἰς τοὺς πιστούς, φροντίσας νὰ καταλύσῃ διὰ στόματος αὐτῶν ὅλον τὸ ἅγιον ποτήριον. Αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησεν, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα.
*  *  *
Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Β´ Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους, παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.
Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.
Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλῶνας τῶν δένδρων, καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεια-Κρατήρας, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες, καὶ ζηλεύῃ ὁ σύζυγός της.
Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθώ, δεκαπεντοῦτις κόρη ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε λέγουσα· «Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾽ ἄστρα… Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»
Τὸ βέβαιον ἦτο ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾽ ἐπὶ κάλλει οὔτε ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾽ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾽ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.
Ὁ παπα-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαγχροινήν, ἀγαθωτάτην, ἥτις ἐν ἀθῳότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾽ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλῃ οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στριφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.
Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπαρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνῃ ὡς οὐδεὶς ἄλλος τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικώτατα δι᾽ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.
Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπαρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἑπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς·
―  Χριστὸς Ἀνέστη! ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας!
Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον, εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν·
―  Γειά μας! καλὴ γειά! διάφορο! καλὴ καρδιά! Παπά μ᾽, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾽! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπά σ᾽ καὶ τὰ παιδάκια σ᾽! Ξάδερφε Θοδωρή! νὰ ζήσῃς, νὰ τς χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾽ νὰ τρέξῃς καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Συμπεθέρα Κρατήρα! Νὰ χαίρεσαι, μ᾽ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνιψιὲ Γιώργη! Τίμια στέφανα! στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε. Κουμπάρα Κυπαρισσού! μὲ μιὰ καλὴ νύφη, νὰ ζήσῃς, νὰ χαρῇς! ἐβίβα ὅλοι! Τέ-περ-τε*! Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Σμπεθέρα Ξαθή! καλὴ λευθεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα μὲ τὸ καλό!
Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξεν ἡ πόσις.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ, κατ᾽ ἄλλον ὅμως στενώτερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναῖκά του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾽ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν·
―  Μπρόμ!
―  Πιὲ κὶ δό μ᾽!
―  Μὲ κρασί!
―  Καλῶς τ᾽ν ἀγάπη μ᾽ τὴ χρυσῆ!
Καὶ πιὼν αὐτός, μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθήν, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.
Εἶτα ἤρχισαν τὰ ᾄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾽ ὁ ἰδιορρυθμότερος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπαρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς ταχτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῷα, πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτῶνα μὲ ἀνοικτὰς χειρῖδας, βραχεῖαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια*. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμῃ Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτοκάρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπαρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιὲς»* ἢ «χαλκοδέρες»*. Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτο ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπαρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε, ― νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!…
Ὁ μπαρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη κατ᾽ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς·
Κ᾽στὸ - μπρὲ - Κ᾽στὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θ α ν ά τ ω ν,
θάνατον μ π α τ ή σ α ς,
κ᾽ ἔ ν τ ο ι ς - ἔ ν τ ο ι ς μνήμασι,
ζωὴν π α μ μ α κ ά ρ ι σ τ ε!

Καὶ ὅμως, μεθ᾽ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδείς ποτε ἔψαλεν ἱερὸν ᾆσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην· «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν…»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!
*  *  *
Περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος (διότι αἱ γυναῖκες ἐπεφυλάττοντο διὰ τὴν Δευτέραν καὶ τὴν Τρίτην ὅπως χορεύσωσι τὸν συρτὸν καὶ τὴν καμάρα), καὶ ὁ παπα-Κυριάκος, μετὰ τῆς παπαδιᾶς καὶ τοῦ Ζάχου, ὅστις ἐγλύτωσε τὸ ξύλο χάριν τῆς ἡμέρας (διότι ὁ πατήρ του εἶχε θυμώσει εἶτα κατ᾽ αὐτοῦ, ὡς γενομένου αἰτίου τῆς χασμωδίας ἐκείνης), ἀποχαιρετίσαντες τὴν συντροφιάν, κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.
Ὁ παπα-Κυριάκος ἔδωκε πλῆρες εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸ ἀπὸ τῆς ἐξοχῆς μερίδιον, καὶ οὔτε κατεδέχθη νὰ κάμῃ λόγον περὶ τῆς ὑποτιθεμένης κλοπῆς.
Ἐν τούτοις ὁ παπα-Θοδωρὴς οἴκοθεν τῷ εἶπεν ὅτι τὸ ἐκ τῆς ἐνορίας μερίδιόν του εὑρίσκετο ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, τοῦ παπα-Θοδωρῆ. Ἔκρινε καλόν, εἶπε, νὰ μετακομίσῃ διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἁγ. βήματος οἴκαδε καὶ τὰ δύο μερίδια, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τινὲς τῶν ἄγαν ἐπιπολαίων καὶ γλωσσαλγῶσιν ὅτι οἱ ἱερεῖς ἔχουν δῆθεν πολλὰ εἰσοδήματα. «Ὁ κόσμος ξιππάζεται, εἶπεν, ἅμα μᾶς ἰδῇ μιὰ καλὴ μέρα νὰ πάρουμε τίποτε λειτουργιές, καὶ δὲν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καὶ μῆνες παρέρχονται ἄγονοι!»
Ἐντεῦθεν ἡ παρανόησις τοῦ Ζάχου.

(1890)

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Κυρίως για γάτες - αλλά και για σκύλους και ανθρώπους...

Καιρός να ξαποστάσουμε λίγο από το κακό των ημερών...
Τι καλύτερο από τα ποιήματα του Έλιοτ για τις γάτες!
Λοιπόν, λίγο από γάτες, λίγο από σκύλους - και λίγο από ανθρώπους....

 
Ζωγραφική - Εικονογράφηση, Edward Gorey

Τ. Σ. Έλιοτ

ΠΩΣ ΑΠΟ - ΚΑΛΟΥΜΕ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ

Αφού διαβάσατε λοιπόν για Γάτων τόσα είδη
Ίδια με μένα άποψη θα σχηματίσατε ήδη:
Δεν ωφελεί, δεν γίνεται κανείς να προσπαθήσει
Τη φύση αυτού του πλάσματος να την κατανοήσει.
Ξέρετε τώρα αρκετά, να το παραδεχτείτε
Και πόσο μοιάζουνε με μας μπορείτε να το δείτε
Με σας, με μένα και μ'  αυτούς που δίπλα μας περνάνε
Που είναι όλοι αλλιώτικοι κι άλλα μυαλά φοράνε:
Υπάρχουν γάτοι γνωστικοί, υπάρχουν και τρελάρες
Γάτοι αξιοσέβαστοι και γάτοι σαχλαμάρες
Άλλοι καλοί, άλλοι κακοί - μα όλοι με αξία
Και όλοι επιδέχονται ομοιοκαταληξία.
Κι αν τώρα μάθατε πολλά, ονόματα, συνήθειες,
Πώς παίζουν, πώς εργάζονται, κι άλλες μικρές αλήθειες,
Έχουμε κάτι βασικό ακόμα να σκεφτούμε:
Πώς είναι πρέπον τα Γατιά να τα απο-καλούμε;

Εγώ σας λέω κατ' αρχήν - και σας μιλώ σαν φίλος -
Ποτέ μην το ξεχάσετε: ΔΕΝ ΕΙΝ' Η ΓΑΤΑ ΣΚΥΛΟΣ!
Οι σκύλοι υποκρίνονται συχνά πως ξεσαλώνουν
Μα μοναχά γαβγίζουνε και σπάνια δαγκώνουν
Και γενικώς μπορεί κανείς εύκολα να τους κρίνει:
Είναι ψυχή απλοϊκή ο Σκύλος - τι να γίνει;
(Τέτοιο κανόνα βέβαια οι Πικς*  δεν τον φοβούνται
Τ' απίθανα Σκυλοφρικιά μπορούν να εξαιρούνται)
Ο Σκύλος πάντως ο κοινός, ο τρέχων, ο συνήθης,
Είναι χαζοχαρούμενος και ελαφρώς ευήθης.
Τον κάνεις από ηδονή κι από χαρά να λιώνει
Αν τον χαϊδέψεις μοναχά κάτω απ' το σαγόνι.
Κι αν τον χτυπήσεις φιλικά στην πλάτη θα τον ρίξεις
Το ίδιο και την μπροστινή πατούσα αν του σφίξεις
Θα κυλιστεί στα πόδια σου, χαλί να τον πατήσεις
Α, είν'  ο σκύλος αφελής, κάνει ό,τι θελήσεις.

Σας το θυμίζω πάλι εδώ και σας το λέω σταράτα:
Ναι, το Σκυλί είναι Σκυλί - ΚΙ Η ΓΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΓΑΤΑ

 
Ζωγραφική - Εικονογράφηση, Edward Gorey

Στις γάτες ένα τυπικό πρέπει ν' ακολουθούμε:
Εάν δεν μας μιλήσουνε να μην τις ενοχλούμε.
Σαφώς, όχι υπερβολές, γιατί ό,τι κι να πείτε,
Κάποια μικρή προσφώνηση πάντοτε απαιτείται.
Μα η Γάτα οικειότητες πολλές δεν αγαπάει
Κι αυτό δεν επιτρέπεται κανείς να το ξεχνάει.
Εγώ, π.χ., αν Γάτα δω, ευθύς -θέλω δε θέλω-
Ευγενικά θα υποκλιθώ βγάζοντας το καπέλο.
Θα την αποκαλέσω δε, κομψά και κυριλάτα
Προσεχτικά, λακωνικά - πολύ απλά, "Ω ΓΑΤΑ!"
Αν τύχει όμως κι είν' καμιά Γάτα γειτόνισσά μου
Που συναντιόμαστε συχνά μπρος στο διαμέρισμά μου,
θάρρος θα έχω σχετικό και ίσως να τολμήσω
"ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΓΑΤΑ" να της πω και να την προσφωνήσω.
Βέβαια έχω ακουστά ότι τη λεν Εσπρέσο
Μα είν' νωρίς με τ' όνομα να την απο-καλέσω.
Μια Γάτα πριν καταδεχτεί φίλους της να σας κάνει
Θέλει ένα δείγμα ιπποτισμού, κάτι να τη γλυκάνει:
Μια προσφορά εκτίμησης, όπως λίγη κρεμούλα
Πίτα Στρασβούργου εκλεκτή, ψητό ή γαλοπούλα.
Κάτι του γούστου της κανείς πρέπει να την τρατάρει,
Λίγο πατέ ή σολομό, ή μια μπουκιά χαβιάρι.
(Γνωρίζω κάποια Γάτα εγώ που άλλο μεζέ δε θέλει
Και τίποτα δε δέχεται εκτός από κουνέλι.
Δωσ' της κουνέλι και θα δεις, θα γλείφει τα μουστάκια
Κι όλη τη σάλτσα θα τη φάει κι όλα τα κρεμμυδάκια)
Λοιπόν όταν σ' απόσταση μια Γάτα σας κρατάει
Τον εαυτό της σέβεται και σέβας σας ζητάει.
Κι αν έμπρακτα το δείξετε πάτε με τα νερά της,
Θα την απο-καλέσετε τέλος με τ'  όνομά της!

Έτσι είναι τα πράγματα, να το παραδεχτείτε
Τις Γάτες με ευπρέπεια πρέπει ν' απο-καλείτε.


Τ. Σ. Έλιοτ, Το εγχειρίδιο της πρακτικής Γατικής του γέρο Πόσουμ
Απόδοση: Παυλίνα Παμπούδη, Γιάννης Ζέρβας
Εικονογράφηση: EDWARD GOREY
Εκδ. Άγρα

T.S. ELIOT

THE AD - DRESSING OF CATS

You've read of several kinds of Cat,
And my opinion now is that
You should need no interpreter
to understand their character.
You now have learned enough to see
That Cats are much like you and me
And other people whome we find
Possessed of various types of mind.
For some are sane and some are mad
And some are good and some are bad
And some are better, some are worse -
But all may be described in verse.
You've seen them both at work and games,
And learnt about their proper names,
Their habits and their habitat:
But
How would you ad-dress a Cat?

So first, your memory I'll jog,
And say: A CAT IS NOT A DOG.

Now Dogs pretend they like to fight;
They often bark, more seldom bite;
But yet a Dog is, on the whole,
What you would call a simple soul.
Of course I'm not including Pekes,
And such fantastic canine freaks.
The usual Dog about the Town
Is much inclined to play the clown,
And far from showing too much pride
Is frequently undignified.
He's very easily taken in -
Just chuck him underneath the chin
Or slap his back or shake his paw,
And he will gambol and guffaw.
He's such an easy-going lout,
He'll answer any hail or shout.

Again I must remind you that
A Dog's a Dog - A CAT'S A CAT.

With Cats, some say, one rule is true:
Don't speak till you are spoken to.
Myself, I do not hold with that -
I say, you should ad-dress a Cat.
But always keep in mind that he
Resents familiarity.
I bow, and taking off my hat,
Ad-dress him in this form: O CAT!
But if he is the Cat next door,
Whom I have often met before
(He comes to see me in my flat)
I greet him with an OOPSA CAT!
I've heard them call him James Buz-James -
But we've not got so far as names.
Before a Cat will condescend
To treat you as a trusted friend,
Some little token of esteem
Is needed, like a dish of cream;
And you might now and then supply
Some caviare, or Strassburg Pie,
Some potted grouse, or salmon paste -
He's sure to have his personal taste.
(I know a Cat, who makes a habit
Of eating nothing else but rabbit,
And when he's finished, licks his paws
So's not to waste the onion sauce.)
A Cat's entitled to expect
These evidences of respect.
And so in time you reach your aim,
And finally call him by his NAME.

So this is this, and that is that:
And there's how you AD-DRESS A CAT.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Εκεί κοντά στον άξενο λαό με τη νεκρή πατρίδα...

Εκεί. Μακριά από τον ανελέητο άνθρωπο. Μακριά
απ' όσους διανέμουνε τη γη. Δίχως φυγή και δίχως γυρισμό... 

 


Ιλαρίε Βορόνκα (1903 - 1946)
Ο λαός μου φάντασμα

Ανάμεσα σε θάλασσα καϊ γη, λιθάρια κι' ουρανό.
Με το ξερό ψωμί του δρόμου. Με το σκουριάρικο κρασί του δάσου.
Το έργο μου τελειωμένο. Τα εργαλεία μου
όργανα πια για μουσική.

Και τ' αντικείμενα τη φλογισμένη μνήμη διαπερνώντας
σε λόγια μεταβάλλονται.

Στην εσχατιά της γης, έδω, το τελευταίο χνάρι ανθρώπων.
Συνάντηση. Ο άνεμος χτυπάει μέσα στους αφρούς σπαθιά νερών.
Κόβουν πουλιά την μοναξιά γεωμετρικά.
Και της ζωής τα πρόσωπα αντιδείχνονται.

Ο ήλιος δύει στο αλατισμένο βλέφαρό μου.
Σε φύκια αγνάντια και παρέες των ψαριών,
το πρόοωπό μου ραγισμένο από αγέρα,
τα χείλια μου σφιχτά, αυγή και δειλινό σαν ένας ήχος.

Κυνήγι δίχως δίχτυα, δίχως όπλα.
Ένα με τα βράχια. Προς το Νοτιά
αφρών αετοί. Μόνος με τελειωμένο το έργο μου,
ανάμεσα σε γη και δάκρυα.
Της ψαρικής τα σύνεργα γίνηκαν άρπες, τα τουφέκια μου αυλοί.

Μα η καρδιά αιώνια βάρκα του Οδυοσέα
που στ' όνειρό του τι νησιά περνάει
σε οίστρους καινούργιων αρχιπελάγων τ' αγγίζει,
από ένα λόγο, ένα γέλιο, χτίζεται μία πόλη.
Σ' αυτή την εσχατιά της γης θα περιμένω
περάσματα νησιών, παράξενα πτηνά που λάμνουν μέσα στα σχοινιά.

θα σε γνωρίσω φάντασμα κάτω απ' τα καραβόπανα
ηπείρων ταξιδιάρικων. Εκεί κοντά στον άξενο λαό με τη νεκρή πατρίδα
είναι η θέση μου. Εκεί στη Νήσο Φάντασμα
θα 'ρθώ με όργανα μουσικής και πλήρης ημερών.

Καιρός της εξορίας; Όχι. Φυγή μέσ' απ' τους παγετώνες του ύπνου; Όχι.
Το σκουλήκι του άλγους στραγγαλισμένο μέσ' το μήλο της πληγής.
Μα ως τότε, δίχως δάκρια, δίχως εργαλεία,
στα ράχτα εκείνα, στην πιο ακρινή παρυφή ηπείρου,
ανάμεσα σε άγρια βράχια κι' ανταριασμένα κύματα
που ανεβάζουν το άσπρο γάλα των αφρών
μέχρι την πείνα μου τη μάνητα του αγέρα.

Εκεί. Μακριά από τον ανελέητο άνθρωπο. Μακριά
απ' όσους διανέμουνε τη γη. Δίχως φυγή και δίχως γυρισμό.
Η φωνή λησμονημένη μέσα μου σαν έναέ γράμμα μέσα σε βιβλίο.
θα περιμένω το Λαό μου Φάντασμα, το Νησί μου Φάντασμα.

μτφ: Κώστας Ασημακόπουλος

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα...

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους... 

 


Τάκης Σινόπουλος
12 Παραθέματα

1.  Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα
ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.

Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.

Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι
αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.

Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που
περπατάνε οι δολοφόνοι.

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους.
«Ακόμη μια νύχτα», XVI. Χρονικό, 1975. Συλλογή ΙΙ. Ερμής, 1980. 182.

2.  [...] Η Ελένη
σώμα σιωπής κλεισμένο νόμισμα σπηλιά όπου κατεβαίνεις
ολοένα στα τυφλά ― τόσοι πολεμιστές
βουλήθηκαν να το κουρσέψουνε σε πολιτείες κινδύνων.
«Άσμα XI», 12-15. Άσματα, 1953. Συλλογή Ι. Ερμής, 1976. 77.

3.  Τάχα σε ποιες ημέρες βρίσκεται η καταγωγή τούτου του πόνου
εκεί που ακινητούνε τα όνειρα και μοιάζουν γεγονότα.
«Άσμα XI», 24-25. Άσματα, 1953. Συλλογή Ι. Ερμής, 1976. 77-78.

4.  Θέλω να καταλάβετε πως μ’ έχτισαν.
Κι αυτός. Κι η μάνα του. Κι οι πράξεις μου.
«Η εκδοχή της Ιωάννας», 1-2. Το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου, 1961. Συλλογή Ι. Ερμής, 1976. 247.

5.  Αν ζει αν υπάρχει ακόμα η ποίηση τούτο το χρωστάμε σε κείνη την ασήμαντη την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων.
Η ποίηση της ποίησης, 1964. Συλλογή I. Eρμής, 1976. 315.

6.  Η αναζήτηση της αλήθειας ή του θαύματος πέρα από την τυπική χρήση των λέξεων σε ωθεί σ’ αποκαλύψεις που ποτέ δεν υποπτεύθηκες σχέσεις της μνήμης και του χρόνου με το σώμα σου αναγκαιότητες των σπλάχνων σου ξεριζώματα απ’ την ίδια σου την ύπαρξη τόσο οδυνηρά που τότε μόνο νιώθεις πως οι λέξεις και τα πράγματα ζούνε μιαν αυθύπαρκτη ζωή και σε πείσμα της νομιμότητας αναζητούν μια καθαρότερη έκφρασή τους.
Η ποίηση της ποίησης, 1964. Συλλογή I. Eρμής, 1976. 315.

7.  Μιλώντας τόσο πολύ για την πείνα ξεχάσαμε να προστατέψουμε το ψωμί. Τώρα στο ερμάρι τα ποντίκια χαίρονται τρομαχτικές ελευθερίες.
Η ποίηση της ποίησης, 1964. Συλλογή I. Eρμής, 1976. 315.

8.  Το ποίημα ποτέ δεν είναι παρόν. Είναι μονάχα παρελθόν και μέλλον. Ανάμνηση και προσμονή. Απουσία από τα πράγματα και προβολή σε μια πραγματικότητα που υπήρξε ή θα υπάρξει κάποτε μέσα σε μια άξαφνη στιγμή που θάναι τότε όλος ο χρόνος.
Η ποίηση της ποίησης, 1964. Συλλογή I. Eρμής, 1976. 315.

9.  Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά και το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει παντού μια φανταστική ευτυχία που ποτέ δε θα πυρποληθεί.
Η ποίηση της ποίησης, 1964. Συλλογή I. Eρμής, 1976. 317.

10.  Αυτός επάλευε με τα βουνά. Λοιπόν τον καταβρόχθισαν οι λάκκοι απέξω από το σπίτι του.
Η ποίηση της ποίησης, 1964. Συλλογή I. Eρμής, 1976. 317.

11.  Ανάμεσα στην πραγματικότητα και σε μένα υπάρχει ο μύθος της πραγματικότητας όπου τα πράγματα χαίρονται την παράλογη πλευρά της ύπαρξής τους.
Η ποίηση της ποίησης, 1964. Συλλογή I. Eρμής, 1976. 317.

12.  Για κάθε ποίημα ισχύει ένας κανόνας. Ό,τι κυκλοφορεί σε πρώτη αίσθηση σαρώνεται από μιαν άλλη αίσθηση που φέρνει στην επιφάνεια εκθαμβωτικές αποκαλύψεις.
Η ποίηση της ποίησης, 1964. Συλλογή I. Eρμής, 1976. 318.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

καμιά σπίθα δεν απόμεινε μέσα μας...

Τώρα τι να ελπίσουμε;
Η άσπρη σιωπή του χιονιού είναι πιο βουβή κι απ' το μαύρο θάνατο...

Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, λάδι σε καμβά


Νίνα Κοκκαλίδου - Ναχμία (1920-2002)
Αδιάφοροι

Στα λασπωμένα πεζοδρόμια γονατίσαμε
ν' αρπάξουμε της χαράς τον ψίθυρο,
υψώσαμε τα μάτια μας στα παράθυρα
να θρέψουμε την πείνα μας με μια καλημέρα
κι όταν πια το χιόνι αποκοίμισε
το σφύριγμα και του τελευταίου αλήτη
άρπαγες και μη γίναμε αδιάφοροι.
Τα κλαδιά και τα χέρια μας
ήταν το ίδιο φορτωμένα με παγωνιά,
καμιά σπίθα δεν απόμεινε μέσα μας
να συνδαυλίσει τη φωταψία των ονείρων μας.

Ακόμα και στους κινηματογράφους οι διαφημίσεις
τοιχοκολλούσαν ανθρώπους με μίσος στα μάτια και στα χέρια
με λιονταροτόμαρα στ' αλύγιστα κορμιά
με δίσκο επαιτείας στην ψυχή.

Τον τόπο μας δεν τον αναγνωρίζαμε,
τις ανάβρες που ερωτικά ρουφούσαν τ' αθώα μας χείλη
τις νανούριζε στα σπλάχνα της η γη
κι ο ήλιος πιο ξένος απ' τον ξένο
ξαπλώθηκε πάνω στο χορτάρι κι ήπιε
τη δρόσο που ασήμωνε τα γυμνά μας πόδια.

Τώρα τι να ελπίσουμε;
Η άσπρη σιωπή του χιονιού είναι πιο βουβή κι απ' το μαύρο θάνατο.

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Τα πάντα γίνονται κομμάτια...

Η τελετή της αθωότητας πνίγεται .
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση , ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι απ' την ένταση του πάθους . 



Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς
Δευτέρα παρουσία

Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν' ακούσει πια το γερακάρη ,
Τα πάντα γίνονται κομμάτια , το κέντρο δεν αντέχει
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ' το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός , και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται .
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση , ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι απ' την ένταση του πάθους .

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά
Η Δευτέρα Παρουσία ! Δεν  πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mondi
Θολώνει τη ματιά μου : κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και κεφάλι ανθρώπου ,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος
Κινείται με μηρούς αργούς , ενώ τριγύρω
Στροβιλίζονται ίσκιοι αγαναχτισμένων πουλιών
Το σκοτάδι ξαναπέφτει , τώρα όμως ξέρω
Πως είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά ,
Και ποιο ανήμερο θεριό , μια που ήρθε τέλος η ώρα του ,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί κατά τη Βηθλεέμ .

μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

διαρκής κατάσταση αχαλίνωτης ανομίας...

Πρέπει λοιπόν να αναμένονται βίαιοι ανταγωνισμοί και συγκρούσεις, και μέσα σ' όλα αυτά ως ο χειρότερος κίνδυνος ίσως δεν θ' αποδειχθεί καν ο πόλεμος, παρά μια διαρκής κατάσταση αχαλίνωτης ανομίας. Δεν αποκλείεται η πολιτική, αφού έχει ήδη λάβει οικονομικό χαρακτήρα, να λάβει στο μέλλον χαρακτήρα βιολογικό, σε περίπτωση όπου θα αναγκαζόταν να συρρικνωθεί στην κατανομή ζωτικών αγαθών...
Παναγιώτης Κονδύλης 

Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Από συνέντευξη του Παναγιώτη Κονδύλη στον Marin Terpstra, καθηγητή στο Nijmegen (1993):

"Οι απολογητές του δυτικού συστήματος, που πανηγυρίζουν τη νίκη του πάνω στον κομμουνισμό, διαιωνίζουν την τωρινή στιγμή και μιλούν για το τέλος της ιστορίας.
Το συναφές με τούτο εδώ τέλος των ιδεολογιών θα έρθει, όπως λέγεται, επειδή μία από τις ιδεολογίες αυτές επιβλήθηκε τάχα και εξάλειψε τις υπόλοιπες• αν η νικηφόρα ιδεολογία θα ισχύει εις τους αιώνας των αιώνων, τότε προφανώς οι διανοούμενοι θα έχουν λίγα πράγματα να κάμουν. Η δική μου διάγνωση διαφέρει ριζικά από τέτοιες κατασκευές. Κατά τη γνώμη μου ούτε η ιστορία τελείωσε ούτε στο μέλλον θα εκλείψει η απολογητική ή πολεμική δραστηριοποίηση των διανοουμένων. Στο τέλος της έφτασε απλώς μία ιστορική εποχή, και μαζί της στέρεψαν τώρα τα τρία μεγάλα πολιτικά-ιδεολογικά ρεύματα που τη χαρακτήρισαν: ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός (η κοινωνική δημοκρατία). Στα πολιτικά μου έργα εξήγησα διεξοδικά πώς οι ιδεολογίες αυτές έχασαν βαθμηδόν τους κοινωνικούς τους φορείς και τις κοινωνικές τους αναφορές, έτσι ώστε η χρήση τους έγινε αυθαίρετη, και μάλιστα εναλλακτική.

Η κατάρρευση του κομμουνισμού έκαμε τις πολιτικές μας έννοιες ακόμη πιο περιττές. Γιατί μόλις τώρα, μετά το εξαιρετικά δραματικό κοσμοϊστορικό επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, έρχονται στην επιφάνεια οι βαθύτερες κινητήριες δυνάμεις της μελλοντικής πλανητικής πολιτικής, οι οποίες συσσωρεύονταν, πολλές φορές ανεπαίσθητα, κάτω από τη Θυελλώδη πολιτική ιστορία του 20ού αι.

Μια τρομακτική ένταση δημιουργείται τώρα από το γιγάντωμα μαζικοδημοκρατικών προσδοκιών σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ παράλληλα ο πλανήτης γίνεται στενότερος εξ αιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης και της διαγραφόμενης σπανής οικολογικών και λοιπών αγαθών.

Πρέπει λοιπόν να αναμένονται βίαιοι ανταγωνισμοί και συγκρούσεις, και μέσα σ' όλα αυτά ως ο χειρότερος κίνδυνος ίσως δεν θ' αποδειχθεί καν ο πόλεμος, παρά μια διαρκής κατάσταση αχαλίνωτης ανομίας. Δεν αποκλείεται η πολιτική, αφού έχει ήδη λάβει οικονομικό χαρακτήρα, να λάβει στο μέλλον χαρακτήρα βιολογικό, σε περίπτωση όπου θα αναγκαζόταν να συρρικνωθεί στην κατανομή ζωτικών αγαθών. Αν στο πλαίσιο αυτό θα γεννηθούν νέες ιδεολογίες ή θα χρησιμοποιηθούν κατάλοιπα των παλαιών σε νέα συσκευασία, αυτό εξαρτάται από την υφή και την ένταση των συγκρούσεων.

Δύσκολα μπορώ να φαντασθώ ότι θα υπάρξουν πολλά περιθώρια για ιδεολογική δραστηριότητα αν οι άνθρωποι αναγκασθούν να πολεμήσουν για τροφή, νερό ή και αέρα• ήδη σήμερα οι λεγόμενοι «οικονομικοί πρόσφυγες» δεν διαθέτουν κάποιαν ευκρινή ιδεολογία. Αν ωστόσο, μέσα σε πιο υποφερτές καταστάσεις, διαμορφωθούν καινούργιες ιδεολογίες, τότε η μορφή και το περιεχόμενο τους θα προσδιορισθούν από τον χαρακτήρα των υποκειμένων και των συνομαδώσεων της πλανητικής πολιτικής: θα είναι άραγε έθνη, θα είναι πολιτισμοί, θα είναι ίσως φυλές;

Ό,τι κι αν είναι πάντως, θα υπάρξουν διανοούμενοι που θα προσφέρουν τις ιδεολογικές τους υπηρεσίες στην εκάστοτε «δικαία υπόθεση». Είναι σήμερα μόδα να παραπονιούνται οι πάντες, κατόπιν εορτής, για την εύκολη ιδεολογική παραπλάνηση των «πνευματικών ανθρώπων» και να καυτηριάζουν σε νέες παραλλαγές την trahison des clercs. Αλλά αυτός ήταν ανέκαθεν ο ρόλος των διανοουμένων: να παράγουν ιδεολογία, να προσφέρουν συνθήματα αξιοποιήσιμα στην πράξη. Γιατί θα έπρεπε να είναι ή να γίνουν αλλιώς τα πράγματα; Και στο κάτω-κάτω μόνον διανοούμενοι ισχυρίζονται ότι οι διανοούμενοι καταλαβαίνουν τον κόσμο καλύτερα από τους άλλους".

Π.Κονδύλη,  Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Εκδ. Νεφέλη 

Πηγή: ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Πρέπει να μαστε όλο μεθυσμένοι...

μεθάτε, μεθάτε δίχως τελειωμό, μεθάτε.
Με κρασί, με ποίηση ή μ' αρετή, διαλέχτε... 

Καραβάτζιο (1571-1610), Βάκχος

Σαρλ Μποντλέρ
Μεθάτε

Πρέπει να μαστε όλο μεθυσμένοι.
Είναι το παν: η μόνη λύση.
Μη μας βαραίνει το φριχτό φορτίο του Χρόνου,
που μας τσακίζει και στη γης μας σπρώχνει,
μας πρέπει ένα μεθύσι χωρίς τέλος.

Μα με τί;
Με κρασί, με ποίηση ή μ' αρετή.
Διαλέχτε. Όμως μεθάτε.

Κι αν κάποτε ξυπνήσετε ίσως
πάνω σε σκάλες αναχτόρων,
στο χλωρό χορτάρι μίας τάφρου,
μέσα στη μοναξιά της κάμαρής σας,
και νιώσετε πως το μεθύσι σας περνάει
ή κιόλας πως κοντεύει να περάσει,
ρωτήσετε τον άνεμο, το κύμα, το άστρο, το πουλί και το ρολόγι,
το κάθε τι που φεύγει, κλαίει, τρέχει, που τραγουδά, που μιλεί:
Τί ώρα να ναι;
Θα σας πούν κι ο άνεμος και τ' άστρι και το ρολόγι, το πουλί:

Είναι ώρα για μεθύσι.
Μην είστε ανελέητοι σκλάβοι του Χρόνου,
μεθάτε, μεθάτε δίχως τελειωμό, μεθάτε.
Με κρασί, με ποίηση ή μ' αρετή, διαλέχτε.

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ...

Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω...


 

Νίκος Καρούζος
Διάλογος πρώτος

Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε
μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Κάθε μέρα νυχτώνει σ’ αυτή την πόλη...


Από πίστη βαθιά σε όσα έζησα
Και σε όσα δεν είπα
Από πίστη βαθιά
Σε όσα είδαν τα μάτια μου...

Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου

Μεγεθύνσεις

XIII
Κάθε μέρα νυχτώνει σ’ αυτή την πόλη
Κι εγώ ψάχνω να βρω τα σπίτια
Με τις γκρεμισμένες πόρτες
Με τα σβησμένα νούμερα
Στους τοίχους
Από πίστη βαθιά σε όσα έζησα
Και σε όσα δεν είπα
Από πίστη βαθιά
Σε όσα είδαν τα μάτια μου

IX
Όταν το χάραμα ανοίγεις το παράθυρο
Στην περιδιάβαση είμαι και σε κοιτάζω
Η θάλασσα φεύγει
Ήχους παράξενους γεμίζουν οι δρόμοι
Πράγματα αινιγματικά
Την ώρα τού εσπερινού
Στο καφενείο τής παραλίας
Ανταλλάσσουμε το ποίημα
Το αίμα

ΙV
Τις νύχτες πονούμε ανείπωτα
Πεθαίνουν οι αγαπημένοι μας
Γκρεμίζουν τα σπίτια μας
Χάνουμε τους δρόμους
Εχθροί μάς κυνηγούν
Δεν μπορούμε να τρέξουμε
Να σωθούμε
Στον ύπνο μας βασανιζόμαστε
Από άγνωστες αιτίες
Προδοσίες αιμομιξίες
Συνειδήσεις μάς τρομοκρατούν
Στον ύπνο μας δε γράφουμε ποιήματα

I
Το ποίημα γεννιέται τη νύχτα
Είναι το φως που βγαίνει απ’ το σκοτάδι
Το φως το ιλαρό
Που στα κλεισμένα βλέφαρα των κοιμωμένων
Λάμπει
Στα όνειρά τους μέσα παίζει
Με τον καθρέφτη του
Το ποίημα που γεννιέται τη νύχτα
Τα σπλάχνα μου σπαθίζει
Και με πονά


Από τη συλλογή Μεγεθύνσεις (1971) 
Πηγή
 http://mariakentrouagathopoulou.wordpress.com/

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

δεχόμαστε τον εμπαιγμό, άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια...

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια...


Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

Κώστας Καρυωτάκης
Ανδρείκελα

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Ποίηση: σῶσε τὴν τελευταία ὥρα τούτη τοῦ ἀνθρώπου...

σῶσε τὴν τελευταία ὥρα τούτη τοῦ ἀνθρώπου
τὴν πιὸ στυγνὴ καὶ τὴν πιὸ ἀπεγνωσμένη
ποὺ ὁ Θάνατος
ποὺ ἡ Μοναξιὰ
ποὺ ἡ Σιωπὴ
τὸν καρτεροῦν σὲ μία στιγμὴ μελλούμενη...


 


Άρης Δικταίος
Η ποίηση

Μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ ἔντυνες μία φορὰ τὴ γυμνὴ μέθη μας
ὅταν κρυώναμε καὶ δὲν εἴχαμε ροῦχο νὰ ντυθοῦμε
ὅταν ὀνειρευόμαστε, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ζωὴ νὰ ζήσουμε
δὲ θὰ ὑπάρξουν πιὰ σύννεφα γιὰ νὰ ταξιδέψουμε τὴ ρέμβη μας;
δὲ θὰ ὑπάρξουν πιὰ σώματα γιὰ νὰ ταξιδέψουμε τὸν ἔρωτά μας;
Μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κλειστεῖς μέσα σὲ σχήματα
μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ δὲ μποροῦμε νὰ σ᾿ ἀγγίξουμε μὲ τὸ λόγο
ἐσὺ
τὸ στερνὸ ἴχνος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας
σῶσε τὴν τελευταία ὥρα τούτη τοῦ ἀνθρώπου
τὴν πιὸ στυγνὴ καὶ τὴν πιὸ ἀπεγνωσμένη
ποὺ ὁ Θάνατος
ποὺ ἡ Μοναξιὰ
ποὺ ἡ Σιωπὴ
τὸν καρτεροῦν σὲ μία στιγμὴ μελλούμενη

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Π. Κονδύλης: η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο...


 
 Τιτσιάνο (1490-1576), Η αρπαγή της Ευρώπης

Αναδημοσίευση από: http://logikiellada.blogspot.com/#ixzz2Pyddn1BN

Είναι επίκαιρο σήμερα το ερώτημα αν η Ευρώπη θα ενοποιηθεί πολιτικά και οικονομικά η αν θα διαλυθεί η μέχρι τώρα προσπάθεια σταδιακής ενοποίησης.

Δύσκολο να προβλέψει κανείς την εξέλιξη. Ο Π. Κονδύλης είχε βέβαια προβλέψει τις σημερινές εξελίξεις στο βιβλίο του "Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο" (1992).Ας υπενθυμίσουμε εδώ σχετικά αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο.

 "Ως κυρίαρχη και ευρύτερα αποδεκτή εθνική πολιτική εμφανίζεται σήμερα ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας, με τελικό του σκοπό την οργανική της ένταξη σε μιαν οικονομικά και πολιτικοστρατιωτικά ενοποιημένη Ευρώπη, με τη βοήθεια της οποίας η Ελλάδα, και την οικονομία της θα εκσυγχρόνιζε και την ακεραιότητα της θα διασφάλιζε — κοντολογίς θα έλυνε το πρόβλημα της εθνικής της βιωσιμότητας. Πολύ φοβούμαι ότι στην προοπτική αυτή κατά κύριο λόγο αντανακλώνται όχι πραγματικές δυνατότητες παρά ευσεβείς πόθοι ανάμικτοι με μυθολογικές κατασκευές.

Όπως δηλ. η ακάματη ελληνική μυθολογική φαντασία πριν από λίγο ακόμη απέδιδε όλα τα δεινά στα ζοφερά σχέδια και τεχνάσματα των Ηνωμένων Πολιτειών, έτσι τώρα αναμένει όλα τα αγαθά από το αντίθετο μυθολόγημα, εκείνο της γενναιόδωρης κι αλληλέγγυας «Ευρώπης». Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη μεταμφίεση του όψιμου επιχώριου ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει».

Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά ˙ τόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη.
Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται ˙ η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δι­κές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου.

Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν. Αλλά έστω κι αν δεχθούμε την αντίθετη περίπτωση, ότι δηλ. η «Ευρώπη» ενοποιεί, κοντά στην οικονομική, και την πολιτικοστρατιωτική της βούληση, και πάλι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η βούληση αυτή θα συμπέσει σε κρίσιμα σημεία με την ελληνική βούληση — αν μέχρι τότε υπάρχει ελληνική εθνική βούληση.

Πάντως οι τελευταίοι μήνες του 1992 έδειξαν, και οι ερχόμενοι θα δείξουν ευκρινέστερα ακόμη, ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας διόλου δεν συμμερίζονται τις επιθυμίες και επιδιώξεις της όσον αφορά, στις σχέσεις της με τους άμεσους γείτονές της (μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς τη θεωρούν ως φαντασιόπληκτο θορυβοποιό) και ότι προτίθενται να ρυθμίσουν τη στάση τους απέναντι στα συναφή προβλήματα με γνώμονα τις δικές τους απόψεις και τα δικά τους συμφέροντα. Όποιος απέναντι στην πραγματικότητα αυτή άρχιζε και πάλι τους ηθικολογικούς οδυρμούς και διαρρήγνυε τα ιμάτιά του ζητώντας το «δίκαιο», θα απεδείκνυε απλώς ότι βρίσκεται ακόμη στο νηπιακό στάδιο της πολιτικής ηλικίας.

Θα ήταν πολύ αξιοπρεπέστερο — και γονιμότερο — αν το ελληνικό έθνος έσφιγγε τα δόντια και αντλούσε ένα πικρό, αλλά ζωτικό διπλό συμπέρασμα: ότι η σημερινή Ελλάδα αποτελεί στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας μία παρακατιανή επαρχία, η οποία, κατά μέγα μέρος από δική της υπαιτιότητα, είναι όχι μόνον ανίσχυρη, αλλά και ανυπόληπτη, και ότι γι’ αυτόν τον λόγο σε κάθε μεγάλη κρίση θα βρεθεί εξ ίσου μόνη όσο λ.χ. και το 1974. Βεβαίως, μία τέτοια νηφάλια διαπίστωση κάθε άλλο παρά πρέπει να οδηγήσει σε μία — διόλου νηφάλια — διάθεση αποκοπής από κάθε συμμαχία και κάθε είδους ένταξη σε υπερεθνικούς οργανισμούς.

Αλλά, αν θυμηθούμε τα όσα είπαμε πριν σχετικά με τις προϋποθέσεις της ενεργοποίησης των συμμαχιών και τα μεταφέρουμε στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, θα δούμε ότι μόνο μία ισχυρή (και στην ανάγκη αυτάρκης) Ελλάδα θα προσδώσει πολιτικό βάρος στην ευρωπαϊκή ένταξη, όντας σεβαστή στους εταίρους της ˙ όπως δείχνει καθημερινά η εμπειρία, η ένταξη από μόνη της ούτε αποτελεί οικονομική ή πολιτική πανάκεια ούτε ισχυροποιεί αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Ίσως να φαίνεται παράδοξο, αλλά στο πλαίσιο μιας τελεσφόρας και μακρόπνοης εθνικής πολιτικής ο εξευρωπαϊσμός, και ο εκσυγχρονισμός γενικότερα, πρέπει να προχωρήσουν ακριβώς για να μπορεί μία κραταιωμένη Ελλάδα να μην είναι εξάρτημα η μπαίγνιο της «Ευρώπης», για να είναι σε θέση, αν χρειασθεί, να τραβήξει τον δρόμο πού θα της υπαγορεύσουν τα δικά της συμφέροντα, όταν αυτά συγκρουσθούν με εκείνα των Ευρωπαίων εταίρων της. Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση, η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κτλ.

Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό

Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό ˙ πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας.
Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της. Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες.

Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς."

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

η «μνημονιακή» συμφωνία εξάρτησης του ελληνικού κόσμου στους Πέρσες...

Οι παράλληλοι δρόμοι της ιστορίας, η ανθρώπινη φύση, η ισχύς...

 


Ήταν ένα κρύο πρωινό του χειμώνα του 411 π.X. στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. Στην έπαυλη ενός αξιωματούχου υπογράφεται η περίφημη 3η συνθήκη μεταξύ Λακεδαιμονίων, Τισσαφέρνη και Ιεραμένη, εκπροσώπου του Δαρείου Β΄.

Ο Τισσαφέρνης αδιαφορούσε για το αποτέλεσμα της σύγκρουσης των Σπαρτιατών με τους Αθηναίους. Εκείνο που τον απασχολούσε ήταν ότι πιθανή συντριβή μιας παράταξης θα σήμαινε το ναυάγιο της πολιτικής της αμοιβαίας εξασθένησης των δύο. Στη συνθήκη, μεταξύ των άλλων, επιλύθηκε το βασικό πρόβλημα της μισθοδοσίας και συντήρησης του σπαρτιατικού στόλου, με τη χρηματοδότηση από το Μεγάλο Βασιλιά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Πέρσες έδιναν χρήματα στα ελληνικά κράτη αλλά ήταν η πρώτη χρηματοδότηση με τη μορφή δανείου, που έπρεπε να επιστραφεί έντοκα, μετά την τελική νίκη! Στην ουσία αποτελούσε μια σαφέστατη «μνημονιακή» συμφωνία εξάρτησης του ελληνικού κόσμου στους Πέρσες, με ηγέτιδα δύναμη τη Σπάρτη.

Ο ελληνικός κόσμος της αρχαιότητας είναι πολύ διαφορετικός από την εικόνα που έχουμε σήμερα γι΄αυτόν. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι και οι συσχετισμοί των κοινωνιών άλλαξαν αλλά στην αδυναμία μας να συνειδητοποιήσουμε την αλήθεια μέσα από τον ορθολογισμό.
Εδώ βέβαια, θα πρέπει να βάλουμε στην ίδια παρέα το Μαρξ τον Ένγκελς και το Θουκυδίδη, αναζητώντας τα μεγάλα δείγματα του «ιστορικού υλισμού» και την προαιώνια φύση του ανθρώπου.

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είναι ένα πλούσιο σκηνικό πολιτικής μελέτης στην παγκόσμια ιστορία. Οι Αθηναίοι, πανίσχυροι από τους περσικούς πολέμους, επιβάλλουν το δίκαιο της πυγμής στους συμμάχους. Οι ηττημένοι Πέρσες όμως δεν ησυχάζουν και συντηρούν επαφές και στην Αθήνα και στη Σπάρτη. Οι σύμμαχοι των δύο μεγάλων δυνάμεων αναμετρώνται. Ο εμφύλιος μαίνεται, οι δολοπλοκίες πολλαπλασιάζονται, οι εκατέρωθεν προδοσίες αυξάνονται, ο Αλκιβιάδης εξορίζεται και πάει με τους Σπαρτιάτες, οι δημοκρατίες καταλύονται και τα σχέδια της εξωτερικής πολιτικής από κράτος σε κράτος, συνεχώς μεταβάλλονται.

Τι μένει σταθερό και αμετάβλητο; Τρία πράγματα: Οι συνεχόμενες σφαγές των αθώων πληθυσμών (π.χ. των Μηλίων), η αδυναμία του ελληνικού κόσμου να ενωθεί και η απόλυτη εξάρτησή του από τα χρυσά θησαυροφυλάκια των Περσών.
Οι Σπαρτιάτες με το περσικό δάνειο, κατατρόπωσαν επτά χρόνια αργότερα τους Αθηναίους στους Αιγός Ποταμούς και κατέλυσαν την Αθηναική ηγεμονία. Άνοιξαν όμως τις πύλες της Ελλάδας στους Πέρσες και απέδειξαν για άλλη μία φορά, πως το χρήμα είναι η κινητήρια δύναμη που κατακτά ανθρώπους και κοινωνίες.

Το ζήτημα είναι, απ΄ όλα αυτά να βγουν κάποια συμπεράσματα για το σύγχρονο κόσμο. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, ο πλούτος διέγραφε την πορεία της Ιστορίας. Και ίσως όχι ο παραγόμενος αλλά ο «κατασκευασμένος». Οι Πέρσες είχαν κλέψει το χρυσό των Βαβυλωνίων και τα σημερινά κεφάλαια, κατά βάση είναι αέρας κοπανιστός, τυπωμένα στα νομισματοκοπεία της FED ή αριθμημένα στις λίστες κάποιου χρηματιστή. Και τότε, τα ιερά των αρχαίων δάνειζαν ( οι «τράπεζες» της εποχής διοικούνταν από το ιερατείο που φύλαγε το θησαυρό και δάνειζε με τοκογλυφικούς όρους), υπεράνω κυβερνήσεων, με τόκους εξάρτησης και τώρα, οι τράπεζες δημιουργούν ανεξέλεγκτα δίκτυα που καθοδηγούν τις πολιτικές κυβερνήσεις. Σκοπός δεν ήταν να εισπραχθούν απαραίτητα, τα δανεισθέντα ποσά (οι Σπαρτιάτες δεν επέστρεψαν ποτέ ολόκληρο το ποσό στους Πέρσες) αλλά η εξάρτηση και η εφαρμογή του δικαίου της πυγμής. Ιδιαίτερα στις διακρατικές σχέσεις, αυτό αποτελούσε τη γνωστή τακτική, όπως και σήμερα. Τέλος και στις δύο εποχές ο χρηματισμός των ιδιωτών για να εξυπηρετηθούν κρατικά συμφέροντα ήταν απόλυτα συνηθισμένο φαινόμενο, όπως και σήμερα (οι εξόριστοι Έλληνες είχαν πάντα μια πλούσια έπαυλη να τους περιμένει στις Σάρδεις…).

Με λίγα λόγια, ο περσικός χρυσός άπλωνε για αιώνες, ένα πέπλο «παραισθησιογόνου» λάμψης πάνω από την Ανατολική Μεσόγειο, μέχρι που ο Μέγας Αλέξανδρος αποφάσισε ότι το καταχρεωμένο βασίλειό του θα σωζόταν μόνο με την κατάκτησή του περσικού πλούτου. Εν μέρει, τα κατάφερε αλλά ουσιαστικά μετακίνησε το κέντρο βάρους του ελληνικού κόσμου προς την ανατολή, δίνοντας την ευκαιρία στον ιουδαικό πολιτισμό, διαμέσου των Ρωμαίων, να τον αφομοιώσει.

Όλα αυτά, δεν έχει νόημα να τα μελετά κανείς, προσπαθώντας να δαιμονοποιήσει ή να αγιοποιήσει πρόσωπα και καταστάσεις. Το κέρδος είναι να διδαχθεί, κατανοώντας ότι ο άνθρωπος και οι «ομάδες» θα συμπεριφέρονται ακριβώς το ίδιο, όσο θα υπάρχει ανθρωπότητα. Πάντα θα υπάρχουν οι Πέρσες, οι Ισπανοί στη Νότια Αμερική, οι Άγγλοι, οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί. Πάντα θα υπάρχει το κεφάλαιο που δεν έχει πατρίδα, πάντα τα συμφέροντα δεν θα ταυτίζονται με τα κράτη άλλα με τις πανίσχυρες δυνάμεις του χρήματος, πάντα θα επιβάλει το δίκαιο της πυγμής ο δυνατότερος.
Επίσης οι κοινωνίες έχουν πολλούς σαν τον Αλκιβιάδη, το Θηραμένη, το Λύσανδρο, τον Κριτία, τον Μέτερνιχ, τον Κίσινγκερ, τον Ντάισεμπλουμ, τον Παπανδρέου, τον Κωστάκη , το Γιωργάκη και χιλιάδες άλλες μορφές που δεν είναι τίποτα παραπάνω από «φαιδρά» πιόνια στη μεγάλη σκακιέρα της ιστορίας.

Αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ και το χρήμα θα τον σέρνει από τη μύτη. Στις μέρες μας μπαίνουμε για τα καλά στο μεγάλο θέατρο των αποκαλύψεων. Κάθε μέρα θα παρακολουθούμε με έκπληξη, κάποια καινούρια διάσταση που μέχρι χθες, δεν την υποψιαζόμασταν. Τράπεζες που εμφανίζουν φούσκες, offshore εταιρείες υπουργών, δίκτυα ξεπλύματος στις πιο σοβαρές οικονομίες. Κι όμως, όλοι αυτοί δε φταίνε περισσότερο από μας τους ίδιους. Δε φταίνε οι Γερμανοί που βάζουν τους όρους του δανεισμού, οι Αμερικάνοι που τους έβαζαν παλιά. Δε φταίει ο Σόιμπλε κι ο Ντάισεμπλουμ κι ο Μπαρόζο κι Ντράγκι. Το «ιερατείο» των Περσών είναι κι ο Τισσαφέρνης και όχι ο Δαρείος. Ρόλους αλλάζουμε όλοι μας. Αυτοί στο δικό τους κόσμο της απληστίας και της ηδονής της εξουσίας κι εμείς μια μάζα «Αθηναίων» που υπομένουμε την κατάλυση της «δημοκρατίας» επειδή πιστέψαμε στη γοητεία του «Περικλή» και της «Ασπασίας». Εμείς φταίμε που μεθύσαμε από τα μεγάλα «δημόσια κτίρια» και δεν είδαμε τους «Σπαρτιάτες» που έκλειναν κρυφά τη δουλειά με τους «Πέρσες».

Και κάτι τελευταίο. Ο άνθρωπος είναι μαλακός σαν το χόρτο, όπως λέει κι ο Σεφέρης. Αν αυτό δεν το δούμε, όπως μας το έδειξε κάποτε ο Θουκυδίδης δεν θα καταλάβουμε ποτέ τον κόσμο. Γιατί τελικά η μεγάλη μαγκιά δεν είναι να τον αλλάξουμε αλλά να τον αποκαλύψουμε στις συνειδήσεις μας. Αυτό είναι σίγουρα πολύ πιο χρήσιμο από οποιαδήποτε επανάσταση…

[Του Ανδρέα Ζαμπούκα από capital.gr]
Πηγή : DEFENCENET

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

έχοντας ξένο πόδι να πατά την καρδιά μας...


 

Ω, ο Νότος είναι κουρασμένος να σέρνει στην ξηρά
τους νεκρούς απο τους βάλτους της ελεονοσίας,
είναι κουρασμένος απο την ερημιά,
κουρασμένος απο τα δεσμά...


Σαλβατόρε Κουασίμοντο

Στα κλαδιά των ιτιών

Και πώς μπορούσαμε να τραγουδήσουμε
έχοντας ξένο πόδι να πατά την καρδιά μας
και στους νεκρούς ανάμεσα που επάνω
στην απ’ τον πάγο πετρωμένη χλόη
απλώνονταν παρατημένοι στις πλατείες
που απ’ το παράπονο-το όμοιο με του αμνού-
αντηχούσαν των παιδιών και απ’ το μαύρο
το ουρλιαχτό της μάνας που ‘τρεχε να συναντήσει
τον γιό της σταυρωμένο στου τηλέγραφου το ξύλο;
Στα κλαδιά των ιτιών, στη μνήμη εκείνων,
οι λύρες μας σιγούσαν κρεμασμένες;
σαλεύανε, απαλά, στη λύπη του ανέμου.

 
Salvatore Quasimodo (1901-1968)

Θρήνος για το Νότο

Το κόκκινο φεγγάρι, ο άνεμος, το χρώμα σου της
βόρειας γυναικας, οι χιονισμένες πεδιάδες…
Η καρδιά μου ανήκει σ’αυτούς τους αγρούς,
σ’αυτά τα βυθισμενα στην ομίχλη νερά.
Λησμόνησα τη θάλασσα,
το βαρύ κοχύλι που φυσούσαν οι Σικελοί βοσκοί,
τον ήχο απο τις άμαξες πάνω στους δρόμους.
όπου το καρούμπο ριγεί ανάμεσα στα καπνισμένα
καλάμια.
Λησμόνησα τους ερωδιούς και τους
πελαργούς που διασχίζουν τον αέρα
πάνω απο τους πράσινους λόφους της
Λομβαρδίας τις στεριές και τα ποτάμια.
Αλλά παντού ο άνθρωπος κραυγάζει το
πεπρωμένο της πατρίδας του.
Κανείς δε θα με φέρει πίσω στο νότο ξανά.
Ω, ο Νότος είναι κουρασμένος να σέρνει στην ξηρά
τους νεκρούς απο τους βάλτους της ελεονοσίας,
είναι κουρασμένος απο την ερημιά,
κουρασμένος απο τα δεσμά,
το στόμα του είναι κουρασμένο
να το καταριούνται σε κάθε γλώσσα
έχοντας ουρλιάξει το θάνατο μέσα απο την ηχώ των πηγαδιών του,
έχοντας ρουφήξει το αίμα απο την καρδιά του.
Παρ’όλα αυτά τα παιδιά του επιστρέφουν στα βουνά,
κρατώντας τα άλογα κάτω απο τα αστέρια
τρώγοντας τα λουλούδια της ακακίας κατά μήκος των δρόμων
κόκκινο ξανά, ακόμα κόκκινο, ακόμα κόκκινο.
Κανείς δε θα με φέρει πίσω στο Νότο ξανά.
Και αυτό το απόγευμα του χειμώνα είναι ακόμα δικό μας,
και εδώ σου εκφραζω ξανα
με γλυκα και παραταιρη οργη,
το θρήνο ενος ερωτα xωρις αγαπη.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

ένα πλήθος ανίδεοι και στριμμένοι...

Της σάτιρας και της ποίησης, της παντοτινής επικαιρότητας....

 
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
(λεπτομέρεια από το έργο του Γεωργίου Ροϊλού
"Μεγάλοι ποιητές της γενιάς μου")

Κωστής Παλαμάς

Σατιρικά γυμνάσματα...

Οι κηφήνες, οι βάτραχοι κι οι ακρίδες...
Τρανοί πολιτικοί, γραμματισμένοι
στις αφρόντιστες μέσα εφημερίδες:

ένα πλήθος ανίδεοι και στριμμένοι.

*

Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,

κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,

ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι! 

*
 Σκύλος κοκκαλογλύφτης φέρνει γύρα
Κρακ! Τακ! της γειτονιάς τους τενεκέδες.
Ο ποσαπαίρνης με το θεσιθήρα

για την πατρίς καυγά στους καφενέδες.
Οι γάτοι λιγεροί στα κεραμίδια
Ταιριάζουν ερωτόπαθους γιαρέδες.

Φαγοπότι, ξαπλωταριό, τα ίδια.
Τα θέατρα, τις ταβέρνες, τα πορνεία,
φάμπρικες, μπάνκες, σπίτια, αποκαΐδια,

τ' ανταμώνει αττικώτατη αρμονία.

*

Τα παθητικά κρυφομιλήματα...

Κάποτε κάπου

Κάποτε κάπου αφάνταστο τραγούδησα τραγούδι
σε τούτον το σκοπό,
κάποτε, πρώτη και στερνή φορά? και δεν το βρίσκω
για να το ξαναπώ.

Στ' άδειο σεντούκι του γυρτός ο σφιχτοχέρης, ίδιος,
πάθος, χαμός, ω λύπη !
Του τρέμουνε τα δάχτυλα σα να μετράν ακόμα
το θησαυρό που λείπει.

Βαστώ μιας φλόγας τον καπνό κ' ενός καπνού τον ίσκιο
σε τούτον το σκοπό.
Κάποτε κάπου αφάνταστο τραγούδησα τραγούδι?
ξανά δε θα το πώ.

'Απαντα, τομ. Ζ΄, σελ. 479

Η ασάλευτη ζωή...

Τον πόνο σου

Τον πόνο σου εδώ πέρα μη τον παρατάς,
με μια φροντίδα μητρική ταξίδεψέ τον,?
όπου ζωή, όπου όνειρο, στα μακρινά και στα ψηλά??
και πήγαινέ τον ύστερα και ριζοφύτεψέ τον?
εκεί στη χώρα την κατάνακρη τού αμίλητου?
στα μάτια του συμμάζωξε και θάψε τη φωνή του,?
κι ανίσως δε βαστάξουνε τα μάτια του και κλείσουνε,?
κλείσε κ' εσύ τα μάτια σου και πέθανε μαζί του.?


'Απαντα, τομ. Γ΄, σελ. 158