t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Θα μαζέψω μιαν αγκαλιά σπάρτα, κλωνάρια μυγδαλιάς, να ζεστάνω το μοναχικό σπίτι...

δεν προσπαθώ να σας γελάσω: Αν είναι να ζήσουμε δίχως αυταπάτες, πρέπει να συνηθίσουμε στο πολικό ψύχος ενός μοναχικού σπιτιού, ενός άδειου δωματίου. Γι' αυτό στρέφομαι στ' αγριολούλουδα, τα βότανα, τ' άνθη της σέρας, τα εξημερωμένα φυτά. Είναι κι αυτό ένα άλλοθι, ή μια ακόμη αυταπάτη...

Σπύρος Τσακνιάς


Άλλοθι

Θα μαζέψω μιαν αγκαλιά σπάρτα, κλωνάρια μυγδαλιάς, να ζεστάνω το μοναχικό σπίτι, τ' άδειο δωμάτιο. Θα συμμαζέψω τα σκορπισμένα χαρτιά, θα πετάξω τ' αποτσίγαρα, θα συγυρίσω τ' ανάρμοστα όνειρα, τις ατίθασες μνήμες. Θα διώξω

τον ίσκιο που ρίχνουν οι λέξεις πάνω στα ποιήματα, τον ίσκιο που ρίχνουν τα ποιήματα πάνω στη δυστυχία, να μείνει ανόθευτο το βράδυ κι η γαλήνη του, κι ο πόνος, γυμνό μαχαίρι, ν' αστράφτει στο σκοτάδι. Όχι

δεν με τρομάζει το σκοτάδι. Νυχτοβατώ ανάμεσα σε πράγματα που ήταν κάποτε ανθρώπινα κι έγιναν φαντάσματα: ο σκυθρωπός καθρέφτης, η βαρύθυμη καρέκλα, τ' απαρηγόρητο σκαμνί, η απελπισμένη σιφονιέρα. Όχι

δεν προσπαθώ να σας γελάσω: Αν είναι να ζήσουμε δίχως αυταπάτες, πρέπει να συνηθίσουμε στο πολικό ψύχος ενός μοναχικού σπιτιού, ενός άδειου δωματίου. Γι' αυτό στρέφομαι στ' αγριολούλουδα, τα βότανα, τ' άνθη της σέρας, τα εξημερωμένα φυτά. Είναι κι αυτό ένα άλλοθι, ή μια ακόμη αυταπάτη,

- η τελευταία αυταπάτη. Μη με ρωτήσετε ποιος φταίει, δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω κι αν είναι σκόπιμο ν' αναζητούμε πάντα κάποιον ένοχο ή κάποιο εξιλαστήριο θύμα ή μήπως είναι απείρως προτιμότερο να ζούμε με την υποψία μιας απέραντης αθωότητας.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ ΠΟΛΥΕΔΡΟ
γράμματα-τέχνες

Ξαναδιαβάζοντας... συγγραφείς και κείμενα του 20 αιώνα

Σπύρος Τσακνιάς(1929-1999)


Ο Β’ κύκλος εκδηλώσεων
Ξαναδιαβάζοντας... συγγραφείς και κείμενα του 20 αιώνα
Σάββατο 2.10.2010
με αφιέρωμα στον Σπύρο Τσακνιά.

Παρουσιάζουν:
Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ποιητής, βιβλιογράφος και κριτικός της λογοτεχνίας και Χριστόφορος Μηλιώνης, συγγραφέας.

Βιβλιοπωλείο - Πολυχώρος Πολύεδρο, Πάτρα

Είκοσι Έλληνες συγγραφείς του εικοστού αιώνα

Σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα που προκάλεσαν ζωηρό ενδιαφέρον μικρές ή και μεγαλύτερες αναγνωστικές και καλλιτεχνικές συντροφιές, αλλά σήμερα βρίσκονται στις “παρυφές του ισχύοντος κανόνα”.

Ο κύκλος ομιλιών του ΠΟΛΥΕΔΡΟΥ εστιάζει σε κείμενα και συγγραφείς που είναι λίγο ή ελάχιστα γνωστά στο ευρύτερο κοινό για να μας θυμίσουν ότι η λογοτεχνία δεν είναι αναγκαστικά αναλώσιμη ύλη· Ότι η κριτική μας σκέψη οξύνεται όταν επιστρέφουμε στα αμνημείωτα δραστικά ίχνη του παρελθόντος · ότι η αναγνωστική απόλαυση βαθαίνει και ολοκληρώνεται όταν ξαναδιαβάζουμε…
Ο Σπύρος Τσακνιάς γεννήθηκε το 1929 στη Λαμία. Φοίτησε στην Ανωτάτη Εμπορική και εργάστηκε για ένα διάστημα ως δημοσιογράφος. Στα γράμματα εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ΄50. Παράλληλα με το ποιητικό του έργο ασχολήθηκε με την κριτική. Κατά καιρούς είχε τακτικές στήλες βιβλιοκρισίας στα περιοδικά «Λέξη» και «γράμματα και τέχνες» και στις εφημερίδες «Το Βήμα» και « Τα Νέα». Πλούσιο και το μεταφραστικό του έργο που καλύπτει ποίηση, πεζογραφία και δοκίμιο. Πέθανε στην Αθήνα τον Μάιο του 1999.

Έργα του:

Εν Αυλίδι (ποίηση) 1976
Ιστορίες για τον Σέργιο (ποίηση) 1979
Ο κύκλος (ποίηση) 1982
Πτέρυξ χρονίων παθήσεων (ποίηση) 1983
Η βαλίτσα του ξένου (πεζογραφία) 1983
Δακτυλικά απωτυπώματα ( δοκίμιο) 1984
Ονειροσκόπιο (ποίηση) 1987
Χαμηλό βαρομετρικό (ποίηση) 1987
Ετερώνυμα (δοκίμιο) 1990
Επί τα ίχνη (δοκίμιο) 1992
Ορατότης μηδέν (ποίηση) 1993
A propos - Αναστοχασμοί και σχόλια (δοκίμιο) 2000
Πρόσωπα και μάσκες (δοκίμιο)

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα...

Απεικόνιση της σημερινής Ελλάδας από τον ποιητή...

Και δεν τον είχαν προφτάσει ακόμη τα χειρότερα...

Νίκος Γκάτσος

Οι Ρήτορες

Πότε θα βγεί να σκούξει κάποιος;

Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος

Ελλαδογραφία

Πότε θ' ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα 'ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;

Ο εφιάλτης της Περσφόνης

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν' να δουν διϋλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μη ξαναβγείς

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: η ανυπέρβλητη τέχνη, η ποίηση, στην αθλιότητα ανάμεσα...

Η αθλιότητα των ημερών. Η αθλιότητα θυμάτων και θυτών. Η αθλιότητα του ανθρώπινου είδους...

Και η ανυπέρβλητη τέχνη, η ποίηση, ανάμεσα...

Αγαπημένε, μέγιστε, καταραμένε ποιητή, ο στίχος σου τα λέει όλα!

Charles Baudelaire

Au Lecteur

La sottise, l'erreur, le péché, la lésine,
Occupent nos esprits et travaillent nos corps,
Et nous alimentons nos aimables remords,
Comme les mendiants nourrissent leur vermine.

Nos péchés sont têtus, nos repentirs sont lâches;
Nous nous faisons payer grassement nos aveux,
Et nous rentrons gaiement dans le chemin bourbeux,
Croyant par de vils pleurs laver toutes nos taches.

Sur l'oreiller du mal c'est Satan Trismégiste
Qui berce longuement notre esprit enchanté,
Et le riche métal de notre volonté
Est tout vaporisé par ce savant chimiste.

C'est le Diable qui tient les fils qui nous remuent!
Aux objets répugnants nous trouvons des appas;
Chaque jour vers l'Enfer nous descendons d'un pas,
Sans horreur, à travers des ténèbres qui puent.

Ainsi qu'un débauché pauvre qui baise et mange
Le sein martyrisé d'une antique catin,
Nous volons au passage un plaisir clandestin
Que nous pressons bien fort comme une vieille orange.

Serré, fourmillant, comme un million d'helminthes,
Dans nos cerveaux ribote un peuple de Démons,
Et, quand nous respirons, la Mort dans nos poumons
Descend, fleuve invisible, avec de sourdes plaintes.

Si le viol, le poison, le poignard, l'incendie,
N'ont pas encor brodé de leurs plaisants dessins
Le canevas banal de nos piteux destins,
C'est que notre âme, hélas! n'est pas assez hardie.

Mais parmi les chacals, les panthères, les lices,
Les singes, les scorpions, les vautours, les serpents,
Les monstres glapissants, hurlants, grognants, rampants,
Dans la ménagerie infâme de nos vices,

II en est un plus laid, plus méchant, plus immonde!
Quoiqu'il ne pousse ni grands gestes ni grands cris,
Il ferait volontiers de la terre un débris
Et dans un bâillement avalerait le monde;

C'est l'Ennui! L'oeil chargé d'un pleur involontaire,
II rêve d'échafauds en fumant son houka.
Tu le connais, lecteur, ce monstre délicat,
— Hypocrite lecteur, — mon semblable, — mon frère!


Σαρλ Μποντλέρ

Στον Αναγνώστη

Η ανοησία, τ' αμάρτημα, η απληστία κι η πλάνη
κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας,
κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουμε στη ψυχή μας,
καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.

Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια,
ζητάμε πληρωμή ακριβή για κάθε μυστικό μας
και ξαναμπαίνουμε εύκολα στο βούρκο τον παλιό μας,
θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.

Πάνω απ το προσκεφάλι μας ο Σατανάς γερμένος
πάντα στα μάγια του κακού το νου μας νανουρίζει,
τη πιο ατσαλένια θέληση μεμιάς την εξατμίζει,
αυτός ο Μέγας χημικός, ο Τετραπερασμένος.

Ο Διάολος, το νήμα αυτός κρατά που μας κουνά!
Τα πράματα τα βρωμερά πιότερο τ' αγαπάμε,
κι όλο και προς τη Κόλαση κάθε στιγμή τραβάμε,
με δίχως φρίκη, ανάμεσα στο σκότος που βρωμά.

Σαν το φτωχό ξεφαντωτή που πιπιλά με ζάλη
μιας παλιάς πόρνης αγκαλιά πολιομαρτυρισμένη,
κλεφτάτα αρπάζουμε κι εμείς καμιά ηδονή θλιμμένη,
που τηνε ξεζουμίζουμε σα σάπιο πορτοκάλι.

Σαν ένα εκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκιώντας,
μες στο μυαλό μας κραιπαλούν του Δαίμονα τα πλήθη,
κι όταν ανάσα παίρνουμε, ο Θάνατος στα στήθη
σαν άϋλος ποταμός κυλά, σιωπηλά θρηνώντας.

Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βιά και το μαχαίρι
δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας άθλιο καραβοπάνι,
είναι που λείπει απ' τη ψυχή το θάρρος κι απ' το χέρι.

Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς, τα φίδια, τα τσακάλια,
τους πάνθηρες, τους πίθηκους, τους γύπες, τα θηρία
που γρούζουν, σέρνουνται, αλυχτούν κι ουρλιάζουν με μανία
μες στων παθών μας το κλουβί, προβαίνει αγάλια,

θεριό πιο βρώμικο, κακό, την ασκημιά να δείξει!
Kι α δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του,
όλη γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του
θα 'θελε να κατάπινε τον κόσμο -αυτό 'ναι η πλήξη!-

πού, μ' ένα δάκρυ αθέλητο στα μάτια της κοιτάζεις,
καθώς καπνίζει τον ουκά, κρεμάλες να στυλώνει.
Και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πως δαγκώνει!
Ώ αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι που μου μοιάζεις!

(μετάφραση Γιώργος Σημηριώτης)

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: Ζούμε σε χρόνια σκοτεινά...

Αλήθεια ζω σε χρόνια σκοτεινά.
Η αθώα κουβέντα είναι ανόητη.
Μέτωπο αρυτιδωτο μαρτυράει αδιαφορία.
Αυτός που γελά, το φοβερό μαντάτο ακόμα δεν το πήρε...

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Το κομμένο σχοινί

Το κομμένο σχοινί
μπορείς να το ξαναδέσεις
θα κρατήσει πάλι, ωστόσο
θα ‘ναι κομμένο.
Ίσως πάλι ν’ ανταμώσουμε
μα εκεί που μ’ άφησες
δεν πρόκειται ποτέ
να με ξαναβρείς.

Ιστορίες του κυρίου Κόινερ
(απόσπασμα)

-”Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι”, ρώτησε τον κ.Κ η κορούλα της οικονόμας του, “θα φέρονταν τότε πιο καλά στα μικρά ψαράκια;”
-”Σίγουρα”, αποκρίθηκε εκείνος. “Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έχτιζαν για τα μικρά ψαράκια στη θάλασσα τεράστια κλουβιά και θα έβαζαν μέσα διάφορες τροφές, φυτά καθώς και ζωντανά. Θα φρόντιζαν τα κλουβιά να έχουν πάντα καθαρό νερό και γενικά θα τα εφοδίαζαν με διάφορες εγκαταστάσεις υγιείνης. Όταν λογουχάρη ένα ψαράκι τραυμάτιζε την ουρά του, οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο μην τυχόν και ψοφήσει πριν την ώρα του.

Έπειτα, για να μην μελαγχολούν τα ψαράκια, θα οργάνωναν κατά διαστήματα στη θάλασσα μεγάλες γιορτές, γιατί τα κεφάτα ψαράκια είναι πιο νόστιμα από τα θλιμμένα. Τούτα τα μεγάλα κλουβιά θα είχαν βέβαια και τα σχολειά τους. Εκεί τα ψαράκια θα μάθαιναν να κολυμπάνε στο στόμα του καρχαρία. Θα έπρεπε λογουχάρη να μάθουν γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, όταν αυτοί κάπου τεμπελιάζουν. Βέβαια, το σπουδαιότερο θα ήταν η ηθική διάπλαση των μικρών ψαριών.

Θα τους μάθαιναν ότι για ένα ψαράκι δεν υπάρχει μεγαλύτερη και ωραιότερη αρετή από το να θυσιάζεται πρόθυμα κι ότι τα ψαράκια θα έπρεπε να πιστεύουν τυφλά στους καρχαρίες, προπαντός όταν αυτοί τους λένε ότι θα φροντίσουν για ένα ωραίο μέλλον. Θα έδιναν στα ψαράκια να καταλάβουν πως αυτό το ωραίο μέλλον τότε μόνο θα είναι εξασφαλισμένο, όταν εκείνα μάθουν να υπακούνε...

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Όχι στη φασιστική απαγόρευση του καπνίσματος!

Κάπνισμα & ζωγραφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι

kekkeris

Γιάννης Σταύρου, Κόκκινο χαρμάνι, λάδι σε καμβά

Αν το κάπνισμα δεν επιτρέπεται στον παράδεισο, τότε δεν θα πάω.

Μαρκ Τουέιν

Συμπαράταξη ενάντια στη φασιστική απαγόρευση του καπνίσματος

Ιδιοκτήτες καφέ και μπαρ οι οποίοι αντιδρούν στην απαγόρευση του καπνίσματος στα καταστήματά τους πραγματοποίησαν εκδήλωση στον πολυχώρο «Ιανό», στις 15 Σεπτεμβρίου, όπου παράγοντες της κοινωνικής, καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής της χώρας εξήγησαν γιατί δεν θα σβήσουν το τσιγάρο τους, παρά τον νέο νόμο. Οι παρευρισκόμενοι στην εκδήλωση συνδέθηκαν διαδικτυακά με αντίστοιχες εκδηλώσεις σε Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Χανιά και Ρόδο. «Στο δικό μου κατάστημα έχω αφήσει το περιθώριο στους πελάτες να καπνίζουν εάν θέλουν. Ομως οι συνάδελφοι που εφαρμόζουν το μέτροβλέπουν μείωση της πελατείας τους ως και 70%» λέει στο «Βήμα» ο κ. Δημήτρης Αρβανίτης, ένας από τους ιδιοκτήτες καφέ-μπαρ που συμμετέχουν στο Συντονιστικό Επαγγελματιών Καφέ Μπαρ Εστιατορίων. Οι ιδιοκτήτες καφέ που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία αναφέρουν ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση θα είναι το τελικό χτύπημα για τον κλάδο τους. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι σε ευρωπαϊκές χώρες όπου εφαρμόστηκε η απαγόρευση, όπως η Ισπανία και η Αυστρία, έπειτα από λίγο καιρό ουσιαστικά κατέστη ανενεργή εξαιτίας της αντίδρασης από τα μαγαζιά και τους πελάτες τους. Οι επαγγελματίες μελετούν διάφορους τρόπους αντίδρασης, στους οποίους περιλαμβάνεται το συμβολικό κλείσιμο των καταστημάτων τους, η άρνηση καταβολής προστίμων, ακόμα και η μη καταβολή του ΦΠΑ. Παράλληλα εξετάζουν την προσφυγή στη Δικαιοσύνη προκειμένου να κριθεί η συνταγματικότητα της απαγόρευσης.

Επιστρατεύουν δε εκπροσώπους της καλλιτεχνικής, πνευματικής και κοινωνικής ζωής, οι οποίοι τάσσονται κατά του νέου νόμου που απαγορεύει καθ΄ ολοκληρίαν το κάπνισμα στους κλειστούς χώρους εστίασης, δουλειάς και διασκέδασης.

Ορισμένοι γνωστοί καλλιτέχνες και συγγραφείς, άλλοι καπνιστές και άλλοι όχι, μίλησαν στο «Βήμα» για την απόφασή τους να ταχθούν κατά του νέου νόμου.

Οι καπνίζοντες

Σταμάτης Κραουνάκης
Συνθέτης
«Πιο βλαβερό το κοκορέτσι»
«Είμαι καπνιστής και θέλω να συνεχίσω να καπνίζω. Αυτές οι απαγορεύσεις, που έχουν ευρωπαϊκή προέλευση, θέλουν να μας μετατρέψουν σε μια κοινωνία που αποτελείται από ανθρώπους που κάθονται όλη μέρα μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή. Συμφωνώ ότι οι μη καπνιστές δεν πρέπει να ενοχλούνται, όμως στην Ελλάδα δεν είναι και τόσο πολλοί. Σε μια χώρα που έχει βάσανα, ο κόσμος θέλει να καπνίσει. Αν τους ενδιέφερε να κάνουν κάτι για την υγεία μας θα έπρεπε να απαγορέψουν τις εισαγωγές των τσιγάρων αντί να στέλνουμε τα δικά μας καπνά στις βιομηχανίες της Αμερικής. Πάντως θεωρώ ότι το μέτρο δύσκολα θα εφαρμοστεί. Τα μαγαζιά ήδη βρίσκουν ένα σωρό πατέντες, ο Ελληνας μπορεί να γίνει πολύ ευρηματικός όταν θέλει να καπνίσει. Στο κάτω κάτω της γραφής, είδατε να απαγορευτεί το κοκορέτσι που είναι και πιο βλαβερό;».

Ζυράννα Ζατέλη
Συγγραφέας
«Στο τσιγάρο που κρατώ»

«Το να ζούμε σαν άρρωστοι για να πεθάνουμε υγιείς δεν βρίσκω να έχει και πολύ νόημα. Αντίθετα έχει πολλή χάρη εκείνη η κουβέντα του Μπρετόν: “Σας ορκίζομαι, είμαι αθώος, συγχέετε την κόρη του ματιού μου με την καύτρα του τσιγάρου μου”. Διεξοδικότερα για όλα αυτά θα μιλήσουμε το μεσημέρι στον “Ιανό”- ελπίζω και με έμπνευση και με χιούμορ, διότι αν ισχύσει και εκεί το καθεστώς του απαγορευμένου καπνού... προκύπτει ένα ζήτημα».

Θάνος Μικρούτσικος
Συνθέτης
«Μέτρο φασιστικό και γελοίο»

«Δεν πρόκειται να πατήσω σε μαγαζί που δεν μου επιτρέπεται το κάπνισμα, ακόμα και αν ήταν αγαπημένο μου στέκι ως τώρα. Θεωρώ το μέτρο φασιστικό και γελοίο. Δεν δίνω σε κανένα το δικαίωμα να με σώσει. Το κάπνισμα θα έπρεπε να απαγορεύεται σε όσα σημεία υποχρεούται να πάει ο πολίτης, όπως είναι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νοσοκομεία και οι τράπεζες. Σε έναν χώρο διασκέδασης όμως, όπως το εστιατόριο, η απαγόρευση του καπνίσματος με καθιστά πολίτη β΄ κατηγορίας. Θα μπορούσε να επιβληθεί η δημιουργία ξεχωριστών χώρων για καπνιστές και μη καπνιστές στα μαγαζιά, ακόμα και η εναλλάξ λειτουργία των μαγαζιών ως καπνιζόντων και μη καπνιζόντων. Οσο για το επιχείρημα ότι με αυτό το μέτρο θα αποθαρρυνθούν οι νέες γενιές από το να καπνίζουν, με την ίδια λογική θα έπρεπε να υπάρχει και ανώτερη παραγγελία στα μπαρ. Το αλκοόλ ίσως είναι περισσότερο βλαπτικό. Επιπλέον η οικονομική συγκυρία είναι η χειρότερη δυνατή. Στη Γαλλία όπου εφαρμόστηκε το μέτρο ο τζίρος στα καφέ μειώθηκε κατά 40%».

Οι μη καπνίζοντες

Δημήτρης Παπαχρήστος
Συγγραφέας
«Απαγορεύεται το απαγορεύεται»
[Image]«Εχω κόψει το κάπνισμα από μόνος μου. Αν μου το επέβαλλε κάποιος, ακόμη και ο γιατρός μου, ίσως και να μην το έκανα. Είμαι ενάντια σε κάθε είδους απαγόρευση. Συμφωνώ με το σύνθημα του Μάη του 1968: Απαγορεύεται το απαγορεύεται. Ο προηγούμενος νόμος είχε εξαιρέσεις. Τώρα δεν υπάρχει καμιά, η πολιτεία αποφασίζει απόλυτα και ολοκληρωτικά. Το τσιγάρο δεν έχει μόνο αρνητικές συνέπειες, οι οποίες είναι αδιαμφισβήτητες. Το τσιγάρο είναι παρηγοριά και συντροφιά του ανθρώπου που πίνει καφέ ή ποτό, που προσπαθεί να στοχαστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι το τσιγάρο έχει υμνηθεί από όλες τις τέχνες, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και το θέατρο. Πρέπει να δούμε τις βλαβερές συνέπειες στη δημοκρατία μας από τέτοιου είδους απαγορεύσεις. Οπως κατά καιρούς χρησιμοποιείται το επιχείρημα του δίκαιου της σιωπηρής πλειοψηφίας, έτσι σε αυτή την περίπτωση γίνεται με τον παθητικό καπνιστή».

Γιάννης Πανούσης
Καθηγητής Εγκληματολογίας
«Δεν καπνίζω αλλά διαφωνώ»

«Δεν είμαι καπνιστής οπότε η άποψή μου στο θέμα δεν επηρεάζεται από την επιθυμία μου για τσιγάρο. Ομως η πολιτικώς ορθή θεώρηση της απαγόρευσης, ενώ φαινομενικά μοιάζει να υποστηρίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων του άλλου, στην ουσία επαναφέρει κάποιες συντηρητικές απόψεις γύρω από την ηθική και τη δημόσια τάξη. Βασικό στοιχείο της κοινωνίας μας αλλά και του νομικού πολιτισμού είναι η έννοια της συναίνεσης. Νομοθετείται ο καθωσπρεπισμός και ο κομφορμισμός, κάτι που δεν είναι δουλειά της πολιτείας.

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως για πολλούς το τσιγάρο είναι και μια εξάρτηση. Τέτοιες απαγορευτικές κινήσεις μπορεί να δημιουργήσουν στερητικά σύνδρομα και αντικοινωνικές συμπεριφορές».

-----------

Πηγή: ΒΗΜΑ 15-9-2010

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι: ποιητικές εικόνες & πορτρέτα γυναικών...

Ποιητές & ζωγράφοι αποτυπώνουν πορτρέτα γυναικών


Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά

Η γυναίκα γίνεται σύμβολο...

Βαδίζει στα μονοπάτια της ιστορίας...

Ενώνεται με τις θάλασσες και τους ανέμους...

Αποκτά ποιητική εικόνα, γίνεται πορτρέτο...

Νίκος Καββαδίας

Γυναίκα

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξτε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα μ' ώρισε στο κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε μ' ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξανάπαμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ΄είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο βιδώναν.
Ανάμεσα σ' ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχ' ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: καράβια στην ζωγραφική & την ποίηση...

Καράβια & ζωγραφική, θαλασσογραφίες & ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη Ι, λάδι σε καμβά,

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά...

Νίκος Καββαδίας

Θεσσαλονίκη ΙΙ

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα για το καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, τη ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που 'σπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνω
-της 'Αγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι-
και τα θυμάμαι μόλις 'δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Το παπαγάλο, μάδησε κι έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας άκουγε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει.
Έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που μάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Εσύ ξανθέ άγγελε του δειλινού...

Δειλινά στη ποίηση & τη ζωγραφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Δειλινό, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Εσύ ξανθέ άγγελε του δειλινού τώρα,
καθώς ο ήλιος γέρνει στα βουνά,
άναψε του έρωτα τη λαμπερή σου δάδα
φόρεσε τ’ αχτινοβόλο στέμμα σου
και χαμογέλασε πάνω απ΄ την εσπερινή μας κλίνη...

Ουίλιαμ Μπλέηκ


Μια θεία εικόνα

H βαρβαρότητα έχει μια ανθρώπινη καρδιά
Ο φθόνος το σχήμα του ανθρώπινου προσώπου
Ο τρόμος είναι η θεία ανθρώπινη μορφή
H μυστικότητα το ρούχο του ανθρώπου.

Το ανθρώπινο ρούχο είναι σίδερο χυτό
H ανθρώπινη μορφή πύρινος καυστήρας
Το ανθρώπινο πρόσωπο καμίνι σφαλιστό
H ανθρώπινη καρδιά αχόρταγος κρατήρας.

μεταφραση Μίλτος Φραγκόπουλος

Στο βραδυνό αστέρι

Εσύ ξανθέ άγγελε του δειλινού τώρα,
καθώς ο ήλιος γέρνει στα βουνά,
άναψε του έρωτα τη λαμπερή σου δάδα
φόρεσε τ’ αχτινοβόλο στέμμα σου
και χαμογέλασε πάνω απ΄ την εσπερινή μας κλίνη!
Στους έρωτές μας χαμογέλασε,
κι όπως θα σέρνεις τ’ ουρανού
τις γαλαζόχρωμες κουρτίνες
σκόρπισε τις ασημένιες δροσοσταλίδες σου
σε κάθε λούλουδο που τα γυμνά ματάκια του
σφαλίζει στην πιο κατάλληλη του ύπνου ώρα.
Επέτρεψε στον δυτικό σου άνεμο πάνω απ’ τη λίμνη
ν’ αποκοιμηθεί, μίλησε χαμηλόφωνα
με τα λαμπρά σου μάτια
κι απόπλυνε το σούρουπο μ’ ασήμι. Γρήγορα,
πολύ γρήγορα, φεύγεις απο κοντά μας.
Ο λύκος τότε ουρλιάζει με μανία
και το λιοντάρι αγριοκοιτάζει
μέσα απ’ το σκοτεινιασμένο δάσος:
το τρίχωμα των κοπαδιών μας εσκεπάστηκε
απ’ την ιερή σου δρόσο: προστάτεψέ τα με τη χάρη σου.
Μνήμη, κόπιασε ‘δώ,
Και διάλεξε τις χαρωπές σου αναμνήσεις,
Κ’ ενώ στον άνεμο καβάλα,
Θα ξεχωρίζει η μουσική σου,
Εγώ προς το ποτάμι θά’ μαι προσηλωμένος,
Όπου των εραστών τ’ όνειρο αναστενάζει,
Και αλιεύει φαντασίες καθώς αυτές περνάνε
Μες στον υδάτινο καθρέφτη.
Θα πιώ απ’ το καθάριο το ποτάμι,
Και το κελάιδισμα του σπίνου θα ακούσω,
Κ’ εκεί θα πέσω να ξαπλώσω και να ονειρευτώ
Ολάκερη τη μέρα:
Κι όταν θα πέσει η νύχτα, θα φύγω
Σε τόπους ταιριαστούς στη λύπη.
Διασχίζοντας τη σκοτεινή κοιλάδα,
Σιωπηλά και μελαγχολικά. .

μετάφραση Κώστας Λάνταβος

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, σύγχρονοι ζωγράφοι: η ελληνική παρακμή εξαφανίζει τα πάντα στο πέρασμα της...

Σύγχρονο τοπίο & ζωγραφική, ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Φθινοπωρινό τοπίο, λάδι σε καμβά

Τί είναι πια ένα δέντρο τί είναι τ' ασημένια φύλλα;
Μεσ στην ορμή της ερημιάς γινόμαστε διάφανοι.
Νίκος Καρούζος

Εξαφανίζονται όλα, έτσι απλά και βίαια μαζί, όπως τα προετοιμάζαμε χρόνια τώρα...

Φτάσαμε στο σημείο όπου η κάθε ατομική ενέργεια θυμίζει τις απεγνωσμένες κινήσεις εκείνου που έπεσε στο βούρκο - βυθίζεται όλο και περισσότερο...

Μόνη, αμυδρή ελπίδα: οι συλλογικότητες (όχι κομματικές) - σχεδόν ανέφικτο για σχιζοειδείς προσωπικότητες...

Από τους τελευταίους ποιητές...

Λόγος σπαρακτικός, αισθητικός, απροσάρμοστος...


Νίκος Καρούζος
Νεότερος

Αἰσθάνομαι μόνος
ἀφοῦ δὲν ἔχει δεύτερη ζωὴ ν᾿ ἀλλάξουμε
καὶ τὸ φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ἴδιο.
Σύντροφε οὐρανὲ
ἄλλοτε ἡ ἐλπίδα φεγγοβολοῦσε στὰ χέρια
κοιτάζω τὸ σῶμα βρίσκω τ᾿ ὄνειρο
πάει κ᾿ ἡ ἀγάπη
χάνεται
σὰν τὸ νερὸ στὴν πέτρα.
Τί εἶναι πιὰ ἕνα δέντρο τί εἶναι τ᾿ ἀσημένια φύλλα;
Μέσ᾿ στὴν ὁρμὴ τῆς ἐρημιᾶς γινόμαστε διάφανοι.

Ένα Έρημο Άνθος

Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ
ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία
ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο.
Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει
τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα...
Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς
ἀμέριμνο σὰν ἰδέα.

ΣτηνΎλη εισχώρησα ουρλιάζοντας

Δυὸ θάλασσες μὲ κυνηγοῦν: ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος
δυὸ ρεύματα π᾿ ἀνάθεματα στὴν καρδιὰ μου...
Ψάχνω γιὰ νὰ βρῶ μέσ᾿ στὸ σκυλοπιωμένο κεφάλι μου
δεύτερη κτητικὰ ἀντωνυμία
δὲ βρίσκω - νοημοσύνη. Δὲ μαρμάρωσα τίποτα
Νὰ παίζουμε τοὺς ἀνέμους
νὰ παίζουμε γλυκὰ τοὺς κολασμένους
Τί βρέφος ἠδυνόμενο τὸ ποίημα
κι ὁ φουκαριάρης ὁ Ἰησοῦς
μ᾿ ἕνα πορτοκαλένιο σωβρακάκι
κρεμιέται κάθε χρόνο στὰ ἔαρα
Ἡ τέχνη μας ἡ φριχτότερη τοῦ ἐγὼ μεταμφίεση.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Η αδιέξοδη ελληνική παρακμή...

Σύγχρονη σκέψη & ζωγράφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά

Κάθε άνθρωπος αποτραβηγμένος στον εαυτό του, συμπεριφέρεται σαν να είναι ξένος προς τη μοίρα όλων των άλλων. Τα παιδιά του κι οι στενοί του φίλοι συνιστούν γι' αυτόν το σύνολο του ανθρώπινου είδους. Όσο για τις συναλλαγές του με τους συμπολίτες του, μπορεί να συγχρωτίζεται μαζίτους, αλλά δεν τους αντιλαμβάνεται. Υπάρχει μόνο στον εαυτό του και μόνο για τον εαυτό του. Και αν μ' αυτούς τους όρους εξακολουθεί να υπάρχει στον νου του μια έννοια της οικογένειας, δεν υπάρχει μια έννοια της κοινωνίας.
ΤΟCQEVILLE

Διαπιστώνουμε, αισθανόμαστε, βλέπουμε την αδυσώπητη ελληνική παρακμή. Γνωρίζουμε βήμα, βήμα πως εκτράφηκε την τελευταία 35ετία αυτό το μοιραίο εξάμβλωμα συνενοχής εξουσιαστών, "αντιεξουσιαστών" και εξουσιαζομένων...

Και παρ' όλο που πιστεύουμε ακράδαντα ότι δεν υπάρχει λύτρωση, συνεχίζουμε - μάλλον το ένστικτο επιβίωσης λειτουργεί - να αναζητούμε αγωνιωδώς εξηγήσεις, λες και η γνώση των αιτίων θα μας εξασφαλίσει. Το μόνο που μπορεί να μας προσφέρει είναι λίγη ψυχραιμία έτσι ώστε να τελέσουμε την κηδεία μας χωρίς έντονα δείγματα φρενοβλάβειας...

Διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε τα έργα του Παναγιώτη Κονδύλη και μαζί με αυτά ανατρέχουμε διψασμένοι στις βιβλιογραφίες που παραθέτει, στις εισαγωγές και τις σημειώσεις του, ακόμα και στα έργα που πρότεινε ως διευθυντής εκδοτικών εγχειρημάτων σε διάφορους οίκους. Εθισμένοι στην αιτιοκρατία, παίζουμε και τα τελευταία της χαρτιά, ενώ ξετυλίγεται μπροστά μας η θηριωδεία του αιώνα χωρίς διακοπή, τέλος, επιστροφή.
Κασέτα επιβίωσης και μαζί "θέμα γούστου" - όπως θάλεγε κι ο ίδιος...


Παραπέμπουμε στo βιβλίο "Η Tυραννία της Οικειότητας" του Richard Sennett:

...Οι μοντέρνοι καιροί μας πραβάλλονται συχνά με την εποχή της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Όπως η ηθική σήψη υποτίθεται ότι υπονόμευσε τη δύναμη της Ρώμης να άρχει τη Δύση, έτσι ακριβώς λέγεται ότι υπονόμευσε και τη δύναμη της σημερινής Δύσης να άρχει την υφήλιο. Παρά την αφέλειά της αυτή η ιδέα περιέχει κάποιο στοιχείο αλήθειας. Υπάρχει μια χονδρική ομοιότητα ανάμεσα στην κρίση της ρωμαϊκής κοινωνίας μετά τον θάνατο του Αυγούστου και στην κρίση της σημερινής ζωής. Η ομοιότητα αυτή αφορά την ισορροπία ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτική ζωή...

...Το εγώ κάθε προσώπου έγινε το κυριότερο φορτίο του. Το γνώθι σαυτόν έγινε σκοπός, αντί να είναι μέσον με το οποίο καθένας γνωρίζει τον κόσμο. Κι ακριβώς, επειδή είμαστε τόσο εγωπαθείς είναι εξαιρετικά δύσκολο να φθάσουμε σε κάποιαν αρχή του ιδιωτικού, να εξηγήσουμε ξεκάθαρα στον εαυτό μας ή σ' άλλους τι είναι η προσωπικότητά μας...

...Η έμμονη ενασχόληση με τα πρόσωπα εις βάρος πιο απρόσωπων κοινωνικών σχέσεων μοιάζει με το φίλτρο που αλλοιώνει την ορθολογική κατανόηση της κοινωνίας, συσκοτίζει τη διηνεκή σπουδαιότητα των κοινωνικών τάξεων στην ανεπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία...

...Η οικειότητα είναι απόπειρα να επιλυθεί το δημόσιο πρόβλημα με την άρνηση ύπαρξης του δημοσίου. Όπως κάθε άρνηση, έτσι κι αυτή δεν κατάφερε τίποτ' άλλο παρά μονάχα να εδραιώσει ακόμα περισσότερο τις πιο καταστροφικές όψεις του παρελθόντος...

( Νεώτερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός - Διεύθυνση Παναγιώτης Κονδύλης / Ρίτσαρντ Σένετ, "Η Τυραννία της Οικειότητας", Εκδόσεις Νεφέλη / Μτφ Γιώργος Μερτίκας, Επιμέλεια Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος)

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Kαι ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους...

Έλληνες ποιητές & Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική


Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στον Υμηττό, λάδι σε καμβά

τον ελαιώνα, αγαπητό της Aθηνάς και πλήθια
σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους.
Kαι ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους,
ανάμεσ' από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας...

Άγγελος Σικελιανός

Ραψωδίες του Ιονίου - Γλαύκα

Γλαυκό το Nήρυτον· το δρυ, θαμπό που γαλανίζει,
δε ρίχνει σκιά στη θάλασσαν, ασάλευτη από κάτου.
Στη λίμνη αποκαρώσανε σαν άσπροι ανθοί κ' οι γλάροι.
Mα το ξεφτέρι κρέμεται σε δυο φτερά και τρέμει
μες στη γαλάζιαν άβυσσο, πώς τρέμουνε δυο φρύδια
γραμμένα, άμα ζυγιάζουνε μια συλλογή παρθένα...

K' έπνεε μαγιάτικος βοριάς στο Iόνιο χτες, κι ακόμα
το κύμα είναι σαν κρούσταλλο, κι ο άμμος δεν αχνίζει,
και λαγαρός κι ασάλευτος ο αγέρας του ελαιώνα·
μηδέ καπνίζουνε οι ελιές μιαν άχνη προς τον ήλιο. 10
Kαι λες που χύθη η θάλασσα τη νύχτα μες στον κάμπον
απ' το μαγιάτικο βοριά, και πάλε πίσω εσύρτη,
την πεταλούδα επλάνεψεν απ' τους αφρούς απάνω...
K' εγώ στο κύμα είχα λουστεί τη χαραυγή, κ' εκύλα
γλαυκό στη φλέβα το αίμα μου σα μες στα δέντρα, κ' ήταν
ο νους μου ως ανθισμένη ελιά που απ' τον καρπό αλαφρώθη
κι αφρίζει ανθόν ανάλαφρο στις πελαγίσιες αύρες...

K' η γλαυκομάτα, στο γιαλό που αργή μ' ακολουθούσεν,
ερώτησε, γυρίζοντας την κεφαλή απ' το κύμα:
"Aλήθεια αναγελάσανε τη γλαύκα οι χελιδόνες, 20
τη γλαύκαν οπού απόμεινε στο μέγα φως της μέρας
και χαμοπέταγε βουβή απάνω από τ' αμπέλια,
που και σκυλί θα βάβιζε το χαμηλό της ίσκιο;
Aλήθεια αναγελάσανε τη γλαύκα οι χελιδόνες
με τις χελιδονίσιες τους χαρές στις κρύες τις αύρες·
από μπροστά της διάβαιναν, με το φτερό τη 'γγίζαν,
και με συρτούς κελαηδισμούς ψηλά την αναπαίζαν;"

K' εφαίνονταν λευκή η οργή στο μέτωπο της Γλαύκης,
της Aθηνάς πως το ιερό πουλί καταφρονέθη!

K' εγώ, που τό ειδα, απάντησα τον αλαφριό μου λόγο:

Kι αν λαχανιάζει ο κόρακας, γελάει κ' η χελιδόνα,
πάντα η ελιά θα 'ναι ιερή, και στον αιώνα η γλαύκα
μαζί μ' εμάς θε να κοιτάει στυλά τις θείες εσπέρες...


Γιάννης Σταύρου, πορτρέτο του Άγγελου Σικελιανού, μικτή τεχνική

Ραψωδίες του Ιονίου - Το Διάβα του Ελαιώνα

Στον Iόνιο διάπλατο γιαλό διαβήκαμε, περνώντας
τον ελαιώνα, αγαπητό της Aθηνάς και πλήθια
σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους.
Kαι ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους,
ανάμεσ' από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας
στην αρμονία σα σε ραβδί αγριλίδας ζυγιασμένος.
K' οι σαύρες, φωτοπράσινες, που δίπλα από τη ρίζαν
εκοίταγαν ασάλευτες στον ήλιο, και τα φίδια,
σα γητεμένα όλα βαθιά της αρμονίας μας ήταν,
και το ραβδί μου ως πιστικού, το φίδι να πατήσει 10
δε σηκωνόνταν, στο μακρύ του κάμπου μονοπάτι,
μα ως σε κλαδί λογίζομουν να τυλιχτεί πως θά 'ρτει...

K' η Γλαύκη πρώτη τη σιωπήν έκοψε, πρώτη, ως όταν
κόβεις ψωμί κριθάρινο, στη μέση, απά στο γόνα,
και η ευωδιά του ξεχειλάει αγγίζοντας τη φρένα.
Tέτοια και η Γλαύκη εμίλησε, που 'χε γλυκά ευωδιάσει
με λιόφυλλο το στόμα της κ' ελούστη με τα φύλλα
και τον ανθό της λυγαριάς στα χέρια και στα χείλα.
Kαι φούσκωνέ μας η σιωπή τα στήθη, ωσάν την πείνα.
Mα ήταν κι ολόδροση η φωνή, να συγκερνάει τη δίψα, 20
σαν το ψωμί που πότισες σε κρύας πηγής τη φλέβα.
Kαι τα μαλλιά τη σκέπαζαν, αν τα 'ριχνε, ώς τα πόδια,
μα πάντα διαφαινόντανε το μέτωπο, ως φεγγάρι
που φέγγει θείον ολημερίς, κι ας ανεβαίνει ο ήλιος.
Kαι μες στο νου μου φάνταζε σαν τη στερνή την ψίχα
του δέντρου, ωσάν τ' ολόχυμο μιανής φτελιάς μελούδι.

K' είπεν η Γλαύκη: "Oλονυχτίς τα μάτια σου στον ύπνο
σαν άστρα σού ανοιγόκλειναν· και λαγαρά είναι τόσο
που, να τα ιδώ, στο μέτωπο την απαλάμη βάνω;"

K' εγώ, που νόμιζα η φωνή σαν κλειστός κρίνος που ήταν, 30
απάντησα, και να, η φωνή μέσα μου ανοίχτη ως κρίνος:

"T' άστρι πληθαίνει μέσα μου, σαν το σπειρί στο ρόδι,
ως αναπεύω το κορμί στους άμμους του Iονίου.
H νύχτα ανοίγει απ' το βαθύ τον πόθο σαν το ρόδι,
και μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ολάκερο μ' αγγίζει,
πώς, σα λουστώ απονύχτερα, μιαν αστραψιά αναβράει
τριγύρα από φωσφόρισμα - σα μέσα από το γνέφι
που κουφοκαίει η αστραπή - και που σπιθίζει ακόμα
στα χέρια μου, στους ώμους μου, πάλε ως συρτώ στους όχτους...
Kι ανοίγουν απονύχτερα των άστρων τα μπουμπούκια, 40
κι όλη ευωδά η μαγιάτικη νυχτιά απ' τα τόσα ρόδα,
η Aλετροπόδα σα φανεί κι ως βασιλέψει η Πούλια.
Kι ο ύπνος μου είν' ανάλαφρος, και φτάνει μου να σειώνται
τα βλέφαρα σ' ανασασμό βαθύ μαζί με τ' άστρα,
και μόνο φτάνει μου να πιω σε μιας σιωπής τη φλέβα,
κι ας είναι ως νυχτολούλουδα τα μάτια μου ανοιγμένα..."

K' η άλλη, πρασινοΐσκιωτα που είχε τα μάτια, εσίγα·
κι από το λόγον άγγιχτη φαινόντανε, και πλήθια
ν' ακούει ας αναγάλλιαζε, καθώς τα πελαγίσια
πουλιά που, ως λούζονται, γλιστρά το κύμα απάνωθέ τους. 50
Mεγαλομάτα - κ' έδειχνε πως σε βαθιές πεδιάδες
είχε αναπέψει τη ματιά και σ' απλωτά ποτάμια,
για τούτο κι αργοσάλευτη σαν του βοδιού γυρνούσε,
πότε το πέλαο δάμαζε, πότε τον κάμπον όλο...

Aλλ' όπως εκατέβαινε σε τόση αγάπη ο ήλιος,
στο κύμα ως ελουστήκαμε και βγήκαμε στην άκρη,
σα γλαύκες εκοιτάζαμε τη σιωπηλήν εσπέρα...

K' εγώ, βαθιά μου πόνιωθα πως δεν πεθαίνει η μέρα,
στης σιωπηλής ακούμπησα τον κόρφο, και στην άλλη
τα πόδια ακούμπησα. Bαθιά ελογίζομουν, σα να 'χα
στον ήλιο τα ποδάρια μου, στον ίσκιο το κεφάλι...

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & θαλασσογραφίες, ζωγραφική: Αφόρητη νοσταλγία για τα ελληνικά τοπία...

Ελληνικά τοπία & ζωγραφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Αποθήκες στο λιμάνι, Θερμαϊκός, λάδι σε καμβά

Αφόρητη νοσταλγία για τα ελληνικά τοπία που χάθηκαν οριστικά...

Μας απομένουν μόνο οι θολές αναμνήσεις των παιδικών χρόνων...

Ταξίδια στην ομίχλη, στην ποίηση, τη ζωγραφική...

Κωστής Παλαμάς

Καημοί της Λιμνοθάλασσας

Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα
τάζησα κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου
η πρωτάνθιστη ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι’ ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι,
στενάζει, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
Στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στην θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

Μια μάνα είν’ η μοίρα μου,
μια μάνα είν’ η χάρη μου, δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη.
Και να! μες τον ύπνο μου την έφερε τόνειρο
κοντά μου και πάλι τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο, μια πίκρα με πίκρανε,
πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι.
Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δεν μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι,
Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ ανεξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη
και μες τον παράδεισο των πρώτων μας χρόνων
κοντά στ’ ακρογιάλι.

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Η ζωγράφος Laura Swytak επαναφέρει την παράδοση του 18 ου αιώνα και αποτυπώνει κοινωνικές εκδηλώσεις στον καμβά...

Live Event Paintings - LAURA SWYTAK


Η Λόρα Σβίτακ επί το έργον...

Όταν ο 21ος αώνας συναντά τον 18ο...

Η Λόρα Σβίτακ, νεαρή ζωγράφος από την Αμερική, έχει το θάρρος να απαθανατίζει τα κοινωνικά γεγονότα ζωντανά, την ώρα της τέλεσής τους - όπως ακριβώς οι παλαιοί μας δάσκαλοι.

Κάποτε η ζωγραφική ήταν ο μόνος τρόπος αποτύπωσης της ζωής και των γεγονότων της...

Η Σβίτακ παγιδεύει τον χρόνο ζωντανά και παρουσιάζει το γεγονός με τη ματιά και την ευαισθησία του καλλιτέχνη. Ζωγραφίζει όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, από γάμους μέχρι αγώνες γκολφ...

Η κάμερα και η ενδεχόμενη βιομηχανοποίηση απομακρύνονται από το καλλιτεχνικό τοπίο...

Μπράβο της!

Σύμφωνα με το περιοδικό Baltimore:

Κάποτε, πριν από τη φωτογραφία και τα βίντεο, οι ζωγράφοι προσλαμβάνονταν για να αποτυπώσουν κοινωνικές εκδηλώσεις. Η παράδοση ξαναζωντανεύει χάρη στη Λόρα Σβίτακ, 26χρονη απόφοιτη του πανεπιστημίου MICA. Ζωγραφίζει τα πάντα από γάμους μέχρι αγώνες γκολφ...Όπως λέει η ίδια "Οι πίνακές μου παγιδεύουν μια χρονική περίοδο. Είναι σαν κολάζ από διαφορετικές στιγμές"


http://www.lauraswytak.com

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, Έλληνες ζωγράφοι: Στη τέχνη, η μόνη πραγματικότητα είναι η συνείδηση της αίσθησης...

Συγγραφείς & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική


Γιάννης Σταύρου, Στα σύννεφα, λάδι σε καμβά

Κι εγώ ειλικρινά, είμαι το κέντρο που δεν υφίσταται παρά μόνο σα συνθήκη στη γεωμετρία της αβύσσου...

Φερνάντο Πεσόα


Αποφθεγματικά

Όσο περισσότερο μεγαλώνω, τόσο λιγότερο είμαι. Όσο πιο πολύ με βρίσκω, τόσο περισσότερο χάνομαι. Όσο περισσότερο δοκιμάζομαι, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πως είμαι λουλούδι και πουλί κι αστέρι και σύμπαν. Όσο περισσότερο καθορίζω τον εαυτό μου, τόσο λιγότερα όρια έχω. Ξεπερνώ τα πάντα, κατά βάθος είμαι ίδιος με το Θεό.

Κι εγώ ειλικρινά, είμαι το κέντρο που δεν υφίσταται παρά μόνο σα συνθήκη στη γεωμετρία της αβύσσου· είμαι το τίποτα που γύρω του περιστρέφεται αυτή η κίνηση...

Ό,τι έκανα, σκέφτηκα ή υπήρξα, δεν είναι παρά μια υποταγή, είτε σ' ένα τεχνητό ον που εξέλαβα ως εαυτό μου, διότι δρούσα ξεκινώντας απ' αυτό προς τα έξω, είτε στο βάρος των περιστάσεων, όπου συμπεριέλαβα ακόμη και τον αέρα που ανέπνεα

Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος είμαι γω: σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις δε πρέπει να 'μαστε δογματικοί.

Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα 'πρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, ν' αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα -όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με κείνο το σεβασμό που 'χουμε σα τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας.

Ενυπάρχει κάποιες φορές μεγάλη αισθητική απόλαυση στο ν' αφήνεις να περνά, χωρίς να την εκφράζεις, μια συγκίνηση που το πέρασμά της απαιτεί λέξεις. Ουδείς ποιητής έχει το δικαίωμα να φτιάχνει στίχους επειδή νιώθει την ανάγκη.

Υπάρχουν μόνο δυο τύποι σταθερής πνευματικής κατάστασης μέσα στους οποίους αξίζει να ζει κανείς: η ευγενής αγαλλίαση μιας θρησκείας ή το ευγενές άλγος για την απώλειά της.

Στην απίθανη περίπτωση που ένα σκυλί άρχιζε να σκέφτεται όπως εμείς, το σκυλί αυτό θα 'τανε τελειότερο απ' όλα τ' άλλα -κι ωστόσο, το πιθανότερο είναι, ότι κείνα θα το σκοτώνανε, παίρνοντάς το για τρελό.

Μη φοβάστε, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να καταρρεύσει η κοινωνία από υπερβολικόν αλτρουισμό.

Μπορώ να φανταστώ τα πάντα γιατί δεν είμαι τίποτα.

Πόσο δύσκολο αλήθεια, να 'σαι ο εαυτός σου και να μη βλέπεις παρά μόνο τ' ορατό!

Η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί μ' ομολογία πως η ζωή δεν αρκεί. Στη ζωή, η μόνη πραγματικότητα είναι η αίσθηση. Στη τέχνη, η μόνη πραγματικότητα είναι η συνείδηση της αίσθησης.

Η τρέλα όχι απλώς δεν είναι ανωμαλία, μα είναι συνηθισμένη ανθρώπινη συνθήκη. Αν δεν έχεις συναίσθηση της τρέλας σου κι αν δεν είναι μεγάλη, είσαι ο κοινός άνθρωπος. Αν δεν έχεις κι είναι μεγάλη, είσαι τρελός. Αν έχεις κι είναι μικρή, είσαι χωρίς ψευδαισθήσεις. Αν έχεις κι είναι μεγάλη, είσαι ιδιοφυΐα.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiA2Xf0trty01DbygtnpmizLK1xBu6vSE1fYQDyv_9Kf8-nnYtftgGr_Xx2vBLddwwKqwZDEHVLloR2mNNbnu6KbNSBblQGjQZ7ADirx35FehDO1eivPynMLYqg3JrC3dN38y9YO-iE95VW/s320/fernando_pessoa.jpg
Fernando Pessoa (1885-1935)


Τέσσερις Ωδές


Για να 'σαι μεγάς, να 'σαι ακέριος:
Tίποτε δικό σου να μην υπερβάλλεις
ή να μη διαγράφεις.

Nα 'σαι όλα σε κάθε πράγμα.
Nα βάζεις όσα είσαι
Kαι στο ελάχιστο που κάνεις.

Eτσι σε κάθε λίμνη ολάκερη η σελήνη
λάμπει, γιατί ζει ψηλά.

Aναρίθμητοι ζουν μέσα μας,
Aν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.

Eίμαι μονάχα ο τόπος
όπου νιώθουν ή σκέφτονται.
Eχω περισσότερες από μια ψυχές.
Yπάρχουν περισσότερα εγώ
από το ίδιο το εγώ μου.

Yπάρχω ωστόσο
Aδιάφορος για όλους
Tους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.

Oι διασταυρωμένες παρορμήσεις
Όσων νιώθω ή δε νιώθω
Πολεμούν μες σ' αυτό που 'μαι.
Tις αγνοώ.
Tίποτε δεν υπαγορεύουν
σ' αυτό που γνωρίζω πως είμαι: εγώ γράφω.

O θεός Πάνας δε πέθανε,
Σε κάθε κάμπο που δείχνει
Στα χαμόγελα του Aπόλλωνα
τα γυμνά στήθη της Δήμητρας
Aργά ή γρήγορα θα δείτε
Nα εμφανίζεται κει
O θεός Πάνας, ο αθάνατος.

Όχι δε σκότωσε άλλους θεούς
O θλιμμένος χριστιανός θεός.
O Xριστός είναι ένας ακόμη θεός,
Ίσως ένας που 'λειπε.

O Πάνας συνεχίζει να δίνει
Tους ήχους από τον αυλό του
Στ' αφτιά της Δήμητρας
που καμαρώνει στους κάμπους.

Oι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντα λαμπροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι αιωνιότητα
και περιφρόνηση για μας,
φέρνοντας τη μέρα και τη νύχτα
και τις χρυσαφένιες σοδειές.

Όχι για να μας δώσουνε
Tη μέρα και τη νύχτα και το στάρι
Mα γι' άλλονε και θείο
τυχαίο σκοπό.

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: Α, πόσο είναι μεθυστικό το λίκνισμα των καραβιών που απλώνουνε στη θάλασσα...

Ελληνικό τοπίο & ζωγραφική, Έλληνες ζωγράφοι, θαλασσογραφίες


Γιάννης Σταύρου, Δύση στο Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά

Τον ήλιο δες, Λυδία, πώς γέρνει ανάμεσα
στων καταρτιών το δάσος, που αργοτρέμοντας,
τις άπειρες κορφές σαλεύει μ' έκσταση
στο θαύμα μπρος, που φλέγεται, της δύσης...

Γιώργος θ. Βαφόπουλος

Εν ονόματι της ποιήσεως

Όταν τις νύχτες, σε ώρες πολύ προχωρημένες,
ανοίγεις δειλά το παράθυρο, που είχε αντιστεί
στον πέτρινο καταιγισμό της περασμένης μέρας,
για ν' αδειάσεις τις σωρευμένες συλλογές των στίχων,
με τ' άκοπα φύλλα και τις σεμνές τους αφιερώσεις,
ξέρεις καλά πως είναι τούτο πράξη υποκρισίας.

Να χλευάζεις την ποίηση, εν ονόματι της ποιήσεως,
είναι, επιτέλους, κάποιο μέσον άμυνας ή προστασίας.
Να τινάζεις όμως, καθώς ένα ξεσκονόπανο,
στο κατώφλι της νύχτας, τα όνειρα των ποιητών,
είναι σα να φυτεύεις το σπαθί που σου έχουν δώσει
δίχως έλεος βαθιά στην ασταμάτητη καρδιά της ποίησης.

Αν ν' αδειάσεις μπορέσεις τα δικά σου ράφια,
του σακακιού σου τις τσέπες, την ίδια την καρδιά σου,
κι αν άξιος γίνεις να σταθείς έτσι γυμνός
στο μεσονύχτιο άνοιγμα του παραθύρου σου,
ίσως θ' ακούσεις, μέσ' από το πάφλασμα της νύχτας,
τους πτοημένους ψίθυρους απ' τα όνειρα των ποιητών,
που είχες τινάξει, εν ονόματι δήθεν της ποιήσεως.


Δύση στο Θερμαϊκό

Τον ήλιο δες, Λυδία, πώς γέρνει ανάμεσα
στων καταρτιών το δάσος, που αργοτρέμοντας,
τις άπειρες κορφές σαλεύει μ' έκσταση
στο θαύμα μπρος, που φλέγεται, της δύσης.

Α, πόσο είναι μεθυστικό το λίκνισμα
των καραβιών που απλώνουνε στη θάλασσα
το ρίγος των μακρών σκιών, που πάλλονται
σαν κόμη εξαίσια, οι αύρες που ανεμίζουν.

Τον κύκλο δες, Λυδία, που αστράφτει πύρινος,
στων καταρτιών μπλεγμένος το κυμάτισμα,
σαν πορφυρή καρδιά πελώριου γίγαντος,
που ένας μεγάλος πόθος τη φλογίζει.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, Έλληνες ζωγράφοι: Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα...

Εικόνες από ποίηση & ζωγραφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Δειλινό στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά
τριαντάφυλλα...

Γιώργος Σεφέρης

Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.

Πίνδαρος

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια.
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό
ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...

Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.

Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου...

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά
τριαντάφυλλα. Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Απόφαση για μεγάλο ταξίδι...

Καράβια & ζωγραφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι, θαλασσογραφίες


Γιάννης Σταύρου, Αγκυροβολημένα καράβια, λάδι σε καμβά

Απ' ότι φαίνεται όλα συγκλίνουν στην απόφαση για το μεγάλο ταξίδι...

Είναι σίγουρο, ότι ο πλανήτης κι εμείς δεν τα πάμε καθόλου καλά. Μέλλον δεν υπάρχει και οδεύουμε στην καταστροφή...

Μάλλον χρειαζόμαστε άμεσα εισητήριο χωρίς επιστροφή...

Εμείς είμαστε έτοιμοι - εσείς;

  • Πρόσφατα, ο Στήβεν Χόκινγκ προτρέπει να εγκαταλείψουμε τη γη...
"Είναι πεποίθησή μου ότι το μέλλον του ανθρώπου είναι στο διάστημα. Θα είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο να αποφύγουμε μια καταστροφή στον πλανήτη μας τα επόμενα 100 χρόνια, και ούτε θέλω να αναφερθώ στα επόμενα χίλια ή ένα εκατομμύριο χρόνια", υποστηρίζει ο επιστήμονας.

Και για να γίνει ακόμη πιο σαφής, περιγράφει τις πιθανές απειλές που θα θέσουν την ασφάλεια του ανθρώπινου γένους σε κίνδυνο:

"Προβλέπω ότι ο άνθρωπος θα αντιμετωπίσει μεγάλους κινδύνους, αφού ούτως ή άλλως η επιβίωση του μέχρι σήμερα μοιάζει με θαύμα", εξηγεί και θυμίζει την κρίση με τους πυραύλους στην Κούβα το 1963. "Η συχνότητα παρόμοιων απειλών είναι πιθανό να αυξηθεί στο μέλλον. Πρέπει να επιδείξουμε προσοχή για να τις διαχειριστούμε με επιτυχία. Είμαι πάντως αισιόδοξος", προσθέτει.

Να εγκαταλείψουμε λοιπόν τη γη, αλλά πού να πάμε είναι το εύλογο ερώτημα. "Αν τα καταφέρουμε και αποφύγουμε την καταστροφή της ανθρώπινης φυλής τους επόμενους δύο αιώνες, τότε θα διασωθούμε κυρίως εάν επεκταθούμε στο διάστημα", απαντάει ο Χώκινγκ. Και εξηγεί "η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού σε συνδιασμό με τις περιορισμένες δυνατότητες της Γης θα είναι όλο και πιο απειλητικά για τον άνθρωπο. Για τον λόγο αυτό, τάσσομαι υπέρ των επανδρωμένων διαστημικών πτήσεων"


  • Το διαστημικό τηλεσκόπιο «Κέπλερ» κατάφερε να εντοπίσει περίπου 140 εξωπλανήτες με μέγεθος σαν τη Γη κατά τις τελευταίες εβδομάδες.

Το «Κέπλερ» εκτοξεύτηκε από τη NASA ακριβώς για να ανιχνεύσει τέτοιου είδους εξωπλανήτες γύρω από μακρινά άστρα και μέχρι στιγμής τα πάει μια χαρά. Όπως δήλωσε ο αστρονόμος Ντίμιταρ Σασέλοβ, ερευνητής της αποστολής του «Κέπλερ», μιλώντας σε επιστημονική συνδιάσκεψη στη Βρετανία, σύμφωνα με το βρετανικό Τύπο, "αυξάνονται πλέον οι πιθανότητες να μην είμαστε μόνοι μας στο σύμπαν".

Οι επιστήμονες εκτιμούν πλέον ότι υπάρχουν πιθανώς περίπου 100 εκατομμύρια (εξω)πλανήτες μόνο στο δικό μας γαλαξία, οι οποίοι διαθέτουν ακριβώς τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη ζωής.


  • Επίσης, ένας από τους κορυφαίους αστρονόμους, o ελβετός Michael Mayer, προβλέπει: "Μέχρι το τέλος του 2010, θα έχουμε ανακαλύψει έναν πλανήτη, εκτός ηλιακού συστήματος, ο οποίος ουσιαστικά θα είναι ο δίδυμος αδελφός της Γης".

Η ανακοίνωση έγινε στο συνέδριο για τον εορτασμό της 50ης επετείου από την έναρξη του προγράμματος αναζήτησης εξωγήινης ζωής. Όπως εξηγεί ο Mayer ο σκοπός αυτής της μελέτης είναι να ανακαλυφθεί ένα μέρος στο οποίο οι συνθήκες θα ευνοούν την ανάπτυξης ζωής. "Μία από τις βασικότερες προυποθέσεις για να κατοικηθεί ένας πλανήτης, είναι να βρίσκεται σε μια κατάλληλη απόσταση από τον άστρο ήλιο για να αποφευχθεί η ανυπόφορη ζέστη, οι ασυνήθιστες υψηλές θερμοκρασίες και ο πάγος. Δυστυχώς οι πλανήτες που έχουν ήδη βρεθεί μέχρι σήεμρα, είναι αρκετά μεγάλοι και διαθέτουν τεράστιες ενεργειακές πλάκες. Το περιβάλλον αυτό δεν χαρακτηρίζεται βιώσιμο".

Ο Ελβετός αστρονόμος είναι πεπεισμένος πως το διαστημόπλοιο της ΝΑΣΑ, το οποίο μεταφέρει το μεγαλύτερο αμερικάνικο τηλεσκόπιο Κέπλερ και βρίσκεται από το Μάρτιο του 2009 σε τροχιά κοντά στον Ήλιο , θα είναι εκείνο που θα μας φέρει τις κατάλληλες πληροφορίες για το πλανήτη που θα φιλοξενήσει το ανθρώπινο είδος.

Επικεφαλής της ομάδος που ανακάλυψε το πρώτο εξω-ηλιακό πλανήτη στο παρελθόν, ο ίδιος δηλώνει σήμερα ενθουσιαμένος: " Δεν ξέρω εαν αυτό θεωρείται υπερ-αισιοδοξία, αλλά ενδόμυχα ήμουν σίγουρος πως στο απώτερο μέλλον θα βρεθεί ένας πλανήτης παρόμοιας σύνθεσης και μεγέθους με τη Γη μας".

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική: Ακούσαμε να πέφτει η ανατριχίλα του χρόνου...

Ποιητές & Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι, ζωγραφική


Γιάννης Σταύρου, Θαλασσογραφία 2, λάδι σε χαρτί

Τεντωμένοι καθ᾿ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη
Ἀκούσαμε νὰ πέφτει ἡ ἀνατριχίλα
Τοῦ χρόνου...

Γιώργος Σαραντάρης

Έπος

Φύλλα δέντρου
Φτερὰ πουλιοῦ
Ἄνεμος
Ἔπειτα θάλασσα
Κύματα
Χρόνος γαλάζιος
Ὁρίζοντες παντοῦ
Καὶ μπροστά μας
Ὁ οὐρανός

Δὲν εἴμαστε ποιητὲς

Δὲν εἴμαστε ποιητὲς
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβόμαστε
Καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνάς.

Πρόλογος

Κόβεται ἡ δική μας ἀναπνοή,
χάνεται ὁ χρόνος, παιδιά·
σὲ φωνὴ μοιάζει
ποὺ ζύγωσε
μᾶς προσπέρασε
μὰ δὲν ἀκούστηκε,
κι ἕνας ἀπὸ μᾶς, ὁ πιὸ καλός,
ἐλπίζει ἀκόμα
ἀλλὰ ντρέπεται νὰ τὸ πεῖ...

Της ακριβής ρέμβης


Ἀπὸ μία θύμηση περάστηκε ὁ ὕπνος
Ἀπὸ τὴν ἄνοιξη βγήκαμε στὸ καλοκαίρι,
Ἥρωες τῆς ἀκριβῆς ρέμβης,
Καὶ δὲν ἀπόρησε ὁ νοῦς μας
Δὲ σπάσαμε κέφι καὶ καρδιὲς
Ὅπως μυθέσκετο ἡ ψυχή μας·
Τεντωμένοι καθ᾿ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη
Ἀκούσαμε νὰ πέφτει ἡ ἀνατριχίλα
Τοῦ χρόνου,
Δὲν εἴδαμε παρὰ τὴν Πλάση μοναχὴ
Νὰ βόσκει τὴν ὄμορφη γοητεία της
Στὴν ἅπλα ποὺ τῆς δώρησε ὁ Θεὸς
Ξεφάντωμα ἐξαίσιο

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: φθινοπωρινά τοπία με εικόνες ποίησης & ζωγραφικής...

Φθινοπωρινά τοπία & ζωγραφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, λάδι σε καμβά

Φθινόπωρο...

Εποχή των ποιητών...

Της σκέψης, της περισυλλογής, του περίπατου...

Της εικόνας και των χρωμάτων...

Της ζωγραφικής...


Άγγελος Σικελιανός

Το πρωτοβρόχι

Σκυμμένοι από το παραθύρι...
Kαι του προσώπου μας οι γύροι
η ίδια μας ήτανε ψυχή.
H συννεφιά, χλωμή σα θειάφι,
θάμπωνε αμπέλι και χωράφι·
ο αγέρας μέσ' από τα δέντρα
με κρύφια βούιζε ταραχή·
η χελιδόνα, με τα στήθη,
γοργή, στη χλόη μπρος-πίσω εχύθη·
κι άξαφνα βρόντησε, και λύθη
κρουνός, χορεύοντα η βροχή!
H σκόνη πήρ' ανάερο δρόμο...
K' εμείς, στων ρουθουνιών τον τρόμο,
στη χωματίλα τη βαριά
τα χείλα ανοίξαμε, σα βρύση
τα σπλάχνα νά μπει να ποτίσει
(όλη είχεν η βροχή ραντίσει
τη διψασμένη μας θωριά,
σαν την ελιά και σαν το φλόμο).
κι ο ένας στ' αλλουνού τον ώμο
ρωτάαμε: "T' είναι πόχει σκίσει
τον αέρα μύρο, όμοιο μελίσσι;
Aπ' τον πευκιά το κουκουνάρι,
ο βάρσαμος ή το θυμάρι,
η αφάνα ή η αλυγαριά;"
Kι άχνισα - τόσα ήταν τα μύρα -
άχνισα κ' έγινα όμοια λύρα,
που χάιδευ' η άσωτη πνοή...
Mου γιόμισ' ο ουρανίσκος γλύκα·
κι ως τη ματιά σου ξαναβρήκα,
όλο μου το αίμα ήταν βοή!...
K' έσκυψ' απάνω από τ' αμπέλι
που εσειόνταν σύφυλλο, το μέλι
και τ' άνθι ακέριο να του πιω·
- βαριά τσαμπιά και οι λογισμοί μου,
βάτοι βαθιοί οι ανασασμοί μου -
κι όπως ανάσαινα, απ' τα μύρα
δε μπόρεια να διαλέξω ποιο!
Mα όλα τα μάζεψα, τα πήρα,
και τά 'πια, ωσάν από τη μοίρα
λύπη απροσδόκητη ή χαρά.
Tά 'πια· κι ως σ' άγγιξα τη ζώνη,
το αίμα μου γίνηκεν αηδόνι,
κι ως τα πολύτρεχα νερά!...

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & Έλληνες σύγχρονοι ζωγράφοι, ζωγραφική: Σενάρια επιστημονικής φαντασίας...

Διηγήματα & ζωγραφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Ρόδια (λεπτομέρεια), λάδι σε καμβά

Ρόδια, για καλή μας τύχη...

Ο ορθός λόγος αποδεικνύεται όλο και πιο ανεπαρκής...

Χρειαζόμαστε άλλα όπλα για να ερμηνεύσουμε την παράλογη αθλιότητα των μορφωμάτων της εποχής μας - της Ελλάδας ακόμη περισσότερο...

Ίσως πρέπει να επιδοθούμε σε κβαντικούς υπερβατισμούς...

Ή σε σενάρια επιστημονικής φαντασίας...

Άρθουρ Κλαρκ

Play Back

Είναι απίθανο που 'χω ξεχάσει τόσα πολλά, τόσο γρήγορα.
Έχω χρησιμοποιήσει το σώμα μου για σαράντα χρόνια, νόμιζα ότι το 'ξερα. Όμως, ήδη χάνεται σαν... ένα όνειρο.
Χέρια, πόδια, πού είστε;
Τι κάνατε για μένα, όταν ήσασταν δικά μου;
Έστειλα σήματα προσπαθώντας να προστάξω τα μέλη που θυμάμαι αόριστα. Τίποτα δεν έγινε.
Είναι σαν να φωνάζεις στο κενό.
Να φωνάξω.
Ναι, το προσπάθησα.
Ίσως αυτά μ' ακούνε, αλλά εγώ δεν μπορώ ν' ακούσω τον εαυτό μου.
Η σιωπή έχει κυλήσει πάνω μου, μέχρι που δεν μπορώ πια να φανταστώ ήχο. Υπάρχει μια λέξη στο μυαλό μου που λέγεται «μουσική»... τι σημαίνει;
(Τόσες πολλές λέξεις, συγκεντρώνονται μπροστά μου, βγαίνοντας από το σκοτάδι, περιμένοντας ν' αναγνωριστούν.
Η μια μετά την άλλη φεύγουν μακριά απογοητευμένες).
Γεια.
Ώστε γύρισες;
Πόσο απαλά εισχωρείς στο μυαλό μου.
Ξέρω πότε είσαι εκεί, αλλά ποτέ δε σ' αισθάνομαι να 'ρχεσαι.
Αισθάνομαι πως είσαι φιλικός κι είμαι ευγνώμων για όσα έχεις κάνει.
Αλλά ποιος είσαι;
Φυσικά ξέρω πως δεν είσαι άνθρωπος.
Καμιά ανθρώπινη επιστήμη δε θα μπορούσε να με είχε σώσει όταν το πεδίο του κινητήρα κατέρρευσε.
Βλέπεις, γίνομαι περίεργος.
Αυτό είναι καλό σημάδι, δεν είναι;
Τώρα που ο πόνος έχει φύγει επιτελους, επιτέλους μπορώ ν' αρχίσω να σκέφτομαι ξανά.
Ναι, είμαι έτοιμος.
Οτιδήποτε θελήσεις να ξέρεις.
Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω.
Το όνομά μου είναι Γουίλιαμ Βίνσεντ Νόυμπεργκ.
Είμαι πρώτος πιλότος της Γαλακτικής Επιθεώρησης.
Γεννήθηκα στο Πορτ Λόουελ, στον 'Αρη, στις 21 Αυγούστου 2095.
Η γυναίκα μου η Τζανίτα και τα τρία μου παιδιά είναι στον Γανυμήδη.
Είμαι επίσης συγγραφέας.
Έχω γράψει αρκετά για τα ταξίδια μου.
Το Πέρα από τον Ρίγκελ είναι μάλλον διάσημο.
Τι συνέβη;
Πιθανά ξέρεις όσα κι εγώ.
Είχα μόλις κάνει το σκάφος μου αόρατο και πετούσα σε φασματική ταχύτητα όταν σήμανε συναγερμός.
Δεν υπήρχε χρόνος να κινηθώ, να κάνω οτιδήποτε.
Θυμάμαι που οι τοίχοι της καμπίνας άρχισαν να λάμπουν -και τη ζέστη, τη τρομερή ζέστη.
Αυτό είναι όλο.
Η έκρηξη πρέπει να με τίναξε στο διάστημα.
Μα πώς μπόρεσα να επιζήσω;
Πώς θα μπορούσε κανείς να με φτάσει έγκαιρα;
Πες μου -τι έχει μείνει από το κορμί μου;
Γιατί δεν μπορώ να αισθανθώ τα χέρια μου, τα πόδια μου;
Μη κρύψεις την αλήθεια, δε φοβάμαι.
Αν μπορείς να με πας πίσω, οι βιοτεχνικοί μπορούν να μου δώσουν νέα μέλη. Ακόμη και τώρα, το δεξί μου χέρι δεν είναι αυτό με το οποίο είχα γεννηθεί.
Γιατί δεν μπορείς ν' απαντήσεις;
Σίγουρα είναι μια απλή απάντηση!
Τι εννοείς δε ξέρεις με τι μοιάζω;
Πρέπει να έχεις σώσει κάτι!
Το κεφάλι;
Το μυαλό, τότε;
Ούτε;
Ω, όχι...!
Λυπάμαι.
Έλειψα για πολύ;
'Ασε με να συλλάβω τον εαυτό μου.
(Χα, πολύ αστείο!)
Είμαι ο Επιθεωρησιακός πιλότος πρώτης τάξης Βίνσεντ Γουίλιαμ Φρήμπουργκ. Γεννήθηκα στο Πορτ Λυστ, στον 'Αρη, στις 21 Αυγούστου 1895.
Έχω ένα... όχι, δύο παιδιά...
Σε παρακαλώ, άσε με να το ξανακάνω, αργά.
Η εκπαίδευσή μου με προετοίμασε για κάθε πραγματικότητα που μπορεί ν' αντιληφθεί κανείς.
Μπορώ ν' αντιμετωπίσω οτιδήποτε μου πεις.
Αλλά αργά-αργά.
Λοιπόν, θα μπορούσε να είναι χειρότερα.
Δεν είμαι πραγματικά νεκρός.
Ξέρω ποιος είμαι.
Νομίζω ακόμα κι ότι ξέρω τι είμαι.
Είμαι μια ...ηχογράφηση, σε κάποια φανταστική συσκευή.
Πρέπει να έπιασες τη ψυχή μου, όταν το σκάφος μετατρεπόταν σε πλάσμα. Ακόμα κι αν δεν μπορώ να φανταστώ πώς έγινε, έχει νόημα.
Στο κάτω-κάτω, ένας πρωτόγονος άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει πώς ηχογραφούμε μια συμφωνία...
Όλες μου οι αναμνήσεις είναι παγιδευμένες σε μια ταινία ή έναν κρύσταλλο, όπως κάποτε ήταν παγιδευμένες στα κύτταρα του εξατμισμένου μου εγκεφάλου.
Κι όχι μόνο οι αναμνήσεις μου.
ΕΓΩ.
Εγώ ο ίδιος: ΒΙΝΣ ΒΙΛΜΠΟΥΡΓΚ, ΠΙΛΟΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ.
Λοιπόν, τι συμβαίνει μετά;
Παρακαλώ, πες το ξανά.
Δε καταλαβαίνω.
Ω, θαυμάσια!
Μπορείς να κάνεις ακόμα κι αυτό;
Υπάρχει μια λέξη γι' αυτό, ένα όνομα...
Των πολυπληθών θαλασσών η ενσάκριση.
Όχι, όχι ακριβώς.
Ενσάκριση, ενσάκριση...
ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ!
Ναι, ναι καταλαβαίνω.
Πρέπει να σου δώσω το βασικό πλάνο, το σχέδιο.
Παρακολούθησε τις σκέψεις μου πολύ προσεκτικά.
Θ' αρχίσω από την κορυφή.
Το κεφάλι τώρα.
Είναι οβάλ, έτσι;
Το πάνω μέρος καλύπτεται με μαλλιά.
Τα δικά μου ήταν καε... μπλέ.
Τα μάτια.
Είναι πολύ σπουδαία.
Τα έχεις δει σε άλλα ζώα;
Ωραία, αυτό μας γλιτώνει από μπελάδες.
Μπορείς να μου δείξεις μερικά.
Ναι, αυτά κάνουν.
Τώρα το στόμα.
Παράξενο! πρέπει να το 'χω δει εκατοντάδες φορές καθώς ξυριζόμουν, αλλά κάπως...
Όχι τόσο στρογγυλό, στενότερο.
Ω, όχι, όχι μ' αυτό τον τρόπο.
Πηγαίνει κατά πλάτος του προσώπου, οριζόντια...
Τώρα, ας δούμε... υπάρχει κάτι ανάμεσα στα μάτια και το στόμα.
Ανόητος που είμαι.
Ποτέ δε θα γίνω δόκιμος, αν δε μπορέσω ούτε να το θυμηθώ.
Φυσικά! ΜΥΤΗ!
Λίγο μακρύτερη νομίζω.
Υπάρχει κάτι άλλο, κάτι που έχω ξεχάσει.
Αυτό το κεφάλι δείχνει ακατέργαστο, ημιτελές.
Δεν είμαι εγώ, ο Μπίλι Βόινσμπεργκ, το πιο έξυπνο παιδί της γειτονιάς.
Αλλά, αυτό δεν είναι το όνομά μου, δεν είμαι αγόρι.
Είμαι ένας πρώτος πιλότος με είκοσι χρόνια στην Υπηρεσία Διαστήματος και προσπαθώ να ξαναφτιάξω το κορμί μου.
Γιατί οι σκέψεις μου συνεχίζουν να φεύγουν από το θέμα;
Βοήθησέ με, σε παρακαλώ.
Αυτό το τερατούργημα!
Έτσι σου είπα ότι μοιάζω;
Σβήσ' το.
Πρέπει ν' αρχίσουμε ξανά.
Το κεφάλι τώρα.
Είναι τέλεια σφαιρικό και φέρει έναν πίλον ο οποίος δύναται να μετακινηθεί...
Πολύ δύσκολο.
'Αρχισε από κάπου αλλού.
Α, ξέρω...!
Το μηριαίο οστούν συνδέεται με το αντικνήμιο.
Το αντικνήμιο συνδέεται με το μηρό.
Ο μηρός συνδέεται με το αντικνήμιο.
Το αντικνήμιο...
'Όλα σβήνουν.
Πολύ αργό.
Κάτι τρέχει με το πλέιμπακ.
Σ' ευχαριστώ που προσπάθησες.
Τ' όνομά μου είναι... τ' όνομά μου είναι...
Μητέρα, πού είσαι;
Μαμά... Μαμά!
Μααααα...

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Να βρεις μιαν άλλη θάλασσα...

Ποίηση & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική


Γιάννης Σταύρου, Δύση στο Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά

Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις...

Νίκος Γκάτσος

Αμοργός

Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομα του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα' χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα' χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις τον θάνατο

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, σύγχρονοι Έλληνες ζωγράφοι: Λάμψε ήλιε πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας...

Έλληνες ποιητές & Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική, σύγχρονοι ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Τοπίο της Ύδρας, λάδι σε καμβά

Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κανένα σχόλιο. Ο ποιητής τα λέει όλα...

Λάμψε ήλιε
πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης...

Τάκης Σινόπουλος

Ελπήνωρ

Tοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.


Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Kοιτάχτε ο Eλπήνωρ πρέπει νάναι εκείνος.
Eστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Eλπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Kαι τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Eλπήνορα
Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
M' ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν' ακούς τ' ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Tώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ' αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;


Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα πούχες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ' τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις αποκρίσου.


Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Tο φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
H θάλασσα τα κυπαρίσσια τ' ακρογιάλι πετρωμένα
σ' ακινησία θανατερή. Kαι μόνο αυτός ο Eλπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.


Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)

« Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς ἀφηγηθῶ τὴ μικρὴ ἱστορία τοῦ δικοῦ μου Ἐλπήνορα. Ἕνα μεσημέρι, καλοκαίρι τοῦ 1944, μὲ φοβερὸ ἥλιο καὶ ζέστη, περνώντας ἀπὸ τὸ Πεδίο τοῦ Ἄρεως, κάθισα ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν κούραση τῆς κατοχῆς σ’ ἕνα παγκάκι. Πρέπει νὰ μὲ εἶχε ζαλίσει πολὺ ὁ ἥλιος καὶ ἡ ἐξάντληση. Ξαφνικὰ στὸν ἄσπρο μικρὸ δρόμο, μὲς στὸ φῶς, πέρασε μπροστά μου ἡ φιγούρα ἑνὸς φίλου μου ποιητῆ, ποὺ τὸν σκότωσαν οἱ Γερμανοὶ ἔπειτα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια στὴν Πάτρα, τὸ 1942.Ἦταν ὁ Φώτος Πασχαλινὸς (= Θοδωράκης Ζώρας). Γυρίζοντας στὸ σπίτι μου ἔγραψα τὸν «Ἐλπήνορα». Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ γιὰ μένα εἶχε σημασία εἶναι πὼς τὸ ὅραμα αὐτὸ σφράγισε ἀποφασιστικὰ ἕνα μεγάλο μέρος, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ποίησής μου»

Τάκης Σινόπουλος, 1965

Επίκληση στον ήλιο της Ελένης

Λάμψε ήλιε
πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης. Λαβωμένο φως
να λούσει τη θρησκεία του σώματος
και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.
‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,
όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,
όπου αναζούν οι καθαρές
κινήσεις των μαστών των πράσινων,
στην περιφέρεια του αδυσώπητου
φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής
γυμνότητας.
Λάμψε ήλιε των νεκρών
ποιητών.
Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,
στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,
στον ηττημένο από τη μέθη του κακού
παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,
πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε της φανταστικής
Ελλάδας, η πολυάνεμη,
η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές
του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,
σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς
κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε
της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,
την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,
τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,
ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή
στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,
πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,
χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα
τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.
Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.
Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.
Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.
Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·
κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα
τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα
κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.
Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.
‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων
της ζωντανής Ελένης, ω
μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός
πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων
κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός
που ξέρει
ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες
ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,
τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο
με την νεκρήν Ελένη.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική: Απόδραση στην κλασική λογοτεχνία...

Λογοτεχνία & ζωγραφική, ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Σκοτεινά νερά του λιμανιού, λάδι σε καμβά


Καταφεύγουμε στους κλασικούς...

Τελευταία λύση...

Όταν δε μας μένει πια τίποτα άλλο...

Λέων Τολστόι

Αλιόσα το Τσουκάλι

Ο Αλιόσα ήταν ο μικρότερος αδερφός. Τονε φώναζανε Τσουκάλι γιατί η μάνα του τον έστειλε κάποτε να πάει ένα τσουκάλι γάλα στη γυναίκα του διάκου κι αυτός σκόνταψε κι έσπασε το τσουκάλι. Η μάνα του τον έδειρε και τα παιδιά άρχισαν να τον πειράζουν «Τσουκάλι». Του 'μεινε από τότε το παρατσούκλι «ο Αλιόσα το Τσουκάλι». Ο Αλιόσα ήταν αχαμνός, ξερακιανός, αφτιάς, τ' αφτιά του πετούσανε σα φτερούγες κι η μύτη του ήταν μεγάλη. Τα παιδιά τον κορόιδευαν: «Του Αλιόσα η μύτη ξεχωρίζει σαν την καλαμιά στον κάμπο». Το χωριό είχε σχολείο, όμως ο Αλιόσα δεν έπαιρνε τα γράμματα και δεν είχε και χρόνο για μαθήματα. Ο μεγάλος του αδερφός έμενε και δούλευε σ' έναν έμπορο στην πόλη κι ο Αλιόσα από πολύ μικρός άρχισε να βοηθά τον πατέρα του. Ήταν έξι χρονών και με την αδερφούλα του έβγαζε στη βοσκή τα πρόβατα και την αγελάδα κι ήταν ακόμη αγοράκι όταν άρχισε να φυλάγει τ' άλογα μέρα και νύχτα. Από δώδεκα χρονών όργωνε και κουβαλούσε πράγματα με το κάρο. Δεν ήταν δυνατός, ήταν όμως επιδέξιος. Πάντα ήταν εύθυμος. Τα παιδιά γελούσαν μαζί του κι αυτός πότε γελούσε πότε σώπαινε. Όταν ο πατέρας του τον μάλωνε, αυτός σώπαινε κι άκουγε. Κι όταν τελείωνε το μάλωμα, χαμογελούσε και ξανάπιανε τη δουλειά που 'χε μόλις αφήσει. Ο Αλιόσα ήτανε δεκαεννέα χρονών όταν πήραν στρατιώτη τον αδερφό του. Κι ο πατέρας του τον έβαλε να δουλέψει στη θέση του αδερφού του, εργάτης στον έμπορο. Δώσανε στον Αλιόσα τις παλιές μπότες του αδερφού του, το καπέλο και το πανωφόρι του πατέρα και τον πήγαν στην πόλη. Ο Αλιόσα δε μπορούσε να μη χαίρεται με τα ρούχα αυτά μα ο έμπορος δυσαρεστήθηκε από την εμφάνιση του Αλιόσα.

-"Νόμισα πως θα μου 'στελνες κανονικό άνθρωπο στη θέση του Συμεών", είπε ο έμπορος κοιτάζοντας τον Αλιόσα από πάνω ως κάτω, "κι εσύ μου φέρνεις εδώ ένα μυξιάρικο. Τι μπορεί να κάνει τούτος δω"; -"Τα πάντα μπορεί. Και να ζεύει και να τρέχει δω κι εκεί και δουλεύει σα σκυλί, μόνο στην όψη μοιάζει με καλάμι, στη πραγματικότητα είναι όλος νεύρο". -"Μου φαίνεται πως αυτό θα το δω μόνος μου". -"Και το σπουδαίο είναι πως δεν αντιμιλά. Δουλεύει με ζήλο".

-"Τί να σε κάνω; 'Αφησέ τον". Κι ο Αλιόσα άρχισε να μένει στον έμπορο. Η οικογένεια του εμπόρου δεν ήταν μεγάλη: η νοικοκυρά, η γριά μάνα του, ο μεγάλος γιος, παντρεμένος, με στοιχειώδη μόρφωση, ήτανε στη δουλειά μαζί με τον πατέρα του κι ο άλλος γιος, μορφωμένος, τελείωσε το Γυμνάσιο και πήγε στο Πανεπιστήμιο μα τον έδιωξαν από κει και καθότανε στο σπίτι κι ακόμα ήταν κι η κόρη, κοπελίτσα του Γυμνασίου. Στην αρχή ο Αλιόσα δεν τους άρεσε. Παραήταν χωριάτης κι άσχημα ντυμένος και τρόπους δεν είχε, μιλούσε σ' όλους στον ενικό. Μα σύντομα τονε συνήθισαν. Τους υπηρετούσε καλύτερα κι από τον αδερφό του, δεν αντιμιλούσε ποτέ, τονε στέλνανε σ' όλες τις δουλειές και τα 'κανε όλα πρόθυμα και γρήγορα χωρίς να σταματά από τη μια δουλειά στην άλλη. Κι όπως στο σπίτι του, έτσι και στου εμπόρου, όλες οι δουλειές είχανε πέσει στον Αλιόσα. Όσο πιο πολλά έκανε τόσο περισσότερα του φόρτωναν. Η νοικοκυρά, η μάνα του αφεντικού, η κόρη του αφεντικού, ο γιος του αφεντικού, ο επιστάτης, η μαγείρισσα τονε στέλναν μιαν εδώ και μιαν εκεί και τον έβαζαν να κάνει μια το 'να μια τ' άλλο. 'Ακουγες μόνο: «Τρέχα αδερφέ» ή «Αλιόσα, κανόνισε αυτό. Τι έγινε, Αλιόσα, ξέχασες μήπως; Κοίτα μην ξεχάσεις, Αλιόσα». Κι ο Αλιόσα όλο έτρεχε, κανόνιζε, κοίταζε και δε ξεχνούσε, κι όλα τα προλάβαινε κι όλο χαμογελούσε. Τις μπότες του αδερφού του γρήγορα τις χάλασε και το αφεντικό του τα 'ψάλε που γυρνούσε με τρύπιες μπότες και τα δάχτυλα έξω και τον πήγε στο παζάρι και τον έβαλε ν' αγοράσει καινούριες μπότες. Οι μπότες ήταν καινούριες κι ο Αλιόσα τις χαιρόταν, όμως τα πόδια του ήταν τα παλιά και το βράδυ τον πονούσαν απ' το τρέξιμο και θύμωσε με τις μπότες. Ο Αλιόσα φοβόταν μήπως ο πατέρας του θύμωνε όταν έρθει να πάρει τα λεφτά επειδή ο έμπορος έκοψε απ' το μισθό του για να πληρώσει τις μπότες. Το χειμώνα ο Αλιόσα σηκωνόταν προτού φέξει, έκοβε τα κούτσουρα, μετά σκούπιζε την αυλή, τάιζε τη γελάδα, πότιζε τ' άλογα. Μετά άναβε τη φωτιά, καθάριζε τις μπότες, τα ρούχα των αφεντικών, άναβε τα σαμοβάρια, τα καθάριζε, μετά τονε φώναζεν ο επιστάτης για να βγάλει το εμπόρευμα είτε η μαγείρισσα τον έβαζε να ζυμώσει ή να πλύνει τις κατσαρόλες. Μετά τον έστελναν στην πόλη για να πάει ένα σημείωμα σε κάποιον ή για να πάει τη κόρη του αφεντικού στο Γυμνάσιο ή για ν' αγοράσει καντηλόλαδο για τη γριά. «Πού χάνεσαι, ανάθεμά σε;», του λέγανε πότε ο ένας πότε ο άλλος. «Γιατί να πάτε οι ίδιοι, θα τρέξει ο Αλιόσα. Αλιόσκα! Ε, Αλιόσκα!» κι ο Αλιόσα έτρεχε. Έτρωγε πρωινό στο πόδι και σπάνια προλάβαινε να δειπνήσει με τους άλλους. Η μαγείρισσα τον έβριζε που 'τρεχε παντού, όμως τονε λυπότανε κιόλας και του άφηνε ζεστό φαγητό το μεσημέρι και το βράδυ. Ιδιαίτερα πολλή δουλειά έπεφτε κοντά στις γιορτές και μες στις γιορτές. Ο Αλιόσα χαιρόταν με τις γιορτές πολύ, γιατί του δίνανε χαρτζιλίκι, αν και λίγο -είχε μαζέψει εξήντα καπίκια-, όμως παρολαυτά ήτανε τα δικά του χρήματα και μπορούσε να τα ξοδέψει όπως ήθελε. Τον μισθό του δε τον έβλεπε στα μάτια του. Ο πατέρας ερχόταν, έπαιρνε από τον έμπορο τα χρήματα και μόνο γκρίνιαζε στον Αλιόσα για το πόσο γρήγορα χαλά τις μπότες του. 'Οταν μάζεψε δυο ρούβλια από τα λεφτά του χαρτζιλικιού αγόρασε, όπως τον είχε συμβουλέψει η μαγείρισσα, μια κόκκινη πλεχτή ζακέτα κι όταν τη φόρεσε δε μπορούσε να πάψει να χαμογελά από ικανοποίηση. Ο Αλιόσα μιλούσε λίγο, πάντα κοφτά κι απότομα κι όταν του δίναν εντολή να κάνει κάτι ή τονε ρωτούσαν αν μπορεί να κάνει το 'να ή τ' άλλο, τότε πάντα και χωρίς δισταγμό έλεγε:

-"Όλα μπορούν να γίνουνε". Και τα 'κανε στη στιγμή. Προσευχές δεν ήξερε καθόλου. Αυτές που του 'χε διδάξει η μάνα του τις είχε όλες ξεχάσει μα παρολαυτά προσευχότανε πρωί-βράδυ, προσευχόταν με τα χέρια, έκανε το σταυρό του. Έτσι έζησε ο Αλιόσα ενάμιση χρόνο και ξάφνου, το δεύτερο μισό του δεύτερου χρόνου, του συνέβη το πιο ασυνήθιστο γεγονός της ζωής του. Το γεγονός συνίστατο στο ότι με μεγάλη του έκπληξη έμαθε πως εκτός από τις σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ των ανθρώπων λόγω ανάγκης υπάρχουν κι άλλες σχέσεις, εντελώς ιδιαίτερες, που δε χρειάζεται να καθαρίσεις τις μπότες κάποιου ή να κουβαλήσεις δέματα ή να ζέψεις τ' άλογο, αλλά σχέσεις τέτοιες που παρόλο που δεν έχεις την ανάγκη του άλλου ανθρώπου χρειάζεται να τον υπηρετείς, να τον χαϊδεύεις και πως ο ίδιος ο Αλιόσα είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Αυτό το 'μαθε από τη μαγείρισσα την Ουστίνια.

Η Ουστίνια ήταν ορφανή, νέα, και δούλευε σαν κι αυτόν. 'Αρχισε να λυπάται τον Αλιόσα κι ο Αλιόσα αισθάνθηκε για πρώτη φορά πως κάποιος άνθρωπος έχει την ανάγκη αυτού του ίδιου κι όχι της υπηρεσίας που προσφέρει. Όταν τον λυπόταν η μάνα του δεν το παρατηρούσε, του φαινόταν πως έτσι έπρεπε να 'ναι, πως είναι σαν να λυπάται ο ίδιος τον εαυτό του. Είδε όμως τώρα ξαφνικά πως η Ουστίνια, που είναι μια τελείως ξένη, τονε λυπάται και του αφήνει στο τσουκάλι χυλό με βούτυρο κι όταν αυτός το τρώει, κείνη, στηρίζοντας το πηγούνι της με το ξεμανίκωτο χέρι της, κάθεται και τον κοιτά. Κι όταν αυτός σηκώσει το βλέμμα προς το μέρος της, εκείνη γελά και γελά κι αυτός. Αυτό ήταν κάτι τόσο καινούριο και παράξενο που ο Αλιόσα στην αρχή τρόμαξε. Ένιωσε πως αυτό τον εμποδίζει να υπηρετεί όπως υπηρετούσε. Όμως, παρολαυτά, ήτανε χαρούμενος κι όταν κοιτούσε το παντελόνι του, που του το 'χε καρυκώσει κείνη, κουνούσε το κεφάλι και χαμογελούσε. Συχνά την ώρα της δουλειάς ή στο δρόμο θυμόταν την Ουστίνια κι έλεγε: «Αχ, ναι Ουστίνια!» Η Ουστίνια τονε βοηθούσε όπου μπορούσε κι αυτός βοηθούσε κείνη. Του διηγότανε τη μοίρα της, πως έμεινε ορφανή, πως τη πήρε η θεία της, πως τη δώσανε στη πόλη, πως ο γιος του εμπόρου είχε προσπαθήσει να τη πείσει για κάτι ανοησίες και πως αυτή τον έβαλε στη θέση του. Της άρεσε να διηγείται κι αυτός ευχαριστιόταν που την άκουγε. Είχε πάρει τ' αφτί του πως στις πόλεις συχνά συμβαίνει κάποιοι χωρικοί που δουλεύουν εργάτες να παντρεύονται μαγείρισσες. Μια φορά τον είχε ρωτήσει αν σκοπεύουν να τονε παντρέψουνε γρήγορα. Απάντησε πως δε ξέρει και πως δε θέλει να παντρευτεί στο χωριό.

-"Έχεις βάλει στο μάτι καμιά;" τονε ρώτησε κείνη. -"Εσένα θα σε παντρευόμουνα. Δέχεσαι"; -"Για δες το τσουκάλι πώς τα καταφέρνει ν' απαντά" είπε κείνη και του 'δωσε ένα χτύπημα στη πλάτη. "Γιατί να μη δέχομαι"; Τις απόκριες ο γέρος ήρθε στη πόλη για τα λεφτά. Η γυναίκα του εμπόρου είχε μάθει πως ο Αλιόσα σκέφτεται να παντρευτεί την Ουστίνια κι αυτό δεν της άρεσε, «Θα μείνει έγκυος και τι θα τη κάνουμε με το μωρό» σκέφτηκε. Το 'πε στον άντρα της. Το αφεντικό έδωσε τα χρήματα στον πατέρα του Αλιόσα.

-"Τι νέα; Καλά τα πάει ο δικός μου;" ρώτησε ο χωρικός. "Σου το 'πα πως δεν αντιμιλά". -"Δεν αντιμιλά μα σκέφτεται ανοησίες. Σκέφτεται να παντρευτεί τη μαγείρισσα. Κι εγώ δε σκοπεύω να κρατήσω παντρεμένους. Δε μας βολεύει". -"Χαζός είναι, χαζός! Τί του πέρασε απ' το μυαλό;" είπεν ο πατέρας. "Μη σε νοιάζει, θα του πω να τ' αφήσει αυτά". Πήγε στην κουζίνα ο πατέρας και κάθισε στο τραπέζι να περιμένει το γιο του. Ο Αλιόσα έτρεχε έξω για θελήματα και γύρισε λαχανιασμένος. "Εγώ νόμισα πως ξέρεις το δρόμο σου κι εσένα τί σου πέρασε απ' το μυαλό;" του 'πεν ο πατέρας. -"Εμένα; Τίποτα". -"Πώς τίποτα; Θέλησες να παντρευτείς. Θα σε παντρέψω όποτε θα 'ναι καιρός, θα σε παντρέψω μ' αυτή που πρέπει κι όχι με μια πόρνη από τη πόλη". Ο πατέρας είπε πολλά. Ο Αλιόσα στεκόταν και κοντανάσαινε. 'Οταν ο πατέρας τελείωσε, ο Αλιόσα χαμογέλασε. -"Και τί έγινε λοιπόν; Δε θα το συνεχίσω".

-"Έτσι μπράβο". 'Οταν ο πατέρας έφυγε κι έμεινε μόνος του με την Ουστίνια (κείνη στεκότανε πίσω από τη πόρτα κι άκουγε τι έλεγε ο πατέρας στο γιο του) της είπε: "Η δουλειά μας δε προχωρά, δε θα γίνει. 'Ακουσες; Έγινε έξω φρενών, δε μ' αφήνει". Κείνη άρχισε να κλαίει πάνω στη ποδιά της, χωρίς να μιλά. Ο Αλιόσα έκανε: "Τς τς τς. Πώς να μην υπακούσω; Είναι φανερό πως πρέπει να τ' αφήσουμε".

Το βράδυ, όταν η γυναίκα του εμπόρου τονε φώναξε να κλείσει τα παντζούρια, του 'πε:

-"Τί έγινε, άκουσες τον πατέρα σου ν' αφήσεις τις ανοησίες"; -"Φαίνεται πως τις άφησα", είπε ο Αλιόσα, γέλασε κι ύστερα έβαλε τα κλάματα. Από τότε ο Αλιόσα δεν ξαναμίλησε στην Ουστίνια για γάμο και ζούσε όπως πριν. Τη Σαρακοστή, ο επιστάτης τον έβαλε να καθαρίσει τη σκεπή από τα χιόνια. Αυτός σκαρφάλωσε στη σκεπή, τη καθάρισε κι άρχισε μετά να σπάζει τον πάγο από τα λούκια. Τα πόδια του όμως γλυστρήσανε κι έπεσε με το φτυάρι. Αλλά για κακή του τύχη δεν έπεσε στο χιόνι μα στη σιδερένια οροφή της εξώπορτας. Η Ουστίνια κι η κόρη του εμπόρου τρέξανε κοντά του.

-"Χτύπησες, Αλιόσα"; -"Ε, χτύπησα, εντάξει". Θέλησε να σηκωθεί μα δεν μπόρεσε κι άρχισε να χαμογελά. Τονε κουβάλησανε στο σπίτι του φύλακα. Ήρθε ο βοηθός του γιατρού, τον εξέτασε και τον ρώτησε πού πονά. "Παντού πονά αλλά εντάξει. Μόνο μη θυμώσει ο νοικοκύρης. Πρέπει να το μάθει ο μπαμπάς μου". Έμεινε ξαπλωμένος δυο εικοσιτετράωρα ο Αλιόσα και τη τρίτη μέρα φωνάξανε τον παπά. -"Τί έγινε, δε πιστεύω να σκοπεύεις να πεθάνεις;" ρώτησε η Ουστίνια. -"Και τί έγινε; Έτσι κι αλλιώς, μήπως θα ζήσουμε; Αργά ή γρήγορα θα γίνει", είπεν ο Αλιόσα μιλώντας γρήγορα όπως πάντα. "Σε 'φχαριστώ Ουστιούσα που με λυπόσουνα. Να λοιπόν που 'τανε καλύτερα που δε μας άφησαν να παντρευτούμε τελικά, γιατί δε θα οδηγούσε πουθενά. Τώρα όλα πήγαν καλά". Προσευχήθηκε μαζί με τον παπά, όμως μόνο με τα χέρια και τη καρδιά. Στη καρδιά του πίστευε πως όπως είναι δω καλά όταν υπακούς και δε πληγώνεις κανέναν έτσι θα 'ναι κι εκεί καλά. Μιλούσε λίγο. Ζητούσε μόνο να πιει νερό κι έδειχνε να ξαφνιάζεται με κάτι. Ξαφνιάστηκε με κάτι, τεντώθηκε και πέθανε.