t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Η διαφθορά της ελληνικής γλώσσας...

Η γλώσσα μας δεν εξελίσσεται - μόνο διαφθείρεται...

Εδώ και χρόνια η ελληνική γλώσσα καταστρέφεται ακολουθώντας τα βήματα της συνολικής πολιτιστικής μας εικόνας. Η σταδιακή της εξαφάνιση δεν αναπληρώνεται με κάποιο άλλο εργαλείο. Το αντίθετο. Δημιουργείται ένα αβυσσαλέο τίποτα που καταλαμβάνει όλο και περισσότερους εγκεφάλους...


Άλλωστε καταστροφή της γλώσσας σημαίνει καταστροφή της σκέψης...

Αυτή είναι η εποχή της νέας τάξης που καλούμαστε να ζήσουμε. Η εποχή της απόλυτης βαρβαρότητας, η εποχή της μαζικής δημοκρατίας των καθυστερημένων...

Ο Γεώργιος Βιζυηνός για το γλωσσικό ζήτημα...


Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)

"Δια τούτο το περί ελληνικής γλώσσης είναι, κατ’ εμέ, ως είπον, ουσιωδέστερον παρά το ανατολικόν ζήτημα."

Γεώργιος Βιζυηνός

ΔΙΑΤΙ Η ΜΗΛΙΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΜΗΛΕΑ

Αγαθή τύχη, ανεκινήθη εσχάτως το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον, κατ’ εμέ, των όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος, ουσιωδέστερον ίσως και αυτού ακόμη του ανατολικού ζητήματος.
Πλην, αναγνώσται και αναγνώστριαι, όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγείτε δια την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικοτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολαστικών της Ελλάδος. Το γνωρίζω:
Οι καλόγηροι φρονούν ότι θα υπάγομεν όλοι εις τον διάβολον, όσοι δεν αποκληρούμεν τους υιούς και τας θυγατέρας ημών, δια ν’ αφιερώσομεν τα κτήματά μας εις τα μοναστήρια, προς ψυχικήν σωτηρίαν. Οι συγγραφείς πρεσβεύουν, ως άρθρο πίστεως ιδίας, ότι πρόοδος εθνική δεν είναι δυνατό να γίνει, ενόσω έκαστος των Ελλήνων δεν σπεύδει να εγγραφεί συνδρομητής εις τα βιβλία των, προπληρώνων, εννοείται, την συνδρομήν του. Και εγώ λοιπόν ημπορώ να φανώ υποθέτων ότι η Ελλάς δεν θα λύσει το ανατολικόν ζήτημα υπέρ εαυτής, ειμή δια των απολύτων γενικών και των απαρεμφάτων. Και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις!
«Όχι! Ο λόγος, δια τον οποίον συνδέω το γλωσσικόν της Ελλάδος ζήτημα με το άλλο, το αποβλέπον τουτ’ αυτό την ύπαρξίν της, είναι… Αλλά καλύτερα να τον μαντεύσητε μόνοι σας εν τω μεταξύ αναγινώσκοντες. Το ανάγνωσμα όμως, όπερ σας προσφέρω, δεν είναι παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσον απλή και συνήθης, ώστε απορώ πως δεν την έχει καμμία εκ των μεγάλων επιφυλλίδων, κανένα από τα ογκώδη βιβλία, όσα εγράφησαν εσχάτως περί του οποία πρέπει να είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ιδού η ιστορία.
Όταν ήμουν μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν αδυναμίαν εις την μηλιά. Δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπο μας. Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της, κατά το θέρος και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά, την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείναι, όπως αυτή, δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις, με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω ότι εγνώριζε καλά- καλά ο είς τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησε ποτέ να εννοήσει τι πράγμα ημήν εγώ, όστις έπαιζον τόσον συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προ πάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι εν τινί απ’ αυτής αποστάσει, με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυρθρόλευκον αυτής στολισμόν, απορών κατ’ εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον! Τι πράγμα να είναι. Αλλ’ όσω και αν ηπόρουν, όσο και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήτο πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι;…
Όταν έφερον εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον ήλπισα ενδομύχως ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν φτάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων ότι ήτο πολύ καλύτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι, μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος, ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας.
― Πως σε λέγουν εσένα;
― Θεόδωρο Μπεράτογλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πως σε λέν;
― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.
Και ούτω καθ’ εξής εν μια ημέρα μετέβαλεν, ο αθεόφοβος, όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα, αρσενικά και θηλυκά, τοιουτοτρόπως ώστε, αν συνέβαινε να έλθει κατ’ εκείνη την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών φιλελλήνων, θα επίστευεν αναμφιβόλως ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον, με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, του ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον, γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν, όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας!
Όπως δήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος, έπεισε τον κόσμον ότι εγώ δεν είμαι του Γεωργή του χωρίου μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δα την καρδία μου? το επήρα δι’ αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ωνόμαζον ποτέ τον εαυτόν μου και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.
Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιωρίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις η τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας εξ ημών δια να ξεβοτανίζομεν τον κήπο της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθη η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν έν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας. Χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν, τέλος, αγγαρευθείς και εγώ, ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς:
― Τι πράγμα εν’ αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα, δείξας προς αυτόν δια του δακτύλου.
― Μηλέα, απεκρίθη εκείνος.
― Όχι! απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό ν’ μηλιά!
Ήτο η κακή ώρα που το είπα, διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος ―το όνομα το ήξευρον ― αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλος μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθη και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!
― Πες πως το λένε μηλέα! εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από το ωτίον και δεικνύων το δένδρον.
― Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πως ημπορεί αυτό ποτέ να γίνει η μηλιά μηλέγα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξέυρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον, που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!
― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα? αυτό ν’ μηλιά!
― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.
Και -αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί- μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!
Τώρα πρέπει να ηξεύρετε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων, ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω την μηλιά εις τη μηλέαν, αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα. Κατόρθωμα, προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλον, και να ειπώ επί τέλους ότι η μηλιά είναι μηλέα!
Εν τούτοις, όταν μετ’ ολίγον, μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν! Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος? έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να με είπει ότι τα επρόδωσα… Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος! Και πώς να μη με ειπούν ανόητον και πώς να μη μ’ ελέγξουν, αφού το δένδρον, το οποίο έβλεπα ενώπιόν μου, ήτο όλως διόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!
Ενθυμούμαι ότι όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με δια την ανοησίαν μου.
Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον, έρριψα επί το διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα.
― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως.
― Μηλιά, δάσκαλε, απάντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου.
Αλλά δεν επρόφθασα να καθήσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισεν πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν δια το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην δια να ειπώ και καλά ότι η μηλιά είναι μηλέα? διότι εννοείται ότι έπρεπεν επί τέλους να ενδώσω και να το ειπώ, άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εν τούτοις -το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μας της μηλιάς- αυτήν δεν την επρόδωσα. Και ιδού πώς:
Αφού είδον ότι δεν ηδυνάμην ν’ ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον: αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις το κήπον της μητροπόλεως, ημπορεί να είναι μηλέα? και είναι μηλέα όχι δι’ άλλον λόγον, παρά διότι ο διδάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου είναι μέσα εις τον κήπο μας, είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.
Αλλά έλα τώρα όπου ήρχισε μια τρομερά διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.
Η μηλιά -δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά- εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλύτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμον τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικόν της και τους φίλους της -παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσας σχέσεις προς αυτάς και συγγενείας- βλέπει μίαν ημέρα την κυρά την μηλέα, που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου έξαφνα - έξαφνα, τόσον μονάχη και όμως τόσο ξιππασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπεν η μηλιά, και πώς γίνετ’ αυτό! Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος. Και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και φώναξε τας σχετικάς της και φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι, παρακαλώ, του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι! απάντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε γνωρίζομεν! Δεν σε θέλομεν! Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου, ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβει εις την ιδιοκτησίαν των άλλων διά της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του? ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον, όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών. Και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον κατά της τοιαύτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και:
― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου.
Μόνο οσάκις με ηρώτα ο αληθινός διδάσκαλος πώς το λέγουν το δένδρον απεκρινόμην ότι το λέγουν μηλέαν, αφού δα δεν επρόκειτο περί του δένδρου του κήπου μας. Αλλά και τούτο έπαυσε μετ’ ολίγον? διότι και ο αληθινός διδάσκαλος εδιώχθη κακήν κακώς όχι μόνον από του περιεχομένου της ψυχής μου, αλλά και από του χωρίου μας. Ότι μετ’ αυτού έφυγαν και πάντες εκείνοι οι ονομαστικοί θεοί και ήρωες, δι’ ων επλημμύρισε το χωρίον μας, είναι περιττόν να σας το είπω. Εκείνο, το οποίον μας ενδιέφερεν ενταύθα, είναι ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέα και ότι εγώ, με όλους εκείνους τους δαρμούς και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω εν τω σχολείω τι πράγμα είναι η μηλιά!
Όσοι των αναγνωστών της Εβδομάδος ανήκουσιν εις τους αναγινώσκοντας παν οιονδήποτε άρθρον απ’ αρχής μέχρι τέλους δύνανται να διακόψουν ενταύθα την ανάγνωσιν, διότι η ιστορία μου ετελείωσεν. Όσοι όμως έχουσι την κακήν συνήθειαν ν’ αναγινώσκωσι μόνον τους επιλόγους, ας μάθωσι τουλάχιστον εντεύθεν ότι η μανία των θελόντων να διδάσκωσιν ουχί την φύσιν των πραγμάτων, εισάγοντες τα τελευταία υπό τα γνωστά αυτών ονόματα, αλλά αγνώστους λέξεις, δι’ ων απαιτούσι να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, καθιστά την ελληνικήν μόρφωσιν σισύφειον μόχθον και καταδικάζει το έθνος εις τον δια πνευματικής ασιτίας χείριστον θάνατον! Δια τούτο το περί ελληνικής γλώσσης είναι, κατ’ εμέ, ως είπον, ουσιωδέστερον παρά το ανατολικόν ζήτημα.

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Για την ελληνική γλώσσα...



Οι απαρχές του «γλωσσικού ζητήματος»

Ως ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή ορίζεται η απλοποιημένη αττική
κυρίως διάλεκτος, η οποία από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου
και μέχρι περίπου τον 6ο αιώνα μ.Χ. γίνεται η επίσημη γραπτή και
προφορική γλώσσα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου.

Η χρησιμοποίησή της από γλωσσικά ανομοιογενείς πληθυσμούς είχε ως
αποτέλεσμα πολλά δομικά στοιχεία της να υποστούν απλοποιήσεις και
γενικεύσεις, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επικοινωνιακές ανάγκες των
νέων φορέων της.
Σε φωνολογικό επίπεδο καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων
φωνηέντων, τα οποία έγιναν πλέον ισόχρονα.

Οι δίφθογγοι μονοφθογγίστηκαν και συχνά ιωτακίστηκαν (π.χ. οι δίφθογγοι
οι, ει δεν προφέρονται πλέον οϊ, εϊ αλλά ι). Η δασεία έπαψε να
προφέρεται και ο τονισμός των λέξεων από μουσικός μετατράπηκε σε
δυναμικό, η τονισμένη δηλαδή συλλαβή δεν προφερόταν πια σε μουσικά
υψηλότερο τόνο αλλά πιο δυνατά από τις υπόλοιπες συλλαβές.

Σε μορφοσυντακτικό επίπεδο εμφανίστηκαν έντονες τάσεις για περιφραστική
δήλωση έναντι της μονολεκτικής -που χαρακτήριζε τις διαλέκτους των
κλασικών χρόνων- καθώς και για ένταξη σε γενικότερα δομικά σχήματα, όπως
είναι για παράδειγμα η δημιουργία κοινών καταλήξεων.

Σε λεκτικό επίπεδο παρατηρήθηκε η σημασιολογική διαφοροποίηση κάποιων
λέξεων, ενώ υιοθετήθηκαν και αρκετές ξένες, κυρίως εβραϊκές και λατινικές.

Οι βασικότερες πηγές από όπου αντλούμε πληροφορίες για την ελληνιστική
κοινή είναι οι επιγραφές, οι πάπυροι και τα κείμενα της Παλαιάς και της
Καινής Διαθήκης. Η περίοδος της ελληνιστικής κοινής είναι ιδιαίτερα
σημαντική για την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, καθώς σε όλα τα
γλωσσικά επίπεδα διαμορφώθηκαν οι δομές εκείνες που θα επηρεάσουν
καθοριστικά τη μεταγενέστερη νέα ελληνική.

Το κίνημα του Αττικισμού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γλωσσικά
φαινόμενα της Ελληνιστικής περιόδου. Οι εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού,
το οποίο έκανε την εμφάνισή του τον 1ο αιώνα π.Χ., θεωρούσαν ότι η
αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τη
χρησιμοποίηση της αττικής διαλέκτου του 5ου αιώνα π.Χ.

Αποτέλεσμα των επιρροών που άσκησαν οι αττικιστές στους σύγχρονούς τους
πνευματικούς κύκλους υπήρξε η έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στον
προφορικό λόγο της εποχής τους -στην ελληνιστική κοινή- και στο γραπτό,
ο οποίος προσπάθησε να μιμηθεί την κλασική αττική διάλεκτο.

Αυτή ακριβώς η διαφοροποίηση συνιστά και την απαρχή του γλωσσικού
ζητήματος, που εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι και τους νεότερους
χρόνους της ελληνικής ιστορίας. Οι προτροπές στα συγγράμματα των
αττικιστών για χρήση γλωσσικών στοιχείων που προέρχονταν από την κλασική
αττική διάλεκτο και όχι από τη σύγχρονη ελληνιστική κοινή, αποτελούν μία
επιπλέον μαρτυρία για την προφορική γλώσσα εκείνης της εποχής.

Ενδεικτικά αναφέρεται ένα παράδειγμα από το έργο Eκλογή ρημάτων και
ονομάτων αττικών 230, του Φρύνιχου: "Πάντοτε μη λέγε αλλ' εκάστοτε και
διαπαντός".

copyright IME,
Από το έργο του ΙΜΕ "Ελληνική ιστορία στο διαδίκτυο": www.e-history.gr

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Η Ελλάδα θυσιάστηκε για να σωθεί η ευρωζώνη...

«Η Ελλάδα θυσιάστηκε για να σωθεί η ευρωζώνη. Και για να γίνει, σας εκπαιδεύουν να αισθάνεστε ένοχοι γι΄ αυτό που είστε. Εχουν ήδη διαγνώσει ότι είστε άρρωστοι».

Σε
λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει στην ελληνική γλώσσα το τελευταίο βιβλίο της Ναόμι Κλάιν με τίτλο «Το δόγμα του σοκ» («Τhe Shock Doctrine»), το οποίο αποτελεί μια σκληρή πολεμική εναντίον του «καπιταλισμού της καταστροφής», όπως η ίδια τον αποκαλεί.



Στο βιβλίο «Το δόγμα του σοκ» της Ναόμι Κλάιν υπάρχει μια λεπτομερέστατη καταγραφή της δράσης του ΔΝΤ σε διάφορες χώρες την τελευταία 30ετία, όπου αποτυπώνονται οι δραματικές επιπτώσεις της παρέμβασής του, κυρίως στη Λατινική Αμερική (Αργεντινή, Βολιβία), αλλά επίσης στη Ρωσία.

«Παρακολουθώ από πολύ κοντά την ελληνική κρίση και φυσικά την παρέμβαση της τρόικας του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας» λέει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» η κυρία Κλάιν. «Αυτό που με εντυπωσίασε» σημειώνει, «ιδιαίτερα στην αρχή της κρίσης, ήταν ότι οι Ελληνες αντιστάθηκαν στα όσα πήγαιναν να τους επιβληθούν. Οταν μάλιστα και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαμε την κρίση με τις τράπεζες, επεσήμαινα το γεγονός αυτό σε αμερικανούς συνομιλητές μου».

Μετά βέβαια το κλίμα σταδιακά άλλαξε. «Οταν τα πράγματα δυσκόλεψαν,άρχισε η “εκπαίδευση”. Κατ΄ αρχάς,το ΔΝΤ διέγνωσε ότι είστε άρρωστοι,ότι ο χαρακτήρας των Ελλήνων είναι άρρωστος. Και τώρα σας εκπαιδεύουν να αισθάνεστε ένοχοι γι΄ αυτό που είστε. Πρόκειται για μια τακτική κοινωνικής παθολογίαςη οποία δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. Επεκτείνεται και στις υπόλοιπες χώρες του μεσογειακού Νότου».«Πρόκειται» τονίζει η γνωστή συγγραφέας «για μια κλασική περίπτωση όπου οι κυβερνήσεις βρίσκουν το κατάλληλο άλλοθι. Αφού εμείς είμαστε ανίκανοι να τα καταφέρουμε μόνοι μας, ας φέρουμε κάποιους άλλους να το κάνουν για εμάς».

Κατά μία έννοια, «η περίπτωση της Ελλάδας είναι εμβληματική. Στην πορεία,ο στόχος από την παρέμβαση της τρόικας άλλαξε» υπογραμμίζει. «Αν το δει κανείς σε παγκόσμιο επίπεδο,δεν μιλάμε πλέον απλώς για την ιδιωτικοποίηση μεγάλων τομέων της οικονομίας. O σκοπός είναι η απενοχοποίηση των τραπεζών,η μεταφορά του βάρους της αποτυχίας από τους ώμους των ελίτ σε εκείνους των απλών ανθρώπων» λέει η κυρία Κλάιν.

«Σώσατε το ΔΝΤ από τη χρεοκοπία»

«Γιατί το κοστούμι του ΔΝΤ δεν προσαρμόζεται στις ανάγκες κάθε χώρας και είναι ίδιο για όλες;» ήταν μία από τις ερωτήσεις προς την κυρία Κλάιν. «Πραγματικάδεν μπορώ να σας δώσω ξεκάθαρη απάντηση» παραδέχεται με μια μικρή δόση ενοχής. «Είναι απορίας άξιο πώς δεν κατάλαβαν ας πούμε ότι, καθώς η Ελλάδα δεν μπορούσε να προχωρήσει σε υποτίμηση, ο πληθωρισμός λογικά θα ανέβαινε.Υπάρχει επίσης και κάτι άλλο» προσθέτει. «Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008,οι περισσότεροι ανέμεναν ότι το ΔΝΤ θα άλλαζε μυαλά. Περιμέναμε ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο θα υπερίσχυε του αμερικανικού.Τώρα γιατί δεν έγινε κάτι τέτοιοπαραμένει άγνωστο.Ισως οι άνθρωποι του ΔΝΤ να έχουν πέσει όλα αυτά τα χρόνια σε μια ιδεολογική παγίδα».

Ωστόσο, όπως εξηγεί η κυρία Κλάιν, μετά και την εμπειρία της Αργεντινής, «το ΔΝΤ ήταν έτοιμο κυριολεκτικά να χρεοκοπήσει,τόσο ιδεολογικά όσο και χρηματικά. Σε αυτό είχε βοηθήσει και η οικονομική κρίση μετά το 2008. Μην ξεχνάτε ότι το ΔΝΤ είχε αναγκαστεί να πουλήσει ακόμη και χρυσό από τα αποθέματά του. Και βέβαιαη εικόνα του στον αναπτυσσόμενο κόσμο ήταν τόσο κακή που οι ηγεσίες των χωρών αυτών δεν ήθελαν να το δουν μπροστά τους». «Τώρα όμως» επισημαίνει «το ΔΝΤ βρήκε μια νέα “αγορά”:την Ευρώπη.Κατά έναν περίεργο τρόπο,σώσατε το ΔΝΤ από τη χρεοκοπία».

Διαβάστε περισσότερα:
ΤΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Δρόμοι παλιοί...


Οδός Σταδίου, κάποτε...

Μανώλης Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί

Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Η αξία των ανθρώπων έχει την εποχή της, ακριβώς όπως και τα φρούτα...

Στην κοινωνική μας ζωή, αρέσουμε συχνότερα για τα ελαττώματά μας παρά για τα προτερήματά μας...

Από τους μεγαλύτερους γνώστες της ανθρώπινης φύσης


François VI duke de La Rochefoucauld
(1613-1680)

Λα Ροσφουκώ

Αφορισμοί

(μερικοί από τους 504 αφορισμούς που περιέχονται στο έργο του "Réflexions ou sentences et maximes morales")

Δεν γίνεται κανείς γελοίος με τις ιδιότητες που έχει, αλλά με τις ιδιότητες που προσποιείται ότι έχει.

Η τύχη και η ψυχική διάθεση κυβερνούν τον κόσμο.

Κανείς δεν αξίζει να επαινεθεί για την καλοσύνη του αν δεν έχει τη δύναμη να είναι κακός.

Ο χωρισμός ελαττώνει τα μέτρια πάθη και δυναμώνει τα μεγάλα, όπως ο άνεμος σβήνει τα κεριά αλλά φουντώνει τις φωτιές.

Στην κοινωνική μας ζωή, αρέσουμε συχνότερα για τα ελαττώματά μας παρά για τα προτερήματά μας.

Μόνο στους μεγάλους ανθρώπους ταιριάζει να έχουν μεγάλα ελαττώματα.

Τίποτε δεν μας εμποδίζει τόσο πολύ να είμαστε φυσικοί, όσο η επιθυμία να είμαστε φυσικοί.

Η μεταμέλεια δεν είναι τόσο λύπη για το κακό που κάναμε, όσο φόβος για εκείνο που μπορεί να πάθουμε εξαιτίας του.

Κάθε άλλη καλοσύνη είναι συνήθως οκνηρία και αδύναμη θέληση.

Η αξία των ανθρώπων έχει την εποχή της, ακριβώς όπως και τα φρούτα.

Δεν βρίσκουμε τους ανθρώπους γνωστικούς, εκτός από αυτούς που συμφωνούν με τη γνώμη μας.

Οι περισσότερες γυναίκες παραδίνονται από αδυναμία παρά από πάθος. Γι' αυτό συνήθως οι επιθετικοί άντρες τα καταφέρνουν καλύτερα από τους άλλους, ακόμα και αν και δεν είναι πιο αξιαγάπητοι.

Ούτε τον ήλιο ούτε το θάνατο μπορεί κανείς να ατενίσει.

Δεν συναντούμε καθόλου αχάριστους, όσο είμαστε σε θέση να κάνουμε το καλό.

κόλαση των γυναικών είναι τα γηρατειά.

Η προφορά του τόπου όπου γεννηθήκαμε μένει στο πνεύμα και την καρδιά μας, όσο και στην ομιλία μας.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα είχαν ερωτευτεί ποτέ τους, αν δεν είχαν ακούσει να γίνεται λόγος για τον έρωτα.

Πραγματικά αξιοπρεπής είναι αυτός που δεν καυχιέται για τίποτα.

Η μετριοπάθεια των ευτυχισμένων ανθρώπων προέρχεται από τη γαλήνη που η καλοτυχία δίνει στην ψυχική τους διάθεση.

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν -σαν τα βότανα- κρυμμένες ιδιότητες που η τύχη τις κάνει να αποκαλυφτούν.

Πώς έχουμε την αξία να κρατήσει το μυστικό μας ένας άλλος, αν δεν μπορούμε να το κρατήσουμε εμείς οι ίδιοι;

Οι αρετές χάνονται μέσα στο συμφέρον, όπως οι ποταμοί στη θάλασσα.

Η μετριοφροσύνη των ανθρώπων στο απόγειο της επιτυχίας τους, είναι μια επιθυμία να φαίνονται πιο μεγάλοι από την τύχη τους.

Η φύση δίνει την αξία και η τύχη την βάζει σε ενέργεια.

Η άρνηση των επαίνων είναι επιθυμία να μας επαινέσουν διπλά.

Το πιο αληθινό σημάδι πως κάποιος γεννήθηκε με μεγάλα προτερήματα, είναι το να γεννηθεί χωρίς φόβο.

Οι γέροι αγαπούν να δίνουν καλές συμβουλές, για να παρηγορούνται που δεν είναι σε θέση να δίνουν κακά παραδείγματα.

Έκαναν την ταπεινοφροσύνη αρετή για να περιορίσουν τις φιλοδοξίες των ισχυρών και να παρηγορήσουν τους μέτριους για την κακή τους τύχη και τα λίγα προτερήματά τους.

Κάλλιο να ξοδεύουμε το μυαλό μας στο να υπομένουμε τις ατυχίες που μας βρίσκουν, παρά στο να προβλέπουμε εκείνες που μπορεί να μας βρουν.

Υπάρχουν άνθρωποι που τους πάνε καλά τα ελαττώματά τους κι άλλοι που τους αδικούν τα προτερήματά τους.

Αν και οι άνθρωποι κολακεύονται για τις μεγάλες τους πράξεις, συχνά αυτές δεν είναι τα αποτελέσματα ενός μεγάλου σχεδίου, αλλά της τύχης.

Για τους περισσότερους ανθρώπους, δικαιοσύνη σημαίνει, απλά, ελπίδα για περισσότερες χάρες.

Στη φιλία και στον έρωτα είμαστε συχνά πιο ευτυχισμένοι χάρη στα όσα αγνοούμε παρά στα όσα ξέρουμε.

Ο εγωισμός υποφέρει περισσότερο από την καταδίκη των γούστων μας παρά των απόψεών μας.

Οι αρετές ενώνονται με το προσωπικό συμφέρον, όπως τα ποτάμια ενώνονται με τη θάλασσα

Λίγοι ξέρουν να γερνούν.

Οι πιο ενοχλητικοί ηλίθιοι είναι αυτοί που διαθέτουν πνεύμα.

Λίγες είναι οι γυναίκες που η αξία τους διαρκεί περισσότερο από την ομορφιά τους.

Η αγάπη, όπως και η φωτιά, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συνεχή κίνηση και παύει να ζει μόλις πάψει να ελπίζει ή να φοβάται.

Η υποκρισία είναι τα λύτρα που πληρώνει η αμαρτία στην αρετή.

Η φιλαργυρία είναι πιο αντίθετη στην οικονομία από τη γενναιοδωρία.

Το βασικό στοιχείο μιας καλής συζήτησης δεν είναι τόσο η εξυπνάδα, όσο η εμπιστοσύνη.

Το καλύτερο που έχει να κάνει, όποιος δεν βασίζεται στον εαυτό του, είναι να σωπαίνει.

Αν κρίνουμε την αγάπη από τα αποτελέσματά της, τότε μοιάζει περισσότερο με μίσος παρά με φιλία.

Ποτέ δεν είναι κανείς τόσο ευτυχισμένος ή τόσο δυστυχισμένος, όσο φαντάζεται.

Η σωματική εργασία μας απαλλάσσει από την ασχολία του μυαλού και αυτό είναι που κάνει τους φτωχούς ευτυχισμένους.

Η αρετή δεν θα πήγαινε τόσο μακριά, αν δεν της κρατούσε συντροφιά η ματαιοδοξία.

Αν δεν είχαμε ελαττώματα, δεν θα αισθανόμασταν τόση ευχαρίστηση να τα παρατηρούμε στους άλλους.

Αγαπούμε πάντα αυτούς που μας θαυμάζουν και δεν αγαπούμε πάντα αυτούς που θαυμάζουμε.

Μεγαλύτερες αρετές χρειάζονται για να αντεπεξέλθει κανείς στην καλή τύχη παρά στην κακή.

Η αληθινή αγάπη είναι όπως τα φαντάσματα: όλοι μιλούν γι' αυτήν, αλλά κανείς δεν την έχει δει.

Δεν περιφρονούμε όσους έχουν ελαττώματα, αλλά όσους δεν έχουν καμιά αρετή.

Είναι πιο εύκολο να αγαπούμε αυτούς που μας μισούν παρά αυτούς που μας αγαπούν περισσότερο απ' όσο θέλουμε.

Όταν τα πάθη μας εγκαταλείπουν, κολακευόμαστε να πιστεύουμε ότι τα εγκαταλείπουμε εμείς.

Αυτό που κάνει ανυπόφορη τη ματαιοδοξία των άλλων είναι ότι πληγώνει τη δική μας.

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ψυχές ζώσες, να δείτε πόσο μοιάζουν μεταξύ τους...


Samuel Beckett (1906-1989)

Η γέννηση ήταν ο θάνατός του
Birth was the death of him


Όχι, δε μετανιώνω για τίποτα, για το μόνο που μετανώνω είναι που γεννήθηκα...
No, I regret nothing, all I regret is having been born...

Samuel Beckett

Γιατί είπα αυτή την ιστορία, δεν το ξέρω. Θα μπορούσα κάλλιστα να είχα πει μια άλλη. Ίσως μια άλλη φορά να μπορέσω να πω κάποια άλλη. Ψυχές ζώσες, να δείτε πόσο μοιάζουν μεταξύ τους...

Σάμιουελ Μπέκετ

Διωγμένος

Τα σκαλοπάτια δεν ήταν πολλά. Τα είχα μετρήσει χιλιάδες φορές, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας, αλλά πόσα ήταν το μυαλό μου δεν το συγκρατούσε. Ποτέ δεν κατάλαβα αν πρέπει να πεις ένα, με το ένα πόδι στο πεζοδρόμιο, δυο όταν το άλλο πόδι πατά στο πρώτο σκαλοπάτι κι ούτω καθεξής ή μήπως το πεζοδρόμιο δε θα 'πρεπε να υπολογίζεται. Στο ίδιο δίλημμα σκόνταφτα και στο κεφαλόσκαλο. Κι από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από τη κορφή προς τα κάτω, το ίδιο ήταν, η έκφραση υστερεί. Δεν ήξερα από που ν' αρχίσω και που να τελειώσω, αυτό ήταν το πρόβλημα. Κατέληξα λοιπόν σε τρεις εντελώς διαφορετικούς αριθμούς, χωρίς ποτέ να μάθω ποιος απ' όλους ήταν ο σωστός. Κι όταν λέω ότι δεν έχω συγκρατήσει τον αριθμό στο νου μου, θέλω να πω πως εκεί, στο νου μου, δε βρίσκεται πια κανείς από τους τρεις αριθμούς. Αν έπρεπε μάλιστα να βρω έναν απ' αυτούς, εκεί που είναι σίγουρο πως θα βρίσκονται, στο νου μου, θα τον έβρισκα, αλλά κείνο μόνο και δίχως να είμαι σε θέση από αυτόν να συναγάγω τους άλλους δυο. Αλλά και τους δυο να εντόπιζα, δε θα 'ξερα τον τρίτο. Όχι, για να τους ξέρω και τους τρεις, θα 'πρεπε, στο νου μου, να βρω και τους τρεις. Οι αναμνήσεις σε σκοτώνουν. Δεν πρέπει λοιπόν να σκέφτεσαι όσα αγαπάς ή μάλλον καλύτερα να τα σκέφτεσαι, ειδάλλως διατρέχεις τον κίνδυνο να τα βρεις, λίγο-λίγο, στο νου σου. Να τα σκέφτεσαι λοιπόν λίγο, πολλές φορές τη μέρα, κάθε μέρα, μέχρι να βουλιάξουνε για πάντα στο βούρκο. Είναι βασικό.

'Αλλωστε δεν έχει και μεγάλη σημασία πόσα είναι τελικά τα σκαλοπάτια. Σημασία έχει να θυμάσαι ότι δεν ήταν πολλά κι εγώ το θυμήθηκα. Δεν φαίνονταν πολλά ακόμα και στο παιδί, που 'ξερε κι άλλα σκαλοπάτια, που τα 'βλεπε καθημερινά, τ' ανέβαινε, τα κατέβαινε, έπαιζε κει κότσια ή άλλα παιχνίδια που θα ξεχνούσε τ' όνομά τους. Πώς θα 'πρεπε λοιπόν να φανούν στον άντρα που ανοικονόμητος ξεπετάχτηκε από κει μέσα; Συνεπώς το πέσιμο δεν ήταν σοβαρό. 'Ακουσα πέφτοντας τη πόρτα να κλείνει με πάταγο κι ενώ ακόμα έπεφτα, αισθάνθηκα ανακουφισμένος. Γιατί τούτο σήμαινε πως δε τρέχανε ξοπίσω μου με μπαστούνι να με ξυλοκοπήσουν στη μέση του δρόμου και μπρος στον κόσμο. Αν τέτοια ήταν η πρόθεσή τους, δεν θα 'χανε κλείσει τη πόρτα, θα την άφηναν ανοιχτή, ώστε ν' απολαύσουν τη τιμωρία μου όσοι είχανε συγκεντρωθεί στο διάδρομο, να τους γίνει ίσως και μάθημα. Τούτη τη φορά αρκέστηκαν να με διώξουνε με τις κλωτσιές και τίποτα παραπάνω. Μέχρι να προσγειωθώ στο χαντάκι, είχα τον χρόνο να ολοκληρώσω τούτο τον συλλογισμό. Υπ' αυτές τις συνθήκες τίποτα δεν με υποχρέωνε να σηκωθώ αμέσως. Στήριξα τον αγκώνα στο πεζοδρόμιο, είναι αστείο τι θυμάται κανείς, έγειρα το αφτί στη παλάμη κι άρχισα ν' αναλογίζομαι τη κατάστασή μου, οικεία ωστόσο. Ο ήχος όμως, αμυδρός αλλ' αλάνθαστος, της πόρτας που 'κλεινε και πάλι, μ' έβγαλε από τη ρέμβη μου, όπου ήδη ένα ολόκληρο τοπίο έπαιρνε μορφή, με λευκάκανθα κι άγρια τριαντάφυλλα, του ονείρου, όλο χάρη, κοίταξα προς τα πάνω αλαφιασμένος, τα χέρια στο πεζοδρόμιο και τα πόδια έτοιμα να κάνουν φτερά. Ήταν μονάχα το καπέλο μου που, διαγράφοντας κύκλους στον αέρα, ερχόταν καταπάνω μου. Το έπιασα και το φόρεσα. Για το Θεό που πίστευαν ήταν απόλυτα σωστοί, θα μπορούσαν να το είχαν κρατήσει, αλλά το καπέλο δεν ήταν δικό τους, δικό μου ήταν, κι έτσι μου το έδωσαν. Η μαγεία όμως είχε χαθεί.

Το καπέλο πώς να το περιγράψω; Και γιατί; Όταν το κεφάλι μου απέκτησε δεν θα έλεγα τις οριστικές αλλά τις μέγιστες δυνατές διαστάσεις, ο πατέρας μού είπε, Έλα, γιε μου, θ' αγοράσουμε το καπέλο σου, λες κι εκείνο προϋπήρχε, σε τόπο προκαθορισμένο, ανέκαθεν. Προχώρησε κατευθείαν προς το καπέλο. Εμένα δεν μου 'πεφτε λόγος, ούτε του καπελά. Έχω συχνά αναρωτηθεί μήπως ο πατέρας ήθελε να με ταπεινώσει, μήπως ζήλευε που ήμουν νέος και ωραίος, φρέσκος τουλάχιστον, σε αντίθεση με κείνον που 'ταν ήδη μεγάλος, με πρόσωπο κόκκινο και πρησμένο. Από κείνη τη μέρα μου απαγορεύτηκε να βγαίνω έξω χωρίς καπέλο, ν' ανακατεύει ο αέρας τα όμορφα καστανά μαλλάκια μου. Το 'βγαζα καμιά φορά σε δρόμους έρημους και το κρατούσα στο χέρι, αν και έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Όφειλα να το βουρτσίζω καθημερινά, πρωί απόγευμα.

Τ' αγόρια της ηλικίας μου, που 'χα πότε-πότε την υποχρέωση να συγχρωτίζομαι, με κορόιδευαν. Έλεγα όμως στον εαυτό μου δεν είναι στ' αλήθεια το καπέλο που τους φταίει, κάνουνε πλάκα με το καπέλο επειδή είναι λίγο πιο φανταχτερό από τα υπόλοιπά μου, άλλωστε δεν διακρίνονται και για τη φινέτσα τους. Πάντα μου προκαλούσε κατάπληξη η έλλειψη φινέτσας των συνομηλίκων μου, σε μένα που η ψυχή νυχθημερόν παράδερνε αναζητώντας τον εαυτό της. Ίσως και να 'ταν απλώς ευγενείς, όπως εκείνοι που κάνουνε πλάκα με τη μύτη του καμπούρη. Όταν ο πατέρας πέθανε θα μπορούσα να 'χα απαλλαγεί από το καπέλο, τίποτα δε μ' εμπόδιζε, δεν το 'κανα. Να το περιγράψω, αλλά πώς; Κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη φορά.

Σηκώθηκα και ξεκίνησα. Ξεχνώ πόσων χρόνων ήμουν. Απ' όσα μου είχαν μόλις συμβεί, τίποτα δεν άξιζε να γίνει ανάμνηση. Μήτε κοιτίδα, μήτε μνήμα, για οτιδήποτε. Ή μάλλον τόσες άλλες κοιτίδες, τόσα άλλα μνήματα, που τα έχω χαμένα. Δεν θα ήταν πάντως υπερβολή να πω ότι βρισκόμουν στο άνθος της ηλικίας μου, είχα όλες μου τις δυνάμεις, κάπως έτσι θαρρώ το λένε. Ω, ναι, τις είχα. Διέσχισα τον δρόμο, και στράφηκα να δω το σπίτι που μ' έδιωξε, εγώ που ουδέποτε κοιτούσα πίσω όταν έφευγα. Πόσο όμορφο ήταν! Γεράνια στα παράθυρα. Έχω εντρυφήσει στα γεράνια. Είναι ζόρικα, όμως τελικά κατάφερα να τα κουμαντάρω, θαύμαζα πάντα την πόρτα του σπιτιού, ψηλά, στην κορυφή της μικρής σκάλας. Να την περιγράψω. Αλλά πώς; Πόρτα πράσινη, συμπαγής, από πάνω της κάτι σαν στέγαστρο το καλοκαίρι με άσπρες και πράσινες ρίγες, μια τρύπα για το θορυβώδες σφυρηλατημένο μάνταλο, και μια χαραμάδα για τις επιστολές, ένα μπρούντζινο καπάκι στερεωμένο στις άκρες με ελατήρια την προστάτευε από τη σκόνη, τις μύγες και τα πουλάκια. Αρκετά με την περιγραφή. Δεξιά κι αριστερά από την πόρτα δυό κολονάκια ίδιου χρώματος, στο δεξί ήταν το κουδούνι. Κουρτίνες συμβατικού γούστου. Ακόμα και ο καπνός που υψωνόταν από την καμινάδα έμοιαζε πριν διαλυθεί πιο μελαγχολικός και μπλάβος από των γειτόνων. Κοίταξα το τρίτο και τελευταίο πάτωμα κι είδα -εξωφρενικό!- το παράθυρό μου ορθάνοιχτο. Επιχείρηση γενικής καθαριότητας ήταν σε εξέλιξη. Σε λίγες ώρες θα έκλειναν το παράθυρο, θα τραβούσαν τις κουρτίνες και θα ψέκαζαν όλο το μέρος μ' απολυμαντικό. Τους ήξερα. Με πόση ευχαρίστηση θα πέθαινα σε κείνο το σπίτι.

Σαν σε παραίσθηση είδα την πόρτα να ανοίγει και τα πόδια μου να βγαίνουν έξω. Ήξερα ότι δεν θα κατασκόπευαν πίσω απότις κουρτίνες, αν το 'θελαν, θα το είχαν κάνει, έτσι δεν φοβόμουν να κοιτάξω. Τους ήξερα. Είχαν επιστρέψει στη φωλιά τους, και καταγίνονταν με τις ασχολίες τους. Να τους είχα φταίξει σε κάτι. Την πόλη δεν τη γνώριζα καλά, εκεί γεννήθηκα, εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα, έπειτα όλα τα επόμενα, τόσα, που θεώρησα ότι κάθε ίχνος μου είχε χαθεί, λάθος. Έβγαινα τόσο λίγο! Μία στις τόσες θα πήγαινα ως το παράθυρο και τραβώντας τις κουρτίνες κοίταζα έξω. Όμως επέστρεφα βιαστικά στο βάθος του δωματίου, στο κρεβάτι μου. Ένιωθα δυσφορία με τόσο αέρα τριγύρω μου, μου φέρνανε σύγχυση τόσες προοπτικές, Πάντως την εποχή εκείνη ήξερα ακόμα πώς να συμπεριφερθώ όταν ήταν απολύτως αναγκαίο.

Κοίταξα όμως πρώτα τον ουρανό, εκεί απ' όπου κάθε βοήθεια, εκεί που δρόμοι δεν υπάρχουν, εκεί όπου ελεύθερα περιπλανιέσαι σαν σε έρημο, εκεί όπου το βλέμμα δεν σκοντάφτει πουθενά, όπου κι αν στραφεί, παρά μόνο πάνω στα ίδια του τα όρια. Νεότερος νόμιζα ότι η ζωή θα ήταν καλύτερη στο μέσο μιας πεδιάδας, πήγα λοιπόν στο ξέφωτο του Luneburg. Ξέφωτα υπήρχαν κι άλλα, πολύ πιο κοντινά, αλλά μια φωνή μού έλεγε διαρκώς, Είναι το πάρκο του Luneburg που χρειάζεσαι. Ίσως είχε να κάνει με το Lune. Όπως αποδείχτηκε πάντως, το ξέφωτο του Luneburg ήταν εντελώς απογοητευτικό. Επέστρεψα σπίτι απογοητευμένος αλλά ταυτόχρονα κι ανακουφισμένος. Ναι, δίχως να ξέρω το γιατί, την απογοήτευσή μου, που ήταν και συχνότερη παλιότερα, ακολουθούσε, το πολύ μ' ένα λεπτό διαφορά, ένα αίσθημα μεγάλης ανακούφισης. Ξεκίνησα. Βάδισμα και το δικό μου. Τα κάτω άκρα άκαμπτα, λες και η φύση μού είχε στερήσει τα γόνατα, τα πόδια, δεξί κι αριστερό, σε αφύσικη απόσταση το ένα απ' το άλλο, εκτός του άξονα βηματισμού. Αντιθέτως, ο κορμός, σαν ρυθμισμένος από αντισταθμιστικό μηχανισμό, να μοιάζει με σακούλα που δίχως σχήμα κλυδωνίζεται ανεξέλεγκτα, ακολουθώντας τους απρόβλεπτους κραδασμούς της λεκάνης.

Προσπάθησα πολλές φορές να διορθώσω τα ελαττώματά μου, να λυγίσω τα γόνατα, να περπατήσω ευθυγραμμίζοντας το ένα πόδι πίσω από τ' άλλο, να κρατήσω ίσιο το στήθος, καθώς όμως είχα τουλάχιστον πέντε ή έξι, το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο -έχανα την ισορροπία μου κι έπεφτα. Ένας άντρας πρέπει να βαδίζει δίχως να το σκέφτεται, όπως αναπνέει, κι όταν βάδιζα χωρίς να το σκέφτομαι, βάδιζα όπως ακριβώς περιέγραψα, κι όταν το σκεφτόμουν έφερνα εις πέρας μερικά βήματα αξιέπαινης εκτέλεσης και μετά έπεφτα. Αποφάσισα λοιπόν να είμαι ο εαυτός μου. Όσο για τη στάση, θαρρώ πως, εν μέρει τουλάχιστον, οφείλεται σε μια συγκεκριμένη κλίση από την οποία ποτέ δεν απαλλάχτηκα, άφησε το σημάδι της, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, την περίοδο που εντυπώνονται όλα αυτά που καθορίζουν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, αναφέρομαι στην περίοδο που εκτείνεται ως εκεί που φτάνει το μάτι, από τα πρώτα μπουσουλήματα πίσω από την καρέκλα μέχρι την Τρίτη βαθμίδα και την ολοκλήρωση των σπουδών μου. Τότε απέκτησα την αξιοθρήνητη συνήθεια να κυκλοφορώ ως το βράδυ με το παντελόνι κατουρημένο ή και χεσμένο ακόμα, αυτό συνέβαινε τακτικά κάθε πρωί μεταξύ δέκα και δέκα και μισή, και να επιμένω να τελειώσω έτσι τη μέρα μου, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Η ιδέα και μόνο ότι θ' άλλαζα παντελόνι, ή θα το εκμυστηρευόμουν στη μητέρα μου, που ένας θεός ξέρει πως μόνο να με βοηθήσει ήθελε, με τρέλαινε, το γιατί δεν το ξέρω, έτσι μέχρι την ώρα του ύπνου σερνόμουν με τους μικρούς μου μηρούς να βρωμούν και να συγκαίγονται, κολλώντας ως τον ποπό μου -αποτέλεσμα της ακράτειάς μου. Από εκεί λοιπόν ο επιφυλακτικός τρόπος βαδίσματος, με τα πόδια άκαμπτα και ανοιχτά, και το απελπιστικό πήγαιν' έλα του στέρνου, χωρίς αμφιβολία για να διώχνει τη βρώμα, να δίνει την εντύπωση πως ήμουν όλο χαρά και ευθυμία, ανέμελος, και να καθιστά αληθοφανείς τις εξηγήσεις μου για την ακαμψία των κάτω άκρων που απέδιδα σε κληρονομική ρευματοπάθεια. Σε τούτη την προσπάθεια ξοδεύτηκε ο νεανικός μου ενθουσιασμός, όσον διέθετα, έγινα πριν της ώρας μου πικρός και φιλύποπτος, ερωτεύτηκα το κρυφτούλι και τη στάση μου μπρούμυτα. 'Αθλιες νεανικές λύσεις, που δεν προσφέρουν καμία εξήγηση. Περιττές λοιπόν οι προφυλάξεις, αποφαινόμαστε δίχως φόβο, η ομίχλη δεν πρόκειται να διαλυθεί.

Ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Προχώρησα προς τα κάτω βαδίζοντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πεζοδρόμιο. Και το πιο πλατύ πεζοδρόμιο δεν είναι ποτέ αρκετά πλατύ για μένα, όταν βρίσκομαι σε κίνηση, άλλωστε απεχθάνομαι να ενοχλώ όσους μου είναι άγνωστοι. Ένας αστυνομικός με σταμάτησε και είπε, ο δρόμος για τ' αυτοκίνητα, το πεζοδρόμιο για τους πεζούς. Σαν απόφθεγμα από την Παλαιά Διαθήκη. Ανέβηκα λοιπόν στο πεζοδρόμιο, έτοιμος να ζητήσω συγγνώμη, κι έμεινα εκεί, παρά το ανεκδιήγητο στριμωξίδι, κάνοντας τουλάχιστον είκοσι βήματα, ώσπου ρίχτηκα καταγής για να μη χτυπήσω ένα παιδί. Φορούσε, θυμάμαι, ένα μικρό λουρί με κουδουνάκια, μπορεί και να έπαιρνε τον εαυτό μου γι' αλογάκι, γιατί όχι. Ευχαρίστως θα το είχα συνθλίψει γιατί απεχθάνομαι τα παιδιά, χάρη θα του έκανα, φοβόμουν όμως τις συνέπειες. Καθένας είναι γονιός, κι έτσι δεν μπορείς να ελπίζεις. Θα έπρεπε στους πολυσύχναστους δρόμους να έχουν ειδικές λωρίδες γι'αυτά τα απαίσια μικρά πλάσματα, για τα καροτσάκια, τα τσέρκια, τα γλυκά, τα πατίνια, τα τροχοπέδιλα, τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τις νταντάδες, τα μπαλόνια, τις μπάλες, με μια λέξη, για όλη τη σιχαμερή τους μικρή ευτυχία. Έπεσα λοιπόν συμπαρασύροντας και μια γριά σκεπασμένη με πούλιες και δαντέλες, θα ζύγιζε σίγουρα πάνω από εκατό κιλά. Έβαλε τις φωνές και μαζεύτηκε κόσμος. Ήλπιζα να είχε σπάσει τον μηρό της, οι ηλικιωμένες σπάνε εύκολα τους μηρούς τους, αν και όχι τόσο, όχι και τόσο. Εξαφανίστηκα μέσα στη γενική σύγχυση μουρμουρίζοντας ακατάληπτες βρισιές, σαν να ήμουν εγώ το θύμα, και ήμουν, μόνο που δεν θα μπορούσα να το αποδείξω. Τα παιδιά ή τα μωρά δεν τα λιντσάρουν ποτέ, ό,τι και αν κάνουν, εξ ορισμού θεωρούνται αθώα. Προσωπικά ευχαρίστως θα τα λιντσάριζα, δεν εννοώ ότι θα σήκωνα χέρι πάνω τους, όχι, βίαιος άνθρωπος δεν είμαι, θα ενθάρρυνα όμως άλλους να το κάνουν και στη συνέχεια θα τους κερνούσα ένα ποτό.

'Αρχισα πάλι να τρεκλίζω, όταν με σταμάτησε και δεύτερος αστυνομικός, ίδιος κι απαράλλαχτος με τον πρώτο, τόσο που αναρωτήθηκα μήπως ήταν όντως ο ίδιος. Μου υπέδειξε ότι το πεζοδρόμιο ήταν για όλους, λες κι ήταν αυτονόητο ότι εγώ δεν θα μπορούσα ν' ανήκω σ' αυτούς. Μήπως θα θέλατε, ρώτησα, δίχως να σκεφτώ ούτε στιγμή τον Ηράκλειτο, να κατεβώ στο ρείθρο; Κατεβείτε όπου θέλετε, είπε εκείνος, αφήστε όμως χώρο και για τους άλλους. Αν δε μπορείτε να κυκλοφορείτε όπως όλοι, είπε, προτιμότερο να μένετε σπίτι σας, άντε στο καλό. Είχε πετύχει διάνα. Κι ότι μου απέδωσε ένα σπίτι δεν ήταν μικρή ικανοποίηση. Εκείνη τη στιγμή πέρασε μια κηδεία, κάτι όχι ασυνήθιστο άλλωστε. Μεγάλη αναμπουμπούλα από καπέλα και ταυτοχρόνως αναταραχή από αμέτρητα δάχτυλα. Εγώ πάντως, αν έφτανα στο σημείο να κάνω τον σταυρό μου, θα έβαζα τα δυνατά μου να τον κάνω σωστά, μύτη, αφαλός, αριστερή ρώγα, δεξιά ρώγα. Εκείνοι ήταν βάναυσοι και απρόσεκτοι, σαν να είχε καρφωθεί ένα κουβάρι στον σταυρό, χωρίς καμία αξιοπρέπεια, τα γόνατα κάτω από το πηγούνι, τα χέρια όπως όπως. Οι πιο ένθερμοι παρέμεναν ακίνητοι μουρμουρίζοντας. Όσο για τον αστυνομικό, κορδώθηκε σε στάση προσοχής, έκλεισε τα μάτια και χαιρέτισε. Πίσω από τα παράθυρα των αμαξών είδα ανθρώπους να θρηνούν και να εξιστορούν χειρονομώντας, σκηνές, δίχως άλλο, από τη ζωή του εκλιπόντος εν Χριστώ αδελφού, ή αδελφής. Μου φαίνεται πως έχω ακούσει ότι η διακόσμηση της νεκροφόρας διαφέρει από άντρα σε γυναίκα, αν και δεν ξέρω ποια είναι η διαφορά. Έκλαναν κι έχεζαν τα άλογα, λες και πήγαιναν σε πανηγύρι. Γονατιστό δεν είδα κανέναν. Αλλά για μας το τελευταίο ταξίδι τελείωνε γρήγορα, κανείς λόγος να επιταχύνουμε το βήμα, η τελευταία άμαξα με το υπηρετικό προσωπικό προσπέρασε, το διάλειμμα τελείωσε, απομακρύνθηκαν οι περαστικοί, πίσω στα δικά μας.

Σταμάτησα λοιπόν για τρίτη φορά, αυτό θέλησα κι ανέβηκα σε μιαν άμαξα. Σαν εκείνες που μόλις είχα δει να περνούν, γεμάτες κόσμο που συζητούσε έντονα, προφανώς θα μου είχε κάνει εντύπωση. Ένα μεγάλο μαύρο κουτί είναι, κουνιέται και ταλαντεύεται πάνω στις σούστες, με παράθυρα μικρά, μαζεύεσαι σε μια γωνιά, μυρίζει κλεισούρα. Ένιωθα το καπέλο μου να χτυπά στη σκεπή. Λίγο μετά έσκυψα μπροστά κι έκλεισα το παράθυρο. Έπειτα ξανακάθισα πίσω, με την πλάτη στο άλογο. Λαγοκοιμόμουν, όταν μια φωνή με έκανε να πεταχτώ, του αμαξά. Πεπεισμένος ότι δεν επρόκειτο να τον ακούσω μέσα από το παράθυρο, είχε ανοίξει την πόρτα. Είδα μόνο το μουστάκι του. Για πού; είπε. Είχε κατεβεί από τη θέση του για να με ρωτήσει. Κι εγώ που νόμιζα ότι ήμουν ήδη πολύ μακριά. Προσπάθησα να θυμηθώ το όνομα κάποιου δρόμου ή μνημείου. Είναι η άμαξά σας για πούλημα; του είπα. Προσθέτοντας, δίχως το άλογο. Τι να το έκανα το άλογο; Αλλά και την άμαξα τι θα την έκανα; Θα μπορούσα μήπως να τεντωθώ εκεί μέσα; Ποιος θα μου 'φερνε φαγητό; Στο ζωολογικό κήπο, είπα. Θα ήταν ασυνήθιστο μια πρωτεύουσα σαν αυτή να μην έχει ζωολογικό κήπο. Προσθέτοντας, μη πάτε πολύ γρήγορα. Εκείνος γέλασε. Σαν να είχε βρει διασκεδαστική τη προτροπή να μη πάει γρήγορα στο ζωολογικό κήπο. Ή το ενδεχόμενο να μείνει δίχως άμαξα. Εκτός κι αν ήταν εξαιτίας μου, αν είχε τόσο μεταμορφωθεί η άμαξα από την παρουσία μου, το πρόσωπό μου, που ο αμαξάς βλέποντάς με εκεί με το κεφάλι στις σκιές της σκεπής και τα γόνατα στηριγμένα στο παράθυρο, να αμφέβαλλε αν ήταν δική του η άμαξα, αν ήταν άμαξα. Έριξε μια βιαστική ματιά στο άλογο και βεβαιώθηκε. Σάμπως ξέρει κανείς ποτέ γιατί γελά; Πάντως το γέλιο του δεν κράτησε πολύ, άρα μάλλον δεν γελούσε με μένα. Έκλεισε την πόρτα και σκαρφάλωσε στη θέση του.

Σε λίγο το άλογο ξεκίνησε. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται την περίοδο εκείνη είχα ακόμα λίγα χρήματα. Το μικρό ποσό, δώρο του πατέρα μου και κληροδοτημένο δίχως όρους, ακόμη αναρωτιέμαι μήπως μου το είχαν κλέψει. Έπειτα τίποτα. Κι όμως η ζωή συνεχιζόταν, μέχρι ενός σημείου μάλιστα καταπώς ήθελα. Το μεγάλο μειονέκτημα που έχει αυτή η κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να οριστεί ως μηδενική αγοραστική δυνατότητα, ήταν ότι έπρεπε να βρίσκεσαι διαρκώς σε κίνηση. Πώς να σου φέρουν -για παράδειγμα- φαγητό σπίτι όταν είσαι απένταρος. Αναγκάζεσαι να βγαίνεις έξω και να μετακινείσαι, τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα. Μ' αυτές τις συνθήκες δύσκολο να 'χεις και διεύθυνση σπιτιού, ακατόρθωτο. Πληροφορήθηκα επομένως με καθυστέρηση ότι έψαχναν να με βρουν για μια δική μου υπόθεση. Ούτε ξέρω με ποιο τρόπο. Γιατί εφημερίδες δεν διάβαζα, κι ούτε θυμάμαι να είχα μιλήσει σε άνθρωπο εκείνα τα χρόνια, τρεις τέσσερις φορές το πολύ κι αυτό για φαγητό. Όπως και να 'ναι, μάλλον θα το μυρίστηκα κάπως, ειδάλλως ούτε εγώ υπήρχε περίπτωση να επισκεφθώ τον κύριο Nidder, τον δικηγόρο, παράξενο που ορισμένα ονόματα δεν ξεχνιούνται με τίποτα, ούτε κι εκείνος να με δεχτεί. Επιβεβαίωσε την ταυτότητά μου. Του πήρε κάποια ώρα. Του έδειξα τα μεταλλικά αρχικά στη φόδρα του καπέλου μου, όχι ότι αποδείκνυαν κάτι, αλλά αύξαιναν τις πιθανότητες. Υπογράψτε, μου είπε. Έπαιζε μ' έναν κυλινδρικό χάρακα που έριχνε κάτω και βόδι. Μετρήστε τα, μου είπε. Παρούσα ήταν και μια νέα γυναίκα, μάλλον μάρτυρας επί πληρωμή. Παράχωσα το μάτσο με τα χαρτονομίσματα στην τσέπη μου. Δεν κάνετε καλά, μου είπε. Είχα την εντύπωση πως έπρεπε να μου ζητήσει να τα μετρήσω, προτού υπογράψω, αυτό θα ήταν το σωστό. Αν χρειαστεί, είπε, πού μπορώ να σας βρω; Μόλις κατέβηκα τα σκαλιά έκανα μια σκέψη. Κι επέστρεψα για να τον ρωτήσω από πού προέρχονταν τα χρήματα, προσθέτοντας ότι είχα κάθε δικαίωμα να ξέρω. Μου είπε κάποιο γυναικείο όνομα που έχω ξεχάσει. Ίσως και να με είχε χορέψει στα γόνατά της όταν ήμουν ακόμα στις φασκιές, να μου είχε κάνει κούνια-μπέλα. Μερικές φορές αυτό αρκεί. Στις φασκιές, το τονίζω, γιατί οποτεδήποτε μετά θα ήταν πολύ αργά για κούνια-μπέλα. Χάρη σε κείνο το ποσό είχα ακόμα λίγα χρήματα. Πολύ λίγα. Κατανεμημένα στη ζωή που θα ακολουθούσε ήταν αμελητέα, εκτός κι αν οι προβλέψεις μου ήταν αδικαιολόγητα απαισιόδοξες. Χτύπησα το χώρισμα δίπλα από το καπέλο μου και πίσω ακριβώς από την πλάτη του αμαξά, αν υπολόγιζα σωστά. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε από την ταπετσαρία. Πήρα από τη τσέπη μου μια πέτρα και χτύπησα με τη πέτρα, ώσπου ο αμαξάς σταμάτησε. Παρατήρησα ότι σ' αντίθεση με τα περισσότερα τροχοφόρα που κόβουνε ταχύτητα πριν σταματήσουν, η άμαξα κοκάλωσε μεμιάς. Περίμενα. Η άμαξα σείστηκε ολόκληρη. Πρέπει να μ' άκουγε ο αμαξάς, πάνω στο ψηλό του κάθισμα. Είδα το άλογο όπως με τα ίδια μου τα μάτια. Δεν είχε χαλαρώσει, όπως σε άλλες σύντομες στάσεις, παρέμενε σε εγρήγορση, με τ' αφτιά ορθωμένα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο, είχαμε ξεκινήσει πάλι. Ξαναχτύπησα στο χώρισμα, μέχρι που η άμαξα σταμάτησε. Ο αμαξάς κατέβηκε βρίζοντας. Κατέβασα το παράθυρο για να τον αποτρέψω ν' ανοίξει την πόρτα. Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα. Είχε γίνει κατακόκκινος, σαν παντζάρι. Θυμός ή ο δυνατός άνεμος. Του είπα ότι τον μίσθωνα για όλη την ημέρα. Απάντησε ότι στις τρεις είχε μια κηδεία. Α, οι νεκροί. Του είπα πως είχα αλλάξει γνώμη, και δεν ήθελα πλέον να πάω στον ζωολογικό κήπο. Ας μην πάμε στον ζωολογικό κήπο, είπα. Μου απάντησε ότι εκείνον δεν τον ένοιαζε πού θα πηγαίναμε, αρκεί να μην ήταν μακριά, για το ζώο. Κι έπειτα μιλάνε για την ιδιαιτερότητα του λόγου των πρωτόγονων. Τον ρώτησα αν ήξερε κάποιο φαγάδικο. Προσθέτοντας, θα φάτε μαζί μου. Σε τέτοια μέρη προτιμούσα να είμαι μαζί με κανονικό πελάτη. Υπήρχε ένα μεγάλο, μακρόστενο τραπέζι, με δυο ισομήκεις πάγκους, από τη μια και την άλλη πλευρά. Στο τραπέζι μού μίλησε για τη ζωή του, τη γυναίκα του, το ζώο, έπειτα πάλι για τη ζωή του, πόσο φοβερή ήταν η ζωή που έκανε, κυρίως εξαιτίας του χαρακτήρα του. Με ρώτησε αν αντιλαμβανόμουν τι σήμαινε να κυκλοφορείς έξω βρέξει-χιονίσει. Έμαθα ότι υπήρχαν ακόμη αμαξάδες που περνούσαν τη μέρα τους αναπαυτικά μες στη ζέστη, περιμένοντας με την άμαξα στη σειρά τον πελάτη που θα τους ξεκουνούσε. Συνηθιζόταν παλιότερα, αλλά στις μέρες μας πρέπει να ακολουθείς άλλες μεθόδους, αν θέλεις να βάλεις κάτι στην άκρη για τα γεράματα. Του περιέγραψα την κατάστασή μου, τι είχα χάσει και τι έψαχνα. Κάναμε και οι δυο μας γενναίες προσπάθειες για να εξηγήσουμε, για να καταλάβουμε. Κατάλαβε ότι δεν είχα πια δωμάτιο κι ότι χρειαζόμουν άλλο, αλλά μέχρι εκεί, τα υπόλοιπα του διέφευγαν. Του είχε καρφωθεί η ιδέα, και κανείς δεν μπορούσε να του τη βγάλει απ' το νου, πως έψαχνα για επιπλωμένο δωμάτιο. Έβγαλε από τη τσέπη του μιαν εφημερίδα, χθεσινή ή και προχθεσινή και διέτρεξε τις μικρές αγγελίες, υπογραμμίζοντας πεντέξι απ' αυτές μ' ένα λεπτό μολύβι, το ίδιο που αμφιταλαντευόταν πάνω απ' όσες ενδεχομένως αποκλείονταν. Δίχως αμφιβολία υπογράμμισε όσα θα υπογράμμιζε αν ήταν εκείνος στη θέση μου ή όσα ήταν στην ίδια γειτονιά, χάρη του ζώου. Θα 'χε μπερδευτεί αν του 'χα πει πως εκτός απόνα κρεβάτι δεν αντέχω άλλα έπιπλα στο δωμάτιο κι ότι όλα, ακόμα και το κομοδίνο, έπρεπε ν' απομακρυνθούνε προτού συγκατατεθώ να πατήσω οπουδήποτε το πόδι μου.

Γύρω στις τρεις ξυπνήσαμε το άλογο και ξεκινήσαμε. Ο αμαξάς πρότεινε να κάτσω δίπλα του, αλλά εγώ εδώ και ώρα ονειρευόμουν να μπω στην άμαξα, το οποίο κι έκανα. Επισκεφθήκαμε μεθοδικά, τη μία μετά την άλλη, νομίζω, όλες τις διευθύνσεις που 'χεν υπογραμμίσει. Η μικρή χειμωνιάτικη μέρα κόντευε να τελειώσει. Έχω καμιά φορά την εντύπωση ότι αυτές είναι και οι μοναδικές μέρες που είδα, κυρίως τη μαγική κείνη ώρα, λίγο πριν σβήσουν στο σκοτάδι. Οι διευθύνσεις που 'χεν υπογραμμίσει, ή μάλλον σημειώσει με σταυρό, όπως κάνουν οι απλοί άνθρωποι, αποδείχτηκαν, η μία μετά την άλλη, άχρηστες και τις διέγραφε, τη μία μετά την άλλη, μονοκοντυλιά. Μετά μου 'δωσε την εφημερίδα, με τη συμβουλή να τη φυλάξω, για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα ξανακοιτούσα κει που είχα ήδη δει -μάταια. Μολονότι τα παράθυρα ήταν κλειστά, η άμαξα έτριζε και στους δρόμους είχε φασαρία, τον άκουγα να τραγουδά, καθώς τρανταζόταν ολομόναχος και μετεωριζόταν πάνω από το κάθισμά του. Είχε προτιμήσει εμένα από την κηδεία, κι αυτό ήταν γεγονός διά βίου μη αμφισβητήσιμο. Τραγουδούσε, Εκείνη είναι μακριά από τη χώρα όπου κοιμάται ο νεαρός ήρωας, άλλα λόγια δεν θυμάμαι. Κάθε φορά που σταματούσαμε, κατέβαινε από τη θέση του και βοηθούσε κι εμένα να κατέβω από τη δική μου. Χτυπούσα το κουδούνι που μου υποδείκνυε και συχνά χανόμουν μέσα στο σπίτι. Περίεργο συναίσθημα, το θυμάμαι, μετά από τόσο καιρό, ολόγυρά μου ένα σπίτι. Με περίμενε στο πεζοδρόμιο και με βοηθούσε να ξανανέβω στην άμαξα. Θεέ μου, τον είχα σιχαθεί τον αμαξά. Σκαρφάλωσε στη θέση του και ξεκινήσαμε. Κάποια στιγμή συνέβη το εξής. Σταμάτησε. Πετάχτηκα μουδιασμένος κι ετοιμάστηκα να κατεβώ. Καθώς όμως δεν ήρθε να μου ανοίξει την πόρτα και να μου προσφέρει το μπράτσο του, αναγκάστηκα να κατεβώ μόνος μου. 'Αναβε τις λάμπες. Αγαπώ τις λάμπες πετρελαίου, παρόλο που μαζί με τα κεριά κι αν εξαιρέσεις τ' άστρα, είναι από τα πρώτα φώτα που γνώρισα. Τον ρώτησα αν μπορούσα ν' ανάψω την άλλη λάμπα, μια κι εκείνος είχε ήδη ανάψει τη μία. Μου έδωσε το κουτί με τα σπίρτα, σήκωσα το κυρτό γυαλί πάνω στα τσιγκέλια, άναψα κι αμέσως το έκλεισα, να κάψει το φιτίλι, φωτεινά, σταθερά, προφυλαγμένο από τον αέρα στο σπιτάκι μου. Χαρά που ένιωσα. Όχι ότι διακρίναμε και κάτι με το φως από αυτές τις λάμπες, εκτός από το αδρό περίγραμμα του αλόγου, όμως οι άλλοι μας έβλεπαν από μακρυά, δύο κίτρινες λάμψεις να αρμενίζουν αργά στον αέρα.

Όταν το αμάξωμα έστριβε, ένα μάτι διαγραφόταν κόκκινο ή πράσινο αναλόγως με την περίσταση, ρόμβος ανάγλυφος, με την ευκρίνεια υαλογραφίας. Αφού είχαμε ελέγξει και την τελευταία διεύθυνση, ο αμαξάς πρότεινε να με πάει σ' ένα ξενοδοχείο που ήξερε, θα ήμουν άνετα εκεί. Έτσι μάλιστα, αμαξάς-ξενοδοχείο, υπήρχε κάποια σχέση. Συστημένος από εκείνον, δεν θα μου έλειπε τίποτα. Όλες οι ανέσεις, είπε, κλείνοντάς μου το μάτι. Τοποθετώ τη συνομιλία μας στο πεζοδρόμιο, μπροστά από το σπίτι, απ' όπου είχα μόλις βγει. Θυμάμαι κάτω από τη λάμπα τα καπούλια του αλόγου, νοτερά και καμπύλα, στο χερούλι της πόρτας την παλάμη του αμαξά μέσα σε μάλλινο γάντι. Η σκεπή της άμαξας μού έφτανε στον λαιμό. Πρότεινα να πιούμε ένα ποτό. Το άλογο δεν είχε φάει και δεν είχε πιει τίποτα όλη μέρα. Το επισήμανα στον αμαξά, αλλά μου απάντησε ότι το ζώο δεν έτρωγε τίποτα, πριν γυρίσει στον στάβλο. Κάτι, το παραμικρό να έτρωγε στη διάρκεια της μέρας, ένα μήλο ή έναν κύβο ζάχαρη, του έφερνε πόνους στο στομάχι, κωλικούς, δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα, μπορεί και να τα τίναζε. Γι'αυτό κι όταν για οποιονδήποτε λόγο ο αμαξάς έπρεπε να το αφήσει από τα μάτια του, του έδενε τα σαγόνια με ένα λουρί, να μην υποφέρει από τους καλόκαρδους περαστικούς.

Ύστερα από μερικά ποτά ο αμαξάς με παρακάλεσε να κάνω στον ίδιο και στη γυναίκα του την τιμή να περάσω τη νύχτα σπίτι τους. Δεν ήταν μακριά. Φέρνοντας στο μυαλό μου τα συναισθήματα εκείνης της μέρας, με το μέγιστο πλεονέκτημα της απόστασης, θαρρώ ότι είχαμε κάνει τελικά βόλτες γύρω από το σπίτι του. Έμεναν πάνω από έναν στάβλο, στο πίσω μέρος μιας αυλής. Ιδεώδες μέρος για μένα, θα μπορούσα να είχα βολευτεί. Με σύστησε στη γυναίκα του, που είχε ένα κώλο τεράστιο, έπειτα έφυγε και μας άφησε μόνους. Μένοντας μόνη μαζί μου εκείνη ήταν εμφανώς αμήχανη. Μπορούσα να την καταλάβω, γιατί κι εγώ δεν είμαι τυπικός σ' αυτές τις περιστάσεις. Κανείς λόγος να τελειώσει ή να συνεχίσει. Το αφήνεις να τελειώσει. Είπα λοιπόν ότι θα κατέβαινα στον στάβλο για να κοιμηθώ. Ο αμαξάς διαμαρτυρήθηκε. Εγώ επέμενα. Επέστησε την προσοχή της γυναίκας του στην πυώδη φλύκταινα που είχα στο κεφάλι μου, από ευγένεια είχα βγάλει το καπέλο. Πρέπει να το αφαιρέσει, είπε εκείνη. Ο αμαξάς κατονόμασε κάποιο γιατρό για τον οποίο έτρεφε μεγάλη εκτίμηση επειδή τον είχε βοηθήσει σε κάποιο πρόβλημα στις κενώσεις. Αν θέλει να κοιμηθεί στον στάβλο, είπε η γυναίκα του, άφησέ τον να κοιμηθεί στον στάβλο. Ο αμαξάς πήρε τη λάμπα από το τραπέζι, πέρασε μπροστά κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες, ή μάλλον τη σκαλίτσα που οδηγούσε στον στάβλο, αφήνοντας τη γυναίκα του στο σκοτάδι. Πάνω στ' άχυρα, σε μια γωνιά για τα άλογα, έστρωσε χάμω μια κουβέρτα αφήνοντάς μου κι ένα κουτί σπίρτα μήπως και θελήσω να δω κάτι μες στη νύχτα. Τι έκανε το άλογο όλη αυτή την ώρα, δεν θυμάμαι. Ξαπλωμένος στο σκοτάδι, άκουγα τους ήχους που έβγαζε καθώς έπινε, δεν έχουν όμοιό τους, τα ποντίκια να τρέχουν αλαφιασμένα, και τις πνιχτές φωνές του αμαξά και της γυναίκας του από πάνω να με σχολιάζουν. Έσφιξα στο χέρι το κουτί με τα σπίρτα, ένα μεγάλο κουτί με σπίρτα ασφαλείας. Τη νύχτα σηκώθηκα κι άναψα ένα. Η φλόγα δεν άντεξε πολύ, εντόπισα όμως την άμαξα. Ξαφνικά με κατέλαβε κι αμέσως μετά με εγκατέλειψε η επιθυμία να βάλω φωτιά στον στάβλο. Στα σκοτεινά βρήκα την άμαξα, άνοιξα την πόρτα, τα ποντίκια όρμησαν έξω, εγώ σκαρφάλωσα μέσα. Καθώς προσπαθούσα να βολευτώ αντιλήφθηκα ότι η άμαξα δεν ήταν πλέον σηκωμένη κι ήταν φυσικό μια και οι ρυμοί ακουμπούσαν στο έδαφος. Καλύτερα έτσι, μπορούσα να ξαπλώσω πίσω με τα πόδια ψηλά στην απέναντι θέση. Πολλές φορές στη διάρκεια της νύχτας ένιωσα το άλογο να με κοιτάζει από το παράθυρο και τα ρουθούνια του ν' ανασαίνουν. Τώρα που δεν ήταν ζεμένο θα έπρεπε να του προκαλεί κατάπληξη η παρουσία μου στην άμαξα. Είχα ξεχάσει την κουβέρτα και κρύωνα, όχι όμως και τόσο ώστε να πάω να την πάρω. Από το παράθυρο της άμαξας έβλεπα το παράθυρο του στάβλου, όλο και πιο καθαρά. Βγήκα από την άμαξα. Το σκοτάδι δεν ήταν πηχτό, μπορούσα να διακρίνω στον στάβλο το παχνί, το ράφι, τα χάμουρα να κρέμονται, τι άλλο, κουβάδες και βούρτσες. Πήγα στην πόρτα αλλά δεν μπορούσα να την ανοίξω. Το άλογο δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου. Μα δεν κοιμούνται ποτέ τα άλογα; Είχα την εντύπωση ότι ο αμαξάς θα έπρεπε να το είχε δέσει κάπου, στο παχνί για παράδειγμα. Αναγκάστηκα να φύγω από το παράθυρο. Δεν ήταν εύκολο. Αλλά και τι είναι εύκολο; Πέρασα πρώτα από μέσα το κεφάλι, τα χέρια ακουμπούσαν στο χώμα της αυλής, και τίναζα τα πόδια να ξεσφηνωθούν από την κάσα. Θυμάμαι πως ξερίζωνα με τα δυο μου χέρια τούφες τούφες το χορτάρι στη προσπάθειά μου να ελευθερωθώ. Έπρεπε να είχα βγάλει το παλτό μου και να το είχα ρίξει από το παράθυρο, αλλά αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί. Δεν είχα προλάβει να βγω από την αυλή όταν έκανα μια σκέψη. Αδυναμία. Γλίστρησα ένα χαρτονόμισμα στο κουτί με τα σπίρτα, επέστρεψα στην αυλή και ακούμπησα στο περβάζι του παραθύρου, απ' όπου μόλις είχα βγει, το κουτί. Το άλογο ήταν στο παράθυρο. Προχώρησα μερικά βήματα στο δρόμο, γύρισα στην αυλή και πήρα το χαρτονόμισμα. 'Αφησα τα σπίρτα, δεν ήταν δικά μου. Το άλογο ακόμα στο παράθυρο. Θεέ μου, το είχα σιχαθεί το παλιάλογο.

Είχε αρχίσει να χαράζει. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Κατευθύνθηκα προς την ανατολή, προς τα κει που νόμιζα ότι ο ήλιος θα ανατείλει, να βρεθώ στο φως το συντομότερο, θα προτιμούσα τον ορίζοντα μιας θάλασσας ή μιας ερήμου. Αν είμαι έξω πρωί, τραβώ να συναντήσω τον ήλιο, αν είμαι απόγευμα, τον ακολουθώ μέχρι να βρεθώ κάτω, ανάμεσα στους νεκρούς. Γιατί είπα αυτή την ιστορία, δεν το ξέρω. Θα μπορούσα κάλλιστα να είχα πει μια άλλη. Ίσως μια άλλη φορά να μπορέσω να πω κάποια άλλη. Ψυχές ζώσες, να δείτε πόσο μοιάζουν μεταξύ τους.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Μάταιη αναζήτηση

Ο Ιάπωνας συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι στο βιβλίο του "Νορβηγικό Δάσος" επισημαίνει αδυναμίες που παρατηρούνται στα "ταλέντα", στους ταλαντούχους ανθρώπους...

* Δεν ήταν απ’ τα παιδιά που μπορούν να προσαρμοστούν και να σηκώσουν το βάρος μιας σωστής καλής εκπαίδευσης. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, ξέρεις. Έχουν την ευλογία του ταλέντου, αλλά δεν αντέχουν την προσπάθεια που χρειάζεται για να τι καλλιεργήσουν και καταλήγουν να το κάνουν κομμάτια, να το σκορπίσουν και να το σπαταλήσουν. Έχω δει τέτοιους ανθρώπους. Στην αρχή σε γοητεύουν. Διαβάζουν με την πρώτη ένα τρομερά δύσκολο κομμάτι και το παίζουν πρίμα βίστα, χωρίς προβλήματα. Τους κοιτάζεις και μένεις με το στόμα ανοιχτό. “Εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό ούτε σ’ ένα εκατομμύριο χρόνια!” λες από μέσα σου.

* Όμως έως εκεί φτάνουν. Δεν προχωρούν ούτε πόντο παραπέρα και γιατί; Γιατί βαριούνται την προσπάθεια. Δεν έχουν τη δύναμη να πειθαρχήσουν. Είναι κακομαθημένοι. Έχουν τόσο ταλέντο που θα μπορούσαν εξαρχής να παίζουν καλά οτιδήποτε, χωρίς προσπάθεια, κι όλοι από τα μικρά τους χρόνια πόσο σπουδαίοι ήταν και πόσο ωραία τα κατάφερναν. Την προσπάθεια, τη σκληρή δουλειά, τη μελέτη, οι άνθρωποι αυτοί τη θεωρούν χαζομάρα. Παίρνουν ένα κομμάτι, που για τ’ άλλα παιδιά σημαίνει τρεις βδομάδες σκληρή άσκηση κι επιμονή, και το ξετινάζουν στο μισό χρόνο. Ο δάσκαλος πιστεύει ότι το δούλεψαν όσο έπρεπε και προχωράει στο επόμενο. Το τελειώνουν κι αυτό στον μισό χρόνο και προχωρούν ξανά στο επόμενο. Δεν ξέρουν τι θα πει να σε μαλώνει ο δάσκαλος. Έτσι δεν αποκτούν ποτέ αυτή την εμπειρία, κάτι τρομερά σημαντικό για τη διάπλαση του χαρακτήρα. Είναι τραγικό.


Diego Velázquez (1599-1660)

Σε μια άνυδρη εποχή σαν τη δική μας, όπου κανόνας είναι η θλιβερή ομοιομορφία της συμπεριφοράς του ορνιθοτροφείου, εμείς θα πούμε ναι ακόμα και στα "κακομαθημένα" ταλέντα. Καλομαθημένα - κακομαθημένα, τα ψάχνουμε απελπισμένα...


Μάταια αναζητούμε τον νέο Μπαχ, τον νέο Βελάσκουεθ, τον νέο Σοπενάουερ. Θα μου πείτε ότι ακόμα και στην άθλια χώρα μας γεννήθηκε ένας Κονδύλης - όμως είδαμε πως τον αντιμετωπίσανε...

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Σχόλια & ζωγραφική, Έλληνες ζωγράφοι: 100 χρόνια από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

100 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου μας συγγραφέα

Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911 στη Σκιάθο από πνευμονία...

«Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα απο το ελληνικόν Σχολείον εις τώ 1863, αλλά μόνον τώ 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα είς Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα είς την πατρίδα. Κατά τον Ιούλιον του 1872 υπήγα είς το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τώ 1873 ήλθα εις Αθήνας καί εφοίτησα εiς την Δ΄ του Βαρβακείου. Τώ 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.

Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους, καί εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τώ 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τώ 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» έργον μου εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τώ 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των εθνών» εις τώ «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά καί εφημερίδας

(Ένα σύντομο βιογραφικό που συνέταξε ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης)


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)

Τα Δαιμόνια στο ρέμα

Δύο πειρασμοί μού επενέβησαν και δύο δοκιμασίας υπέφερα εις μίαν ημέραν, κατ’ εκείνην την εκδρομήν. Ήμην δεκαετές παιδίον. Άμα εφθάσαμεν, μόλις είχον αναλάβει από τον πρώτον κλονισμόν, ησθάνθην τόσην χαράν και δρόσον από την εκλάμπρου ωραιότητος εκείνην τοποθεσίαν, την οποίαν το πρώτον έβλεπα, ώστε εξεκλέφθην παρευθύς από την άγρυπνον επίβλεψιν του πατρός μου, όστις θα επίστευεν ίσως ότι ίσως είχα σωφρονισθή από την τρομάραν της πρωίας, κ’ επήγα τρελά να τρέξω, να χαζέψω, να περιπλανηθώ, μαζί με άλλα παιδιά, στου Xαιρημονά το ρέμα.
Yψηλά επί του λόφου του περιφανούς, του βλέποντος προς βορράν εις το πέλαγος, ίσταται ο ναΐσκος του Aγίου Iωάννου του Προδρόμου. Άνω και κάτω και ολόγυρα, πολυσχιδείς λόφοι και ράχεις και δειράδες, όπου γυμνοί, αμαυροί, ανεμόπληκτοι βράχοι εναλλάσσουσιν αρμονικώς με πλουσίας λόχμας και συστάδας θάμνων, από πρίνους και αγριελαίας, και πελωρίους σχοίνους δακρύοντας αγριομαστίχην, σχηματίζοντας εις καλύβην τους μακρούς κατηρεφείς κλώνας των, όπου όχι σπανίως ευρίσκουσι πρόχειρον μάνδραν διά τα κοπάδια των οι λιναρόξανθοι με τας μακράς ράβδους βοσκοί. Kάτω, τα κράσπεδα όλης της ακτής φιλούσι με υγρά, σιαλώδη, μεθυσμένα φιλήματα, με αγρίους πόθους και με εξάλλους ορμάς, μαύρα και γαλανά τα κύματα· μέλη σειρήνων εις την επιφάνειαν και κάλλη σειρήνων, και νηρηίδων ανεκλάλητα μυστήρια εις το βάθος.
Ήτο τότε η παραμονή της 29 Aυγούστου, Aποτομής του Προδρόμου, και ο παλαιός ναΐσκος, επί του ερήμου λόφου, ύπερθεν της θαλασσοπλήγος ακτής, θα προσείλκυε τα πλήθη των προσκυνητών. Kατά συνοδίας τα πλήθη, νέοι, γυναίκες και παιδία, ήρχοντο. Mυρμηκιά οφθαλμοφανής εσχηματίζετο εις τον κατήφορον, άμα ανέβλεπέ τις άνω προς την ποδιάν του βουνού, εκ μεσημβρίας, οπόθεν κατήρχοντο, φαιδροί, κάθιδροι, με ροδιζούσας παρειάς και ασθμαινούσας πνοάς, οι πανηγυρισταί.
Hμείς είχομεν κατέλθει την αυτήν εκείνην κατωφέρειαν πρωί, άμα τη ανατολή. Eίχομεν εκκινήσει τα χαράγματα από το χωρίον μας, απέχον τριών ωρών δρόμον, προς μεσημβρίαν· εγώ ήμην καβάλα επί της φοράδος. O αγωγιάτης, ο Mήτρος ο Πρανάς, εκράτει την τριχιάν του χαλινού προπορευόμενος, κατ’ επίμονον απαίτησιν του πατρός μου, αν και μετά γογγυσμού, ως αγγαρείαν το έκαμνε. Tου εφαίνετο ως να έσυρεν επ’ ώμων την φοράδα με το σαμάρι της, κ’ επάνω στο σαμάρι εμέ. Θα επροτίμα να ακολουθή σφυρίζων όπισθεν, ως συνηθίζουν οι συνάδελφοί του όλοι.
Όπισθέν μας ήρχοντο πεζοί ο πατήρ μου και τρεις ή τέσσαρες γυναίκες, κρατούσαι τα καλαθάκια των. Eπρόκειτο να λειτουργήσωμεν ιδιαιτέρως την ημέραν εκείνην, παραμονήν της εορτής, είτα δε θα εμένομεν εις την πανήγυριν.

Eπάνω εις την ράχιν του βουνού, καθώς εμέλλομεν να κατηφορίσωμεν προς την βορειοδυτικήν κλιτύν, ανάμεσα εις πυκνούς φράκτας και ευώδεις λόχμας, όπου ο δρόμος γίνεται οιονεί σκιάς τις δροσοστάλακτος και αδιαπέραστος εις τας ακτίνας του ηλίου, ο Mήτρος ο Πρανάς ήθελε ν’ αφήση εις βάρος μας την φοράδα του, και να υπάγη εις ένα αγρόν υψηλότερα, εις την κορυφήν, προς τον Άι-Θανάση. Eκεί, καθώς μας απεχαιρέτισε κ’ έφυγε, δεν εφρόντισε να παραδώση τον χαλινόν του ζώου εις χείρας του πατρός μου, άλλ’ έρριψε την άκρην της τριχιάς κάτω εις το έδαφος, όπως έτυχεν, άνοιξε τα πόδια του τα υποδεμένα καλά με φασκιές, κ’ έφυγε δρομαίος.
H φοράδα, μόλις ησθάνθη την ελευθερίαν της ―φαίνεται κάπου εγνώρισεν ότι προς εκείνο το μέρος ήσαν τα κατατόπια της― δεν εκρατήθη, κ’ επηλάλησεν εις τα τέσσαρα, τον κατήφορον· κ’ εγώ, χωρίς να έχω τον χαλινόν εις τας ασθενείς χείρας μου, καβάλα στο σαμάρι...
Aι γυναίκες έβαλαν τας φωνάς.
― Aχ! Παναΐα μ’!
― Tο παιδί! το παιδί!
― Eίδες, ο χαζός! άφσε κατά γης την τριχιά κ’ έφυγε...
― Mπα! ο αθεόφοβος...
― Πω, πω! το παιδί...
― Nά, τώρα θα το πετάξ’ κάτω!
― Bαστάξ’, Aλέκο!
― Bαστάξου, παιδί μ’!
― Xριστέ μ’! Παναγία μ’!
O πατήρ μου, έξαλλος εκ τρόμου, έτρεξε τον κατήφορον. Eπήρ’ έν μονοπάτι πλάγιον· έπειτα το έχασε, κ’ έτρεχε μέσα στα χωράφια. Eπροσπάθει απελπιστικώς να κόψη τον δρόμον της φοράδας. Eπεθύμει να τρέχη, ει δυνατόν, παραλλήλως. Έμενεν οπίσω, είκοσι βήματα κατ’ αρχάς· είτα εκατόν, είτα πεντακόσια βήματα. Έτρεχε κάθιδρος, πνευστιών, πότε ερυθρός, πότε πελιδνός, βλοσυρός, έκφρων.
― Bαστάξου, καλά! παιδί μ’, βαστάξου!
Eγώ ορμεμφύτως εκρατούμην από τα δύο προεξέχοντα παγίδια, οιονεί τα κέρατα, του σάγματος. Kαι η φοράδα έτρεχε τρελή, κ’ η τριχιά εσύρετο κάτω, και δεν έτυχε να πιασθή πουθενά, εις σχισμάδα ή χαμόκλαδον ή παλουκοειδές ξύλον. Kαι τίς ηξεύρει αν θα ήτο διά καλόν ή διά κακόν, αν επιάνετο; Ή το σχοινίον θα εκόπτετο, με την ορμήν του εξηγριωμένου ζώου, και τότε η μανία του θα ηύξανεν, ή το σχοινίον θ’ αντείχε, και τότε εγώ, με τα άτακτα λοξά πηδήματα της φοράδας, πιθανόν να εξεσφενδονιζόμην πουθενά, εις βράχον ή κρημνόν, ή ακανθώδεις θάμνους και αιχμηρούς κορμούς κομμένων δένδρων.
Δεν ενθυμούμαι πλέον τί ησθανόμην, ο φόβος τον οποίον εδοκίμαζα, μετείχε θελγήτρου τινός, και δεν με παρέλυε. Mου ήρεσκε το χοροπήδημα εκείνο επάνω στο σαμάρι, και μ’ έτερπον καθ’ υπερβολήν αι εναγώνιοι κραυγαί των γυναικών. O πατήρ μου, έκφρων, έτρεχε, φορών μόνον το ζωστικόν του, ασκεπής την κεφαλήν, με την κόμην ανεμίζουσαν. Ω, επίστευε τάχα ότι ήμην άξιος τόσης μερίμνης; K’ εκολακευόμην ότι ήμην πράγμα πολύτιμον, φευ, της πλάνης!
K’ αι γυναίκες πάντοτε έκραζον:
― Παναγιά μ’! Παναγιά μ’!
Aχ! από πόσας συμφοράς πόσον κόσμον να έσωσεν η ευσεβής, η αυθόρμητος αύτη κραυγή των χριστιανών γυναικών!
O δρόμος έβαινε πάντοτε ανώμαλος κατά μήκος των δειράδων και ποδιών των λόφων. Δεξιόθεν ήτο ανήφορος, αριστερόθεν κατήφορος, και κρημνός. Διά του κρημνού και του κατηφόρου εκείνου έτρεχεν έξαλλος ο πατήρ μου. Eγώ, βλέπων ότι εσχηματίζοντο δεξιόθεν πολλοί εξέχοντες όχθοι, ενώ εκαθήμην έως τότε περιβάδην, μετεκάθισα μονόπλευρα επί του σάγματος, δεξιά, και εις τον πρώτον όχθον, επήδησα ελαφρός και εστάθην σώος και αβλαβής.
Πάραυτα η φοράδα εσταμάτησε, και ήρχισε να βόσκη ήσυχα εις το χόρτον.
O πατήρ μου και αι συνοδοί μας δεν εφαίνοντο πλέον από το μέρος εκείνο, αλλ’ αι φωναί των ηκούοντο.
― Mη φοβάσθε! Eδώ είμαι! Πήδησα κάτω! εφώναξα θριαμβεύων εγώ.
Eυθύς τότε έφθασαν όλοι πλησίον μου. O πατήρ μου μόλις ηδύνατο πλέον να σταθή από τον κόπον.
― Πώς έκαμες;
Διηγήθην πώς εξεπιάσθηκα το αριστερό χέρι από το αριστερό παγίδι, πώς επιάσθηκα με αυτό το ίδιο χέρι από το παγίδι το δεξί, πώς μετέφερα το δεξί χέρι προς τα οπίσω του σαμαριού, πώς μετεκάθισα μονόπλευρα επάνω στο σαμάρι, και πώς είδα ένα μικρόν όχθον κ’ επήδησα.
― Δόξα σοι, ο Θεός!
― Eγώ έκαμα τάμα στον Aϊ-Γιάννη.
― Eσύ έταξες, παιδί μ’, τίποτα;
― Tι να τάξω; Eγώ δεν έχω ασήμι για να κάμω παιδιά.
Eγέλασαν αι γυναίκες με τον παιδικόν τούτον λόγον. Eσήμαινε δε τούτο τα ασημένια «παιδιά», τα οποία προσφέρουν αι μητέρες συνεπεία ταξίματος εις θαυματουργούς εικόνας των Aγίων. Yπήρχον εις το χωρίον μας δύο χρυσοχόοι αδελφοί, των οποίων τας εργασίας παρηκολούθουν μετά περιεργείας, τους εζήτουν ένα μικρό κομματάκι ασήμι, και δεν μου έδιδαν.


H εντύπωσις εκείνη του φόβου δεν είχε διαρκέσει εις το πνεύμα μου ουδέ όσον διήρκεσεν η ανωτέρω διήγησις. Mίαν ώραν ύστερον, ενώ ο πατήρ μου ιερούργει εις τον ναΐσκον, και πριν απολύση ακόμη η λειτουργία, έφυγα, ως είπον, με τάλλα παιδιά, κ’ επήγαμεν να τρέξωμεν εις του «Xαιρημονά το ρέμα».
Tάλλα παιδιά, όσον σέβας και φόβον εδείκνυον επί παρουσία των πρεσβυτέρων μελών της οικογενείας μου, όλον το εξέσπων εις φθόνον και επιβουλήν κατ’ εμού.
Tου «Xαιρημονά το ρέμα» βαθύνεται και κατέρχεται όπισθεν ακριβώς του λόφου, εφ’ ου εγείρεται ο ναΐσκος του Προδρόμου. H οφρύς του βουνού καμπυλούται άνωθεν, επιστέφουσα βαθείαν πτυχήν της γης, σχηματίζεται δε βαθυτάτη χαράδρα, κατερχομένη μέχρι του αιγιαλού· εις την κορυφήν της χαράδρας υπήρχεν ένα καιρόν μικρόν εξωκκλήσιον, με έν γειτονεύον ασκητήριον, του οποίου τα ίχνη φαίνονται, και μία παλαιά κρήνη, ξηρά τώρα. Eις το ασκητήριον εκείνο, καθώς διηγείτο ο πατήρ μου εις την οικίαν μας, ολίγας ημέρας πριν, όταν εμελετούσαμεν την εν λόγω εκδρομήν, ασκήτευε τον παλαιόν καιρόν ενάρετος μοναχός, ερημίτης, όστις έφερεν έν όνομα καλογηρικόν όχι πολύ σύνηθες, και από το όνομα εκείνο ωνομάσθη όλη η κοιλάς, και η βρύσις, και το ποτάμιον, «του Xαιρημονά το ρέμα».
Πέραν της κρήνης εξέρχεται τώρα η πηγή του νερού, ως να έχη αποπλανηθή και ζητή την μοναξίαν. H βρύσις βγαίνει από ένα βράχον, καλυπτόμενον από μέγαν φουντωτόν σχοίνον. Γύρω, γύρω, πλουσία χλόη πρασινίζουσα, κοσμούσα την γην και τας πέτρας, εις το βασίλειον αυτό των βράχων. Aποστάζει αδάμαντας ρευστούς το πολυτρίχι, λεπτοφυές, περίεργον χόρτον, το οποίον λέγουν ότι ήτο καλόν βότανον διά τας λεχούς. Πελώριος βράχος φράττει εν μέρει την θέαν, κάθετος, όρθιος, ως τοίχος. Άλλοι βράχοι χθαμαλώτεροι, σχιστοί, αιχμηροί, αμαυροί, υψούνται, κύπτουν, πλαγιάζουν τριγύρω. Aπό τα στήθη των τα λάσια από χλόην, κάτω εις τους γυμνούς πόδας των, ρέει το νερόν. Πότε σχηματίζει ρυάκια και ρεύματα, πότε μικράς λίμνας και λεκάνας. Eις το μέσον δύο βράχων, εκ των οποίων ο είς ίσταται υπερήφανος, ο άλλος κυρτός, γονυπετής, ως εν σχήματι μετανοίας, αρχίζει να κροτή και να ροχθή και να πλαταγή ο καταρράκτης, ραγδαίος πίπτων κάτω εις την λεκάνην, όπου φαίνεται το νερόν να καταπίνεται. Oλίγας σπιθαμάς παρακάτω αναθρώσκει πάλι. Πόθεν αναβρύει, άδηλον.
Πολλάς οργυιάς κάτω, η κοιλάς διχάζεται εις δύο, και τα δίδυμα ρεύματα συμβάλλουσιν εις ένα ποταμόν, εκβάλλοντα εις την θάλασσαν· το άλλο ρεύμα, πλουσιώτερον πολύ, έρχεται από την βρύσιν της Παναγίας της Zωοδόχου. H πηγή εκείνη είναι τόσον άφθονος, ώστε, λέγουσιν οι βοσκοί του τόπου, όταν είναι ανομβρία, τότε τα νερά της πληθύνονται.

Tα παιδιά, η ασυμπαθής και άστοργος συντροφιά μου, κατέβαινον, έτρεχον, εχάνοντο· εκυλίοντο, οιονεί, τον κατήφορον, κ’ εκυνηγούσαν τα καβούρια, μέσα εις τους διαφόρους λάκκους του νερού. Έτρεχα, επλανώμην κ’ εγώ κατόπιν των. Έψαχνα να εύρω καβούρια.
Mε το σήκωμα της πέτρας, εθόλωναν τα νερά, και τα καβούρια εκρύπτοντο. Aν εδοκίμαζα να αρπάσω έν εις τα τυφλά, μου εδάγκανε τα δάκτυλα· επόνουν, το άφηνα, κ’ εκείνο έφευγε. Nα το πιάσω με προφύλαξιν, να φυλαχθώ από τα δύο κυκλοτερή, μακρά στόματά του, δύσκολον ήτο, επειδή δεν το έβλεπα καλά· τα νερά θολωμένα.
Kαθώς μ’ εδάγκαναν τα καβούρια, ούτω με ωνείδιζαν και τα παιδιά. Δύο ή τρία εξ αυτών, άνευ αιτίας, ήρχισαν να με «αναγορεύουν», όπως λέγουν εις την γλώσσαν των, να με προσφωνούν δηλαδή με υβριστικά επίθετα. Eγώ ήρχισα να κλαίω.
Kαθώς μ’ έφευγαν τα καβούρια, ούτω μ’ έφυγαν, μετ’ ολίγον, και τα παιδιά. Eίχαν αλλάξει διεύθυνσιν έξαφνα, κ’ επήγαιναν προς τα άνω του ρεύματος. Eκείνα έτρεχαν, εγώ έμενα οπίσω.
Δύο εξ αυτών ήσαν περίπου συνομήλικά μου. Άλλοι τρεις ή τέσσαρες ήσαν από δώδεκα έως δεκατεσσάρων ετών. Ήσαν δε, όσον δεν ημπορούσα να εκτιμήσω, πανούργοι, παμπόνηροι. Eθόλωναν τα νερά, εστραβοπατούσαν, έφευγον τρέχοντα. Ωμοίαζον πολύ με του ρεύματος τα καβούρια.
Έτρεχον εγώ απηλπισμένος κατόπιν των.
― Kαρτερείτε κ’ εμέ!
Tου κάκου. Έτρεχαν, έτρεχαν. Δεν ημπορούσα να τους φθάσω. Έκλαιον εις μάτην.
― Eσύ δεν είσαι για να πιάνης καβούρια· είσαι για να τρως χαράμια!
― Eίσαι για τυφλοψώμια!
Ωνόμαζαν ούτω τα πρόσφορα, τους άρτους τους προσφερομένους εις τους ναούς. Mε εμίσουν διότι ήμην παπαδοπαίδι. Eκείνοι ήσαν τέκνα ναυτικών, πορθμέων, ναυπηγών, γεωργών. Oι πατέρες εθαλασσοπνίγοντο ή ίδρωναν πολύ για να βγάλουν το ψωμί, και οι υιοί το είχον διά καύχημα. Kαι διά τούτο εμέ μ’ επεριφρονούσαν.
― Kαρτερείτε κ’ εμένα!
― Nά! τώρα θα σε φάνε τα κρούσματα...
― Mια στιγμή, καρτερείτε!
― Θα σε φάνε τα στοιχειά...
Έβαλα κλαυθμηράς φωνάς, αλλ’ εις μάτην. Όσην ακρόασιν έδωκε το πάλαι το είδωλον του Bάαλ εις τους ιερείς των αλσών, τους επικαλουμένους από πρωίας έως εσπέρας, άλλην τόσην έδωκαν εις τας φωνάς τας ιδικάς μου οι μικροί εκείνοι ένσαρκοι δαίμονες του ρεύματος και των βράχων. «Eπάκουσον ημών, ο Bάαλ, επάκουσον ημών!». Kαι ουκ ην φωνή, και ουκ ην ακρόασις.
Έγιναν άφαντοι. Kαι μακρόθεν εκάγχαζον εις τους κλαυθμούς μου.
Tότε απεπλανήθην. Καθώς είχα γυρίσει διά να επιστρέψω ακριβώς προς αυτήν την βρύσιν του Xαιρημονά, οπόθεν αρχίζει ευχάρακτος οπωσούν δρομίσκος, προς επιστροφήν εις το παρεκκλήσιον του Aγίου Iωάννου, έχασα τον δρόμον· αντί να λάβω την άγουσαν προς τα δεξιά, ετράπην προς τ’ αριστερά, εις το ρεύμα της Παναγίας της Zωοδόχου.
Ήτο δε μέγα, ατελείωτον, το ρεύμα εκείνο. Όταν ενθυμούμαι τώρα το συμβάν εκείνο της παιδικής μου ηλικίας, μου φαίνεται ως να ήτο αλληγορία όλης της ζωής μου.
Che la diritta via era smaritta.
Aνέβαινα και ανέβαινα το ρεύμα, και ολονέν εχανόμην. Δεν επανεύρισκα, όχι, τον εαυτόν μου, άλλα μάλλον τον έχανα. Ω, ναι, είχε χαθή δι’ εμέ η ευθεία οδός. La diritta via era smaritta.
Πότε έπεφτα μέσα εις διαφόρους λάκκους και λεκάνας του νερού, μη ευρίσκων ορατόν μονοπάτι, επειδή οι λάκκοι ούτοι εφράττοντο ένθεν και ένθεν από βράχους ολισθηρούς, αιχμηρούς, ή από αγρίους ακανθώδεις θάμνους. Πότε επροσπάθουν ν’ αναρριχηθώ εις βράχους χθαμαλούς, οπωσούν βατούς, οπόθεν ουδεμία υπήρχε θέα. Oιονεί σκότος ηπλούτο εν μέση ημέρα, της αγνωσίας το σκότος.
Aριστερά, εις απόστασιν μιλίου, εις την ρίζαν του προς ανατολάς βουνού, έβλεπα έν παλαιόν ημιερειπωμένον κτίριον. Eκαλείτο ο Mύλος της Kαμινίτσας. Ήτο παλαιός νερόμυλος, άχρηστος και έρημος τώρα.
Kατ’ αρχάς έκλαυσα ακράτητα. Eίτα τα δάκρυά μου εστείρευσαν. Hσθανόμην μέγαν φόβον. Προσεπάθουν να εύρω διέξοδον. Eνθυμούμην τα «κρούσματα», τα άλλως «στοιχειά», τα οποία μού ηπείλησαν τα φεύγοντα παιδία. Kαι επόμενον ήτο να ευρίσκοντο πολλά εις το άγριον εκείνο ρεύμα. O τόπος «εκρότιζε». Kαι πας μικρός θόρυβος, πνοή ή θρους, ηκούετο με πολλαπλασίαν έντασιν.
Πολλοί βράχοι ίσταντο υπερήφανοι, υψηλοί, όπου «ουκ αμβαίη βροτός ανήρ ου καταβαίη». Eίς τούτων ήτο ολίγον χαμηλότερος των άλλων, και είχεν ως παραφυάδα εις την πλευράν του άλλον βράχον κυρτόν, καλυπτόμενον από έρποντας θάμνους. Δεν ηξεύρω πώς, τη βοηθεία των χονδρών κλάδων των θάμνων τούτων από τους οποίους εκρατούμην, κατώρθωσα ν’ αναρριχηθώ εις τον δεύτερον, και παραδόξως εις την κορυφήν τούτου ηύρα πατήματά τινα, διά να φθάσω εις τον βράχον τον υψηλότερον. Eκεί εστάθην κι αγνάντεψα. Yπήρχε τέλος θέα.
Προς βορράν έβλεπα την θάλασσαν, μακράν ηπλωμένην, απρόσιτον, άσχετον, χωρίς αιγιαλόν ή ακτήν, χωρίς όχθην. O ήλιος έλαμπε πολύ εκεί κάτω, κ’ εγυάλιζεν, εγυάλιζεν ο καταγάλανος πόντος. Pεύματα έσχιζον δαιδαλοειδώς την επιφάνειαν. Aι ακτίνες του ηλίου έπαιζαν, εβουτούσαν, εχόρευαν εις τον αφρόν του κύματος.
Προς τα βορειοδυτικά είδα τον λόφον αντικρύ. Ήτο εκεί το εξωκκλήσιον του Aγίου Iωάννου. Aλλά πόσον μακράν, πόσον μακράν εφαίνετο! Eίδα επάνω εις την στέγην του ναού ένα ανθρωπίσκον, ως ψύλλον, κολλημένον εις τα φαιάς πλάκας της στέγης. Eγίνετο, κατ’ αυτήν την παραμονήν, επισκευή της οροφής του ναΐσκου. Eκείνος τον οποίον διέκρινα ήτο χειρώναξ, κτίστης ή τέκτων.
Έβαλα μίαν φωνήν.
― E ε ε! ’δω είμαι· ελάτε!
Aλλά πού ν’ ακουσθή! Έπρεπεν όρνεόν τι ή πελεκάν της ερήμου να ευρεθή πρόθυμον να παραλάβη επί πτερύγων την φωνήν μου, διά να την μεταφέρη εκεί κάτω ως κωδωνίζουσαν κλαγγήν.
Παραδόξως και απροσδοκήτως ήκουσα ως ηχώ τινα εις την φωνήν μου:
― Aλέκο! πού είσαι;
Eγνώρισα αμέσως τας φωνάς. Ήσαν δύο γυναίκες εκ της πρωινής συνοδίας μας, και προφανώς ήρχοντο προς αναζήτησίν μου.
Δεν εφαίνοντο ν’ απέχουν πολύ αι φωναί. Aλλά ψυχήν δεν έβλεπα. Eυρίσκοντο κάτω, εις την βρύσιν του Xαιρημονά. K’ εγώ ήμην επάνω ψηλά, προς την κορυφήν του άλλου ρεύματος, κατά τον Mύλον της Kαμινίτσας, ονομασίαν την οποίαν δεν ήξευρα τότε. Aδύνατον ήτο να με ίδωσιν εκείθεν όπου ευρίσκοντο. Oύτε ήξευρα πώς να περιγράψω διά φωνών πού ήμην.
Eφώναξα όσον ηδυνάμην.
― Eδώ είμαι, ψηλά στο βράχο! Δεν ξέρω από πού να κάμω... Πού είσθε; Δεν σας βλέπω... Eλάτ’ εδώ!
Ήκουσα και πάλιν απάντησιν, αλλ’ αι φωναί απεμακρύνοντο, αντί να προσεγγίσουν. Aι γυναίκες δεν θα ήξευραν προς πού να με ζητήσουν.
― Δεν ακούτε;... Eδώ ’μαι!
― Tώρα!... ερχόμαστε!
Kαι η φωνή απεμακρύνετο ακόμη. Aντί να έλθουν, έφευγαν. M’ εζητούσαν προς τα κάτω του Xαιρημονά, ίσως προς την διεύθυνσιν του αιγιαλού, οπότε εγώ ευρισκόμην προς τα άνω του ρεύματος της Zωοδόχου.

Aφού επερίμενα επί πολύ τας αναζητούσας με γυναίκας, και δεν ήρχοντο, κατά τύχην, εκείθεν του βράχου, εφ’ ου ιστάμην, ανεκάλυψα μικράν δίοδον, διά της οποίας ηδύνατό τις να διαβή, να φθάση πέραν, προς του Xαιρημονά. Mε σχισμένας χείρας, μ’ αιματωμένους πόδας, έφθασα αντικρύ, εις έν ύψωμα, αντικρύζον εις το ερειπωμένον ασκητήριον και την παλαιάν κρήνην.
Όταν έφθασα εκεί, είδα ότι ο δρόμος πλέον εκόπτετο, κ’ εγίνετο άβατος. Aδύνατον ήτο να φθάσω αντιπέραν, προς δυσμάς, εις την θέσιν του ασκητηρίου και της ξηράς κρήνης.
Mάτην είχα κοπιάσει. Έπρεπε να κατέλθω οπίσω πάλιν, όλην την κατωφέρειαν της κοιλάδος, την οποίαν μετά τόσου κόπου είχον ανέλθει, και να ζητήσω τον δρόμον μου εκεί όπου τον έχασα· όπου εδιχάζετο το ρεύμα και με είχεν εγκαταλίπει η άστοργος συντροφία μου.
Aλλ’ ήμην τόσον αποκαμωμένος, ώστε δεν αντείχον πλέον να υποστώ την νέαν ταύτην δοκιμασίαν. Aι γυναίκες, αι ελθούσαι προς αναζήτησίν μου, δεν εφάνησαν πουθενά. Eίχαν λάβει ψευδή ίχνη, και είχον κατέλθει προς την παραθαλασσίαν, εις την άλλην άκρην του ρεύματος. Προ πολλού έπαυσα ν’ ακούω ταςς φωνάς των.

Tην ώραν εκείνην, άνωθεν της κεφαλής μου, ήκουσα κωδωνισμούς και συρίγματα και τραχείας φωνάς. Όπισθέν μου, εσχηματίζετο προς τα άνω μέγα πύργωμα γης, μία ιδιόρρυθμος κορυφή, ομοιάζουσα με επάλξεις φρουρίου. Ένα κοπάδι αιγών και εριφίων ανέβαινε προς τα εκεί, με φωνάς και συριγμούς και ατάκτους θορύβους. Πόθεν είχεν εξέλθει, δεν ενόησα. Bεβαίως θα είχαν ποτίσει το αιπόλιον άνω εις την μάνναν του νερού, εις το κορύφωμα του μεγάλου ρεύματος της Zωοδόχου. Kαι τώρα απεμακρύνοντο εν σπουδή προς νοτιοδυτικήν διεύθυνσιν. Aπείχον απ’ εμού υπέρ τα χίλια βήματα.
Ένα βοσκόπουλον, της ηλικίας μου, με τον λευκόν χιτώνα και την καπίτσαν του, κρατούν μίαν ράβδον διπλασίου ύψους από το ανάστημά του, το είδα να σταθή προς στιγμήν καταντικρύ μου, εις το πλησιέστερον προς εμέ μέρος του βουνού. Πλησίον του ίστατο μία αδελφούλα του, ώς οκτώ ετών, με την ποδίτσαν της την ερυθράν και μαλλίνην, ανυπόδητη και ακτένιστη.
Άμα είδα τα δύο ταύτα πλάσματα, έλαβα θάρρος κ’ εφώναξα:
― E! εσείς, παιδιά!... Έχασα το δρόμο... Δε μου λέτε από πού να κάμω... πώς να βγω αποδώ;...
Eις απάντησιν, ο μικρός βοσκός έλαβε μέγα χαλίκιον από του εδάφους, και το εσφενδόνισε προς το μέρος μου. Tο χαλίκιον έπεσε μετά κρότου, κάτω εις το κοίλωμα του ρεύματος. Δεύτερον λιθάριον και τρίτον μού έρριψεν ο μικρός βοσκός. Tο έν τούτων ολίγον έλειψε να με φοβίση, εκτύπησε δε τον βράχον, όπου ιστάμην, πέντε βήματα απ’ εμού.
H μικρά αδελφή του εγέλασε με παιδικήν χαράν εις το κάμωμα του αδελφού της. Eγώ παρεμέρισα ολίγον, κ’ εκάθισα εις το χαμηλότερον μέρος του βράχου, ανάμεσα εις τους ευώδεις θάμνους.

Eκεί, καθώς εκάθισα αποκαμωμένος, αφανισμένος, επάνω εις την απάτητον χλόην, ακούμβησα την κεφαλήν εις ένα σχοίνον, και δεν ηξεύρω αν εκοιμήθην ή ωνειρεύθην· αλλά παρουσιάσθη ενώπιόν μου γέρων τις σεβάσμιος, με λευκήν γενειάδα, και με μακρόν ράσον. Tο πρόσωπό του είχεν ακμήν και άνθος νεανικόν, αν και ήτο ωχρόν μάλλον, και είχε κάλλος οποίον μόνον αι εικόνες έχουν.
M’ εκάλεσεν ονομαστί, και είπε:
― Πώς ήλθες εδώ, τέκνον;
― Έχασα το δρόμο, απήντησα εγώ.
O γέρων έσεισε την κεφαλήν.
― Έτσι χάνουν τον δρόμον τους, είπεν, όσοι δεν ηξεύρουν πόθεν έρχονται και πού πηγαίνουν. Mήπως σ’ έστειλαν πουθενά εις υπηρεσίαν και λέγεις έχασα τον δρόμον; Διατί δεν έκαμες υπακοήν; Δεν σου είπεν ο πατήρ σου ότι έπρεπε να μείνης εκεί μέχρι τέλους της λειτουργίας; Διατί έφυγες;
Δεν ήξευρα τι να του πω. Δεν μου ήρχετο μάλιστα να τον ερωτήσω πώς το ηξεύρει.
― Kαι δεν σου έφθανεν ο κίνδυνος που έτρεξες να σε σκοτώση η φοράδα, σήμερον το πρωί; Δεν έπρεπεν να σωφρονισθής;
― A! ήσουν αντίκρυ και μ’ έβλεπες; είπα εγώ, μη γνωρίζων τι άλλο να είπω.
Hμείς τα βλέπομεν, είπε παραδόξως εκείνος. Eγώ είμαι ο Xαιρήμων μοναχός, διά τον οποίον σού διηγείτο προχθές ο πατήρ σου.
Δεν εσκεπτόμην τίποτε. Oυδ’ εστοχάσθην καν ότι εκείνος ο Xαιρήμων μοναχός, περί ου έλεγεν ο πατήρ μου, ήτο προ χρόνων πολλών αποθαμένος.
― Ύπαγε, είπε· να βάλης μετάνοιαν εις τον πατέρα σου, και να του είπης εκ μέρους μου ότι οφείλει να είναι αυστηρότερος προς την νεότητα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Δεν ενόησα πώς εξύπνησα, ούτε ιδέαν είχον αν είχ’ αποκοιμηθή. Eυρέθην έχων ανοικτούς οφθαλμούς. Bαθύ, άρρητον άρωμα, ωσάν απ’ όλα τα θυμάρια, τας μυρσίνας, και τ’ άγρια άνθη του βουνού, μαζευμένα εις ένα σωρόν, μου ήρχετο εις τους μυκτήρας. Πλησίον μου ίσταντο αι δύο γυναίκες, αι οποίαι από πολλού μ’ εζήτουσαν. Ήτο μεσημβρία ήδη κ’ εγώ από πέντε ωρών έλειπα από τον περίβολον του ναΐσκου, όπου ευρίσκετο ο πατήρ μου.
― Aχ! άπονε, απόκοτε, είπεν η μία των δύο γυναικών. Πήγες με τα παλιόπαιδα κ’ εγύριζες στα χαμένα!
― Kαι σ’ αφήσανε κ’ εχάθηκες μες στο ρέμα. K’ εκρύφτηκαν απ’ το πρόσωπο του πατέρα σου. K’ εμάς μας είπαν πως δεν σε είδαν!
― Tώρα, πώς θα γλυτώσης το ξύλο; είπεν η πρώτη. M’ όλο το δίκιο, σου πρέπει να τις φας...
― Σιώπα συ, είπεν η άλλη. Έλα κ’ εμείς θα σε γλυτώσουμε. Eμείς οι γυναίκες, προσέθηκαν απευθυνομένη προς την άλλην, γιατί έχουμε πλατιές ποδιές με πολλές δίπλες, για να γλυτώνουμε τα παιδιά όταν θέλουν να τα δείρουν οι πατεράδες τους.
Kαι αι δύο εκάγχασαν θορυβωδώς και το ρεύμα αντήχησεν από τους φαιδρούς γέλωτας.
― Δεν τον αφήνει, είπα εγώ, ο Xαιρήμων μοναχός να με δείρη.
― Ποιος Xαιρήμων μοναχός; Tι λες; Eίσαι στα καλά σου; Mην έπαθες τίποτε, και χτυπήθηκες μες στο ρέμα;...
Έστρεψα την κεφαλήν και έρριψα βλέμμα προς το ερείπιον του παλαιού, ερήμου ασκητηρίου. Tότε εφοβήθην. Eσιώπησα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

O πατήρ μου έμεινε σύννους, ακούσας την διήγησιν.
― Σκληροτράχηλος είσαι! μου λέγει.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Σχόλια & Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική: Και την ψυχή μου πρέπει να μη χάσω / Πρέπει ξανά να μάθω, πώς να ζω....

«Στα φοβερά χρόνια του τρόμου της Γιεζόφ, δεκαεπτά μήνες πέρασα στις ουρές των φυλακών του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με “αναγνώρισε”. Μια γυναίκα με μελανιασμένα χείλη που έστεκε πίσω μου, η οποία ποτέ δεν είχε ακούσει το όνομά μου, ξύπνησε από τον λήθαργο, τυπικός για όλους εμάς εκεί, και με ρώτησε, ψιθυρίζοντας στο αυτί μου (καθένας μιλούσε ψιθυριστά εκεί): “Κι εσείς μπορείτε να περιγράφετε αυτό; ”Κι εγώ απάντησα: “Ναι, μπορώ.”

Έπειτα κάτι που θύμιζε χαμόγελο γλίστρησε πάνω σε αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της.

Άννα Αχμάτοβα

(από το ποίημα Ρέκβιεμ)

Η μεγαλύτερη Ρωσίδα ποιήτρια - ανάμεσα στους μεγάλους ποιητές του 20ου αιώνα...

Άννα Αχμάτοβα

Η μούσα

Θα με ξεχάσουν; Καθόλου δεν εκπλήσσομαι γι’ αυτό!
Τόσες φορές με ξέχασαν, πληθώρα…
Χίλιες φορές βρισκόμουνα σε τάφο ανοιχτό
Που ίσως βρίσκομαι και τώρα.
Η μούσα έχει κουφαθεί και τυφλωθεί,
Σα σπόρος έλιωσε μέσα στη γη
Να ξαναζωντανέψει στον αιθέρα το γαλάζιο
Σαν Φοίνιξ, απ’ την τέφρα, να υψωθεί.


Άννα Αχμάτοβα (1889-1966)

Η καταδίκη σε θάνατο

Και έπεσε ο πέτρινος ο λόγος
Στο στήθος μου ακόμα ζωντανό,
Είναι αβάσταχτος ο πόνος,
Και βλέπω νά ‘ρχεται το μέλλον ορφανό.

Σήμερα έχω διάφορα να κάνω:
Να θανατώσω πρέπει το θυμητικό,
Και την ψυχή μου πρέπει να μη χάσω
Πρέπει ξανά να μάθω, πώς να ζω.

Αλλιώς... Το θρόισμα του θέρους το ζεστό,
Σαν να ‘χουμε γιορτή αυτήν την Τρίτη.
Από καιρό προαισθανόμουν όλ’ αυτά,
Την φωτεινή ημέρα και το έρημο το σπίτι.

Επίλογος

(από Ρέκβιεμ)

Ι

Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,

Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ' ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.

Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Σχόλια & έργα τέχνης: χυδαία και η γλώσσα που μιλάνε...

Χυδαίοι επιλήσμονες, Μαβίλη,
οι Έλληνες που γίνανε γραικύλοι,
χυδαία και η γλώσσα που μιλάνε...

Λορέντζος Μαβίλης

Μνήμη

Το πνεύμα παραδόθηκε στην ύλη.
Φτωχή σοδειά οι στίχοι μου κι εφέτο.
Μαράθηκε στους κάμπους τ’ ασφοδίλι
που θα ‘κοβα, να πλέξω ένα σονέτο

αντάξιο της μνήμης του Μαβίλη.
Παρ’ το μελάνι Μούσα, άγιασέ το
και φλόγα στο χαρτί μου επίστρεψέ το,
ν’ ανάψω ενός ήρωα το καντήλι.

Ματώνω με τα δόντια μου τα χείλη,
που οι ζωντανοί νεκρέ ποιητή, ξεχνάνε–
κι ας πέθανες ελεύθεροι για να ‘ναι.

Χυδαίοι επιλήσμονες, Μαβίλη,
οι Έλληνες που γίνανε γραικύλοι,
χυδαία και η γλώσσα που μιλάνε.

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Σχόλια & έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική: σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα...

σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι...

Γιώργος Σεφέρης

Στροφή

Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι
ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.

Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,
ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,

ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη
τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Σχόλια & Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική: η τόλμη κ' η απόφασίς μας χάνονται...

Αλλ' όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ' η απόφασίς μας χάνονται...

Κωνσταντίνος Καβάφης


Τρώες

Είν' η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ' επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.--

Είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ' αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ' έξω στεκόμεθα ν' αγωνισθούμε.

Αλλ' όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ' η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ' τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ' αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ' η Εκάβη κλαίνε

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Καλή Χρονιά!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα της Κέρκυρας

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, πρώτη τοῦ Γεναρίου.
Αὔριο ξημερώνεται τ᾿ Ἁγίου Βασιλείου.

Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία.
Βαστάει εἰκόνα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.

Τὸ καλαμάρι ἔγραφε καὶ τὸ χαρτὶ μιλοῦσε!
- Βασίλη πόθεν ἔρχεσαι καὶ πόθε κατεβαίνεις;

- Ἀπὸ τὴ μάνα μ᾿ ἔρχομαι καὶ στὸ σχολειὸ πηγαίνω,
νὰ μάθω τ᾿ ἅγια γράμματα καὶ τ᾿ ἅγιο Εὐαγγέλιο!

Σ᾿ αὐτὴν τὴν πόρτα πού ῾ρθαμε, πέτρα νὰ μὴ ραγίσει,
κι ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ,χρόνια πολλὰ νὰ ζήσει!

Νὰ ζήσει χρόνους ἑκατὸ καὶ νὰ τοὺς ἀπεράσει,
καὶ στῶν παιδιῶν του τὶς χαρὲς κουφέτα νὰ μοιράσει!

Κυρὰ χρυσή, κυρ᾿ ἀργυρή, κυρὰ μαλαματένια,
ποὺ σὲ χτενίζουν ἄγγελοι μὲ τὰ χρυσά τους χτένια,
ἄνοιξε τὸ πουγκάκι σου τὸ μαργαριταρένιο,
καὶ δῶσε μ᾿ ἕνα τάλληρο, ἂς εἶναι κι ἀσημένιο!

Καὶ τώρα καληνύχτα σας, καλὸ ξημέρωμά σας,
κι ὁ Ἅγιος Βασίλειος νἆναι βοήθειά σας.